1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμος του 2000.
2. Εις τον παρόντα Νόμο εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
"αλιευτικό σκάφος" σημαίνει το σκάφος που χρησιμοποιείται για την αλιεία ιχθύων ή άλλων ζώντων οργανισμών της θάλασσας·
"Γνωστοποίηση" σημαίνει Γνωστοποίηση που εκδίδεται από τον . Υπουργό και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας· "εγκεκριμένος" σημαίνει εγκεκριμένος από την Αρμόδια Αρχή·
"Εταιρεία" περιλαμβάνει και φυσικό πρόσωπο και σε αναφορά προς το πλοίο σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό ή πρό σωπο, όπως το διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πλοίου, που ανέλαβε την ευθύνη της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον πλοιοκτήτη και, κατά την ανάληψη της ευθύνης αυτής συμφώνησε να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις, που επιβάλλονται στην εταιρεία, από τους Κανονισμούς που είναι προσαρτημένοι στη Σύμβαση STCW·
"θαλασσοπλοούν πλοίο" σημαίνει κάθε πλοίο εκτός εκείνων τα οποία απασχολούνται αποκλειστικά σε εσωτερικά ύδατα ή μέσα ή πλησίον προασπισμένων υδάτων σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των τριών ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή της Δημοκρατίας ή περιοχών, όπου εφαρμόζονται κανονισμοί λιμένα·
"καθορισμένος" σημαίνει καθορισμένος από την Αρμόδια Αρχή·
"Κατευθυντήριες Γραμμές του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού για την ιατρική εξέταση των ναυτικών" σημαίνει τις κατευθυντήριες γραμμές που επισυνάπτονται στην Εγκύκλιο STCW.7/Circ 19 του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού ημερομηνίας 9 Ιανουαρίου 2013∙
"Κώδικας STCW" σημαίνει τον Κώδικα περί της Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, που υιοθετήθηκε το 1995 από τη Διάσκεψη των Μερών της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, 1978, με την Απόφαση 2, που κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, 1978, όπως τροποποιήθηκε το 1995 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998, όπως ο Κώδικας αυτός εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία·
"ναυτικός" περιλαμβάνει και τον πλοίαρχο·
"πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως" ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια "πιστοποιητικό" σημαίνει πιστοποιητικό που εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 ή αναγνωρίζεται ως ισοδύναμο κατά τις διατά ξεις του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου·
"Σύμβαση ILO 73/1946" σημαίνει τη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας περί Ιατρικής Εξετάσεως των Ναυτικών υπ' αριθμό 73 του 1946·
"Σύμβαση ILO 147/1976" σημαίνει τη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ελάχιστα Επίπεδα) υπ' αριθμό 147 του 1976, η οποία κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τον περί της Συμβάσεως περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ελάχιστα Επίπεδα) του 1976 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1995·
"Σύμβαση STCW" σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, 1978, όπως τροποποιήθηκε το 1995 και κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τους περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, 1978 και 1995 (Κυρωτικούς) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1985 και 1998, όπως η Σύμβαση αυτή εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία·
"Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας του 2006" σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (ΣΝΕ) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 23 Φεβρουαρίου 2006 και κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2012∙
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.
(α) Επί θαλασσοπλοούντων κυπριακών πλοίων ολικής χωρητικότητας 500 και άνω, περιλαμβανομένων και των θαλασσοπλοούντων ρυμουλκών, εξαιρουμένων όμως-
(i) Των πολεμικών πλοίων, ή άλλων πλοίων των οποίων η κυριό τητα ή η εκμετάλλευση ανήκει στη Δημοκρατία και τα οποία απασχολούνται μόνο σε κρατική, μη εμπορική υπηρεσία·
(ii) των αλιευτικών σκαφών
(iii) των σκαφών αναψυχής, που δε χρησιμοποιούνται για εμπορι κούς σκοπούς·
(iν) των ξύλινων πλοίων πρωτόγονης ναυπήγησης·
(ν) των πλωτών εξέδρων, όταν αυτές ευρίσκονται σε σταθμούς εργασίας· και
(β) επί μη θαλασσοπλοούντων κυπριακών τουριστικών επαγγελματικών σκαφών, που έχουν δικαίωμα μεταφοράς επιβατών και εκτελούν πλόες αναψυχής σε εσωτερικά ύδατα ή μέσα ή πλησίον προασπισμένων υδά των ή περιοχών, όπου εφαρμόζονται κανονισμοί λιμένα.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται επί θαλασσοπλοού ντων αλλοδαπών πλοίων ολικής χωρητικότητας 500 και άνω, όταν τα πλοία αυτά ευρίσκονται σε λιμένα ή μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας. Οι εξαιρέσεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ισχύουν και προκειμένου περί αλλοδαπών πλοίων.
(3) Ο όρος "κυπριακό πλοίο" στον παρόντα Νόμο έχει την έννοια που απο δίδει στον όρο αυτό το άρθρο 5 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων του 1963 έως το 1996.
5. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται η εργοδότηση οποιουδήποτε προσώπου επί πλοίου, το οποίο εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εκτός εάν το πρόσωπο αυτό κατέχει έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως.
6.—(1) Κάθε Εταιρεία έχει καθήκον και οφείλει να λαμβάνει κάθε ανα γκαίο μέτρο για να διασφαλιστεί ότι κάθε ναυτικός που ναυτολογείται σε πλοίο της που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου κατέχει έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως και ότι το πιστοποιητικό αυτό είναι γνήσιο.
(2) Κάθε Εταιρεία έχει καθήκον και οφείλει να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλιστεί ότι κανένας ναυτικός δε θα ναυτολογείται σε πλοίο της που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε ειδικότητα, επίπεδο, λειτουργικά καθήκοντα ή γεωγραφική περιοχή που αποκλείεται από περιορισμό που τυχόν τέθηκε στο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως που κατέχει, δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου.
7. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 5 και 6, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιτρέψει σε ναυτικό να εργαστεί χωρίς την κατοχή έγκυρου ιατρικού πιστοποιητικού στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Σε επείγουσες περιπτώσεις, μέχρι τον επόμενο λιμένα προσέγγισης, όπου ο ναυτικός μπορεί να αποκτήσει ιατρικό πιστοποιητικό, υπό τις προϋποθέσεις ότι:
(i) ο ναυτικός κατέχει ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο έληξε πρόσφατα· και
(ii) η περίοδος της εργασίας του χωρίς έγκυρο ιατρικό πιστοποιητικό, δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία λήξης του πιστοποιητικού, ή
(ii) η περίοδος της εργασίας του χωρίς έγκυρο ιατρικό πιστοποιητικό, δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία λήξης του πιστοποιητικού, ή
(β) σε περίπτωση που το ιατρικό πιστοποιητικό λήξει κατά τη διάρκεια ταξιδιού, αυτό θα εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τον επόμενο λιμένα προσέγγισης όπου ο ναυτικός μπορεί να αποκτήσει ιατρικό πιστοποιητικό, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος εργασίας χωρίς έγκυρο ιατρικό πιστοποιητικό, δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία λήξης του πιστοποιητικού.
9. Από την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων 5,6,7, και 8 του Μέρους αυτού, εξαιρούνται οι ακόλουθοι:
(α) Πλοηγοί (που δεν είναι μέλη του πληρώματος)·
(β) πρόσωπα που εργοδοτούνται σε πλοίο αποκλειστικώς σε σχέση με την κατασκευή, επισκευή ή δοκιμή του πλοίου, των μηχανών ή του εξοπλισμού του πλοίου και δεν απασχολούνται στη ναυσιπλοΐα·
(γ) πρόσωπα που ασχολούνται αποκλειστικώς σε εργασία που απ' ευθείας σχετίζεται με-
(i) την εξερεύνηση του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας και την εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων
(ii) την εναποθήκευση υγραερίου στο βυθό ή υπό το βυθό της θάλασσας και την ανάληψη του αποθηκευμένου υγραερίου·
(iii) την τοποθέτηση, επιθεώρηση, δοκιμή, επισκευή, μετασκευή, ανανέωση ή την αφαίρεση τηλεγραφικών καλωδίων ή
(iν) την κατασκευή υποθαλάσσιων αγωγών πετρελαίου· εφόσον τα πρόσωπα αυτά απασχολούνται στο πλοίο από εργοδότη άλλο από την Εταιρεία και δεν έχουν σχέση με τη ναυσιπλοΐα του πλοίου.
(δ) Οι ταξιδεύοντες επί του πλοίου φορτοεκφορτωτές, που δεν είναι μέλη του πληρώματος.
10.—(1) Τα Πιστοποιητικά ιατρικής εξετάσεως των ναυτικών εκδίδονται στην Δημοκρατία από εγκεκριμένους ιατρούς, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, εγγεγραμμένους δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου (Κεφ. 250).
(2) Οι προϋποθέσεις προς έγκριση των ιατρών για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου θα καθορίζονται με Γνωστοποίηση η οποία θα εκδίδεται από τον Υπουργό κατόπιν διαβουλεύσεών του με το Υπουργείο Υγείας.
(3) Τα πιστοποιητικά θα εκδίδονται κατά τον καθορισμένο τύπο και περιεχόμενο, κατόπιν εξετάσεως του ναυτικού, και θα βεβαιώνουν ότι ο ναυτικός, σύμφωνα με τα καθορισμένα ιατρικά πρότυπα, είναι σωματικά και πνευματικά ικανός για θαλάσσια υπηρεσία.
(4) Στα πιστοποιητικά δύνανται να τεθούν περιορισμοί σε ότι αφορά τα λειτουργικά καθήκοντα του ναυτικού, το επίπεδο και την ειδικότητα του επί του πλοίου, ή τη γεωγραφική περιοχή, στην οποία επιτρέπεται να υπηρετεί.
(5) Ο εγκεκριμένος ιατρός, που εκδίδει πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, έχει καθήκον και οφείλει να αποστέλλει αντίγραφο του πιστοποιητικού αυτού προς την Αρμόδια Αρχή, προς ενημέρωσή της.
(6) Παράβαση της κατά το προηγούμενο εδάφιο υποχρέωσης, συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι διακόσια ευρώ (€200) και με τη διαγραφή του ιατρού από τον κατάλογο των εγκεκριμένων από την αρμόδια αρχή ιατρών.
11.—(1) Τα ιατρικά πρότυπα, τα οποία θα εφαρμόζονται από τους εγκεκριμένους ιατρούς για την έκδοση πιστοποιητικού ιατρικής εξετάσεως ναυτικού θα καθορίζονται με Γνωστοποίηση, η οποία θα εκδίδεται από τον Υπουργό κατόπιν διαβουλεύσεών του με το Υπουργείο Υγείας.
(2) Κατά τον καθορισμό των ιατρικών αυτών προτύπων θα λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές διατάξεις της Σύμβασης STCW, του Κώδικα STCW και της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006 (ΣΝΕ 2006) και οι Κατευθυντήριες Γραμμές του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού για την ιατρική εξέταση των ναυτικών.
12. Η Αρμόδια Αρχή καταρτίζει κατάλογο των εκάστοτε εγκεκριμένων κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ιατρών κατά ειδικότητα και αλφαβη τική τάξη και το δημοσιεύει με Γνωστοποίηση κάθε έτος.
13.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, ο εγκεκριμένος ιατρός, που εκδίδει το πιστοποιητικό, καθορίζει και τη χρονική ισχύ του, από την ημέρα της χορηγήσεώς του.
(2) Η χρονική ισχύς των πιστοποιητικών, από την ημέρα της χορηγήσεώς τους, δε δύναται να υπερβεί τα ακόλουθα ανώτατα όρια:
(α) Αναφορικά με ναυτικούς, ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, το ένα έτος· και
(β) αναφορικά με τους λοιπούς ναυτικούς, τα δύο έτη.
(3) [Διαγράφηκε].
14.—(1) Ο εγκεκριμένος ιατρός, ο οποίος έχει λόγους να πιστεύει ότι, κατά τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού, η σωματική ή πνευματική ικανότητα του ναυτικού μετεβλήθη ουσιωδώς και το πιστοποιητικό που κατέ χει δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματική κατάσταση της υγείας του ναυ τικού, οφείλει να γνωστοποιήσει το γεγονός στον ενδιαφερόμενο ναυτικό και την Αρμόδια Αρχή.
(2) Στην περίπτωση αυτή η Αρμόδια Αρχή, κατόπιν εισηγήσεως του εγκεκριμένου ιατρού που έχει εκδώσει το πιστοποιητικό, δύναται να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες:
(α) Να αναστείλει την ισχύ του πιστοποιητικού, μέχρις ότου ο ναυτικός υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις· ή
(β) να αναστείλει την ισχύ του πιστοποιητικού για όσο χρόνο κρίνει ότι ο ναυτικός θα παραμείνει σωματικά ή πνευματικά ανίκανος για θαλάσσια υπηρεσία· ή
(γ) να ανακαλέσει την ισχύ του πιστοποιητικού.
15.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου, σε περίπτωση που παραβλάπτονται τα συμφέροντα ενός ναυτικού-
(α) Λόγω αρνήσεως εγκεκριμένου ιατρού προς χορήγηση του πιστοποιη τικού· ή
(β) λόγω περιορισμού που τέθηκε στο πιστοποιητικό· ή
(γ) λόγω αναστολής της ισχύος του πιστοποιητικού για διάστημα πέραν των τριών μηνών ή ανάκλησης της ισχύος του πιστοποιητικού, δυνά μει των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου,
ο ναυτικός αυτός δύναται να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή αίτηση για επανε ξέταση της υπόθεσής του, κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού.
(2) Αίτηση για επανεξέταση κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού δύναται να υποβάλει μόνο ένας ναυτικός που κατείχε έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως, για οποιοδήποτε διάστημα κατά τη διάρκεια των δύο ετών, που αμέσως προηγούνται της αρνήσεως προς χορήγηση του πιστοποιητικού, την επιβολή περιορισμού στο πιστοποιητικό ή την αναστολή ή την ανάκληση της ισχύος του πιστοποιητικού, στην οποία εδράζεται η αίτηση για επανεξέταση.
(3) Η αίτηση προς επανεξέταση κατατίθεται στην Αρμόδια Αρχή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα που εκδόθηκε η σχετική απόφαση στην οποία αφορά η αίτηση, ή μέσα σε μεγαλύτερη προθεσμία, που κρίνεται εύλογη από την Αρμόδια Αρχή, σε περίπτωση που η παράταση αυτή δικαιολογείται από την εργοδότηση του ναυτικού σε πλοίο, που ευρίσκεται εκτός της Δημο κρατίας.
(4) Στην αίτηση καθορίζεται το όνομα και η διεύθυνση του εγκεκριμένου ιατρού, που έχει εκδώσει την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση για επανεξέταση και περιέχεται συναίνεση του ναυτικού προς υποβολή από τον εγκεκριμένο αυτό ιατρό εκθέσεως προς τον οριζόμενο κατά τις διατάξεις του επόμενου εδαφίου διαιτητή.
(5) Η αίτηση συνοδεύεται από το καθορισμένο για την επανεξέταση τέλος.
(6) Η επανεξέταση ενεργείται από έναν ιατρό, ανεξάρτητο από εταιρείες ή οργανώσεις πλοιοκτητών ή ναυτικών, που ορίζεται ως διαιτητής από την Αρμόδια Αρχή.
(7) 0 διαιτητής εξετάζει τον αιτητή και όλα τα τεθέντα ενώπιόν του ιατρικά στοιχεία και εκδίδει την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τα καθορι σμένα ιατρικά πρότυπα, περί των οποίων προβλέπει το άρθρο 11 του παρό ντος Νόμου.
(8) Η απόφαση εκδίδεται το βραδύτερο μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από της υποβολής της αιτήσεως προς επανεξέταση και κοινοποιείται προς τον αιτητή και την Αρμόδια Αρχή.
16. Σε περίπτωση απώλειας του πιστοποιητικού, η Αρμόδια Αρχή δύναται, αντί αυτού, να αποδεχθεί γραπτή βεβαίωση χορήγησης του πιστοποιητικού που εκδίδεται από τον εγκεκριμένο ιατρό που χορήγησε το πιστοποιητικό και περιέχει όλα τα στοιχεία του ναυτικού και τον αριθμό του πιστοποιητικού που χορηγήθηκε.
17.—(1) Κάθε εγκεκριμένος ιατρός, που προβαίνει στην ιατρική εξέταση ναυτικών και εκδίδει πιστοποιητικά δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οφείλει να τηρεί, κατά τον καθορισμένο τύπο, ένα αρχείο σχετικά με όλα τα πιστοποιητικά που χορήγησε.
(2) Στο αρχείο αυτό φυλάσσονται για περίοδο έξι τουλάχιστον ετών από της εκδόσεως τους , όλα τα έγγραφα ή στοιχεία που αφορούν στην έκδοση του πιστοποιητικού.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δύναται , όποτε το κρίνει αναγκαίο, να ζητήσει στοιχεία που αφορούν στην έκδοση του πιστοποιητικού, νοουμένου ότι τα στοιχεία αυτά δε θα περιλαμβάνουν ιατρικές πληροφορίες, οι οποίες δυνατό να αναγνωρισθούν ως αναφερόμενες σε συγκεκριμένο πρόσωπο.
(4) Παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) ή (2) του άρθρου αυτού συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) και με τη διαγραφή του ιατρού από τον κατάλογο των εγκεκριμένων από την αρμόδια αρχή ιατρών.
18.—(1) Πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως που εκδίδεται από αρμόδια αρχή άλλου Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσεως STCW, του Κώδικα STCW και της Συμβάσεως ILO 73/1946 ή ILO 147/1976, λογίζεται, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως πιστοποιητικό ισοδύναμο προς πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 10 έως 13 του παρόντος Νόμου, μόνο εφόσον το Κράτος αυτό είναι Κράτος που επιβεβαιώθηκε από την Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ) ότι έχει κοινοποιήσει πληροφορίες οι οποίες αποδεικνύουν την πλήρη και εξ ολοκλήρου εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης STCW.
(2) Το πιστοποιητικό που αναγνωρίζεται ως ισοδύναμο δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου (1), θα παραμένει σε ισχύ μέχρι της λήξεως της καθορισμένης εις αυτό χρονικής ισχύος, νοουμένου εν τούτοις ότι, εάν η προβλεπόμενη χρονική ισχύς του πιστοποιητικού είναι μεγαλύτερη από την καθορισμένη στην παράγραφο (α) ή (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 13, τότε δε θα ισχύει η καθορισμένη στο πιστοποιητικό χρονική ισχύς αλλά η προβλεπόμενη στις δια τάξεις αυτές του άρθρου 13.
19.—(1) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται ο απόπλους πλοίων, κυπριακών ή αλλοδαπών, που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 3(1) και (2) του παρόντος Νόμου, εφόσον διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 20 και 21 του παρόντος Νόμου.
(2) Αν κατά την επιθεώρηση του πλοίου η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει παράβαση κατά τα ανωτέρω, αυτή προβαίνει σε βεβαίωση της παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου, μέχρις ότου αποκατασταθεί η παράβαση, και εφό σον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί η χρηματική ποινή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 του παρόντος Νόμου.
(3) Τα έξοδα της επιθεώρησης του πλοίου για βεβαίωση της αποκατάστα σης της παράβασης, βαρύνουν το πλοίο και καταβάλλονται πριν την άρση της απαγόρευσης του απόπλου.
20.—(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάξει την κράτηση κυπριακού πλοίου που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3(1) του παρόντος Νόμου και την απαγόρευση του απόπλου, σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται κατόπιν επιθεωρήσεως του πλοίου, ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου, υπηρετεί επί του πλοίου ναυτικός που δεν κατέχει έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως και ότι η κατάσταση της υγείας του είναι τέτοια που να μην επιτρέπει τον απόπλου χωρίς σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια του πλοίου ή την υγεία των επιβαινόντων στο πλοίο.
(2) Η απαγόρευση του απόπλου δεν αίρεται μέχρις ότου αρθεί η παρά βαση, κατά τρόπο που ικανοποιεί την Αρμόδια Αρχή.
21.—(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάξει την επιθεώρηση αλλο δαπού πλοίου που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3(2) του παρόντος Νόμου, όταν το πλοίο αυτό ευρίσκεται σε λιμένα της Δημοκρατίας, προκειμέ νου να διαπιστώσει κατά πόσο οι υπηρετούντες στο πλοίο ναυτικοί κατέχουν έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως.
(2) Σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ένας ναυτικός δεν κατέχει έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως, η Αρμόδια Αρχή-
(α) Συντάσσει και αποστέλλει αναφορά του συμβάντος στην κυβέρνηση της χώρας στην οποία είναι νηολογημένο το πλοίο και αντίγραφο της αναφοράς στο Γενικό Διευθυντή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας· και
(β) όταν οι συνθήκες επί του πλοίου είναι προφανώς επικίνδυνες για την ασφάλεια του πλοίου ή την υγεία των επιβαίνοντων:
(i) λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο προς αποκατάσταση των συνθη κών αυτών και
(ii) διατάσσει την κράτηση του πλοίου και την απαγόρευση του απόπλου.
(3) Τα μέτρα που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (β) του προηγούμενου εδαφίου δύνανται να ληφθούν μόνο σε περιπτώσεις που το πλοίο προσεγγίζει σε λιμένα της Δημοκρατίας στα πλαί σια της συνήθους επιχειρηματικής του δραστηριότητας ή για επιχειρησιακούς λόγους.
(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή αποφασίσει τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, κοινοποιεί την απόφασή της, το ταχύτερο δυνατό, στην πλη σιέστερη ναυτιλιακή, προξενική ή διπλωματική αρχή της χώρας της σημαίας του πλοίου.
(5) Η Αρμόδια Αρχή ασκεί την κατά το άρθρο αυτό εξουσία της κατά τρόπο που να μην επάγεται υπέρμετρη κράτηση ή καθυστέρηση του πλοίου.
22.—(1) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής διάταξης, με χρηματική ποινή από διακόσια ευρώ (€200) μέχρι οχτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
(2) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στην Εταιρεία ή στον πλοίαρχο με αιτιολογημένη απόφαση της Αρμόδιας Αρχής που βεβαιώνει την παράβαση. Το ύψος της κατά περίπτωση επιβαλλόμενης ποινής θα καθορίζεται ενδεικτικά σε οδηγίες του Υπουργού στις οποίες θα περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τις αναλογούσες χρηματικές ποινές, χωρίς τούτο να περιορίζει, μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής , που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση, να αποφασίζει ελεύθερα με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
(3) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στον πλοίαρχο την περί επιβολής χρηματικής ποινής απόφασή της και δεν επιτρέπει άρση της κατά το προηγούμενο άρθρο απαγόρευσης απόπλου, μέχρις ότου καταβληθεί η χρηματική ποινή ή κατατεθεί τραπεζική εγγύηση ίσου ποσού, αναγνωρισμένης τράπεζας και με όρους που να ικανοποιούν την Αρμόδια Αρχή.
(4) Κατ' εξαίρεση, προκειμένου περί πλοίων που προσεγγίζουν τακτικά σε κυπριακούς λιμένες, ο απόπλους μπορεί να επιτραπεί χωρίς προηγουμένως να καταβληθεί η επιβληθείσα χρηματική ποινή ή να κατατεθεί η εγγύηση κατά τα ανωτέρω, με έγκριση του Υπουργού, για ένα μόνο πλουν, εάν επιτακτικοί συγκοινωνιακοί ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τούτο και είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη η έγκαιρη προσαγωγή τραπεζικής εγγύησης. Στην περίπτωση αυτή κατατίθεται προσωπική εγγύηση, ίσου ποσού, της Εταιρείας, του αντιπροσώπου της ή του πλοιάρχου.
(5) Κατά της απόφασης περί επιβολής χρηματικής ποινής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, προκειμένου περί παράβασης που βεβαιώνεται σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή εξήντα ημερών, προκειμένου περί παράβασης που βεβαιώνεται σε λιμένα της αλλοδαπής.
(6) Η κατά το προηγούμενο εδάφιο (4) προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
(7) Το ποσό της χρηματικής ποινής ή η τραπεζική εγγύηση καταπίπτει και περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία, αν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για την επιβολή της χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που κατά το εδάφιο (4) ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, από την κοινοποίηση της επί της προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
23.—(1) Διαπράττει αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ή με χρηματική ποινή μέχρι οχτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500), ή και με τις δύο αυτές ποινές, ο πλοίαρχος ο οποίος -
(α) Επιχειρεί τον απόπλου του πλοίου του κατά παράβαση απαγόρευσης απόπλου που επεβλήθη στο πλοίο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 ή 20 του παρόντος Νόμου· ή
(β) προσλαμβάνει, ανέχεται ή επιτρέπει την απασχόληση ναυτικού επί του πλοίου του κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου.
(2) Το ίδιο πιο πάνω αδίκημα διαπράττει η Εταιρεία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση των κατά το εδάφιο (1) αδικημάτων.
24. Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής της κατά το άρθρο 21 επιβαλλόμε νης χρηματικής ποινής, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρα τία.
25. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η κατά το άρθρο 22 και η κατά το άρθρο 23 επιβαλλόμενη χρηματική ποινή συνιστά επι βάρυνση επί του πλοίου σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα ή, ανά λογα με την περίπτωση, διαπιστώθηκε η παράβαση, η οποία ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κατά τάξης της τελευταίας υποθήκης.
26.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία προς έκδοση Κανονισμών για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, που κατά τον παρόντα Νόμο χρειάζε ται ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Οι Κανονισμοί, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύνα νται να προβλέπουν ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και τις δύο αυτές ποινές, για τα προβλεπόμενα στους Κανονισμούς αυτούς αδικήματα.
(3) Οι Κανονισμοί, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κατατί θενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση ή απόρριψη τους μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεση τους. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς ή η προθεσμία των εξήντα ημερών περάσει άπρακτη, οι Κανονισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από την ημέρα της δημο σίευσής τους.
27. Με τον παρόντα Νόμο καταργούνται οι ακόλουθες διατάξεις του περί της Συμβάσεως περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ελάχιστα Επίπεδα) του 1976 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1995 :
(α) Το Μέρος IV, άρθρα 15 έως 23·
(β) η παράγραφος (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 22· και
(γ) οι παράγραφοι (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 37.
28. Πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργούμενων διατάξεων, λογίζεται ως ισοδύναμο προς πιστοποιητικό που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου και θα εξα κολουθήσει να είναι έγκυρο και να ισχύει μέχρι της λήξεως της καθορισμένης εις αυτό χρονικής ισχύος, υποκείμενο στις διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου.