1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Ευθύνη Μεταφορέων) Νόμος του 2000.
2.—(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—
'κράτος μέλος' σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλο κράτος συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992 και κυρώθηκε με τον περί της Συμφωνίας Συμμετοχής της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο του 2004 και της Τελικής Πράξης (Κυρωτικό) Νόμο του 2004·
'μεταφορέας' σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει κατ' επάγγελμα τη μεταφορά προσώπων μέσω εναέριας ή θαλάσσιας οδού·
'τρίτη χώρα' σημαίνει χώρα που δεν αποτελεί κράτος μέλος.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, όροι ή φράσεις που χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο, έχουν την ίδια έννοια που αποδίδεται στους όρους ή τις φράσεις αυτές από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο (Κεφ. 105).
3.—(1) Ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενημερώνει τους μεταφορείς για τις προϋποθέσεις εισόδου και διέλευσης των υπηκόων τρίτων χωρών από τη Δημοκρατία.
(2) Οι μεταφορείς οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διαπιστώνουν ότι υπήκοος τρίτης χώρας που πρόκειται να μεταφερθεί ή να διέλθει από τη Δημοκρατία, είναι κάτοχος των ταξιδιωτικών εγγράφων και θεωρήσεων που απαιτούνται δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) όταν επιβιβάζεται στο πλοίο ή στο αεροσκάφος για το ταξίδι ή την πτήση προς τη Δημοκρατία.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), σε περίπτωση που ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης—
(α) Αρνείται την παραχώρηση άδειας εισόδου στη Δημοκρατία λόγω μη κατοχής των απαραίτητων ταξιδιωτικών εγγράφων ή της τυχόν απαιτούμενης θεώρησης, ή
(β) αρνείται την παραχώρηση άδειας διέλευσης σε διερχόμενο υπήκοο τρίτης χώρας και ο μεταφορέας ο οποίος έπρεπε να το μεταφέρει στη χώρα προορισμού του αρνείται να τον επιβιβάσει, ή οι αρχές του κράτους προορισμού έχουν απαγορεύσει την είσοδο του υπήκοου τρίτης χώρας και τον έχουν επαναφέρει στη Δημοκρατία μέσω της οποίας διήλθε,
ο μεταφορέας ο οποίος μετέφερε το εν λόγω πρόσωπο στα εξωτερικά σύνορα της Δημοκρατίας μέσω θαλάσσιας ή εναέριας συγκοινωνίας, υποχρεούται να τον επαναπροωθήσει και πάλι χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μετά από απαίτηση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στην τρίτη χώρα από την οποία το μετέφερε ή στην τρίτη χώρα που χορήγησε το ταξιδιωτικό έγγραφο με το οποίο διακινήθηκε ή σε κάθε άλλη τρίτη χώρα στην οποία είναι εξασφαλισμένη η είσοδος του.
(4) Σε περίπτωση που ο μεταφορέας αδυνατεί να εκτελέσει την επιστροφή του υπήκοου τρίτης χώρας στον οποίο απαγορεύεται η είσοδος ή η διέλευση, οφείλει μετά από απαίτηση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να εξεύρει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση άλλο μέσο για την περαιτέρω μεταφορά του εν λόγω προσώπου και να αναλάβει τις σχετικές δαπάνες ή σε περίπτωση που η άμεση περαιτέρω μεταφορά του υπηκόου τρίτης χώρας δεν είναι δυνατή, να αναλάβει τα έξοδα διαμονής και επιστροφής του εν λόγω υπήκοου τρίτης χώρας.
(5) Για οποιαδήποτε παράβαση από το μεταφορέα των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) μέχρι (4), επιβάλλεται από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διοικητικό πρόστιμο στον ιδιοκτήτη του πλοίου ή του αεροσκάφους ή στον ο αντιπρόσωπο αυτού στη Δημοκρατία σε περίπτωση που υπάρχει σύμβαση κάλυψης, το οποίο καθορίζεται στις ΛΚ 1.725 ανά μεταφερόμενο κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου πρόσωπο.
(6) Σε περίπτωση μη καταβολής του επιβληθέντος προστίμου αυτό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου, σε περίπτωση άρνησης του μεταφορέα να συμμορφωθεί με απαίτηση του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κατ' εφαρμογή των εδαφίων (3) και (4) ή άρνησής του να καταβάλει το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο, ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δύναται με αίτησή του σε αρμόδιο Δικαστήριο να ζητήσει την έκδοση διατάγματος ακινητοποίησης ή κατάσχεσης του μέσου μεταφοράς για όσο χρόνο ο μεταφορέας αρνείται να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του.
5.—(1) [Καταργήθηκε]
(2) Καμιά ευθύνη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δε δημιουργείται σε σχέση με οποιοδήποτε μεταφερθέν πρόσωπο για το οποίο ο ιδιοκτήτης του πλοίου ή του αεροσκάφους ή ο αντιπρόσωπος του ή ο πλοίαρχος ή ο κυβερνήτης του πλοίου ή του αεροσκάφους αποδεικνύει ότι το πρόσωπο αυτό έχει προσκομίσει σ' αυτόν ή σ' οποιοδήποτε υπάλληλο του το καθορισμένο στο άρθρο 3 έγγραφο ή έγγραφα κατά την επιβίβασή του στο πλοίο ή το αεροσκάφος για το ταξίδι ή την πτήση προς τη Δημοκρατία.
6. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ένα έγγραφο θεωρείται ότι είναι έγκυρο εκτός αν η πλαστότητά του είναι έκδηλη.
7. Η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν έχει εφαρμογή αναφορικά με πρόσωπα τα οποία είχαν ήδη επιβιβαστεί σε πλοίο ή αεροσκάφος προς τη Δημοκρατία πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του.
Διοικητικό πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.38(I)/2005] και δεν έχει εισπραχθεί μέχρι την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.38(Ι)/2005], εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.38(Ι)/2005].
Οι περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Ευθύνη Μεταφορέων) Νόμοι του 2000 και 2005 με τον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή τον Ν.146(I)/2007] καταργούνται.
11. Διοικητικό πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε από το Διευθυντή δυνάμει των καταργουμένων με το άρθρο 10 Νόμων [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 146(Ι)/2007], θεωρείται ως επιβληθέν και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 146(Ι)/2007].