1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμος του 2000.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«βασικός μισθός» σημαίνει το μισθό τον οποίο ο κρατικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει με βάση την καθορισμένη για τη θέση του με τον Προϋπολογισμό ή με ειδικό Νόμο μισθοδοτική κλίμακα ή πάγιο μισθό και περιλαμβάνει τις αυξήσεις των μισθών που παραχωρήθηκαν με τους περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις των Μισθών) Νόμους του 1981 έως 1984, τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1987, τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1990, τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1994 και τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1996.
«δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1999·
«δημόσια υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996 και περιλαμβάνει τη δικαστική υπηρεσία καθώς και υπηρεσία στις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Γενικού Ελεγκτή, του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους·
«Δύναμη» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου (όπως εκτίθεται στον Πίνακα του Νόμου 21 του 1964)·
«κρατικός υπάλληλος» σημαίνει αυτόν που κατέχει θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, ή στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία ή στη Δύναμη ή στο Στρατό είτε μόνιμα είτε προσωρινά είτε με αναπλήρωση·
«Στρατός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 έως 1997·
«σύνταξη» σημαίνει οποιαδήποτε ετήσια σύνταξη που πληρώνεται περιοδικά δυνάμει των Νόμων που βρίσκονται εκάστοτε σε ισχύ και αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων και περιλαμβάνει σύνταξη εξαρτωμένων
«σύνταξη εξαρτωμένων» σημαίνει σύνταξη που καταβάλλεται δυνάμει οποιουδήποτε από τους νόμους που βρίσκονται εκάστοτε σε ισχύ και αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων, στο χήρο, στη χήρα ή και τα τέκνα κρατικού υπαλλήλου ή συνταξιούχου που απεβίωσε·
«συνταξιούχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης του Νόμου αυτού είναι πολίτης της Δημοκρατίας και στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει οποιουδήποτε από τους Νόμους που βρίσκονται εκάστοτε σε ισχύ και αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων.
3.—(1) Ο βασικός μισθός των κρατικών υπαλλήλων αυξάνεται από την 1η Ιανουαρίου 1999 κατά ένα τοις εκατόν (1,00%) με κατώτατο ποσό αύξησης είκοσι δύο λίρες (£22) το χρόνο και από την 1η Ιανουαρίου 2000 κατά δύο τοις εκατόν (2,00%) με κατώτατο ποσό αύξησης σαράντα τέσσερις λίρες (£44) το χρόνο.
(2) Οι γενικές αυξήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του τιμαριθμικού επιδόματος και τον καθορισμό των συντάξιμων απολαβών για τους σκοπούς των Νόμων που αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων.
4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Νόμων που αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων, συντάξεις που χορηγήθηκαν σε συνταξιούχους κρατικούς υπαλλήλους κατά ή πριν την 1η Ιανουαρίου 1999, αυξάνονται από την 1η Ιανουαρίου 1999 με ποσό ίσο προς το ένα τοις εκατόν (1,00%) αυτών και από την 1η Ιανουαρίου 2000 με ποσό ίσο προς το δύο τοις εκατόν (2,00%) αυτών και συντάξεις που χορηγήθηκαν ή θα χορηγηθούν σε συνταξιούχους κρατικούς υπαλλήλους πριν ή κατά την 1η Ιανουαρίου 2009, αυξάνονται από την 1η Ιανουαρίου 2009, με ποσό ίσο προς ενάμισι τοις εκατόν (1.5%) αυτών.
5. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Νόμων που αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση που οποιοσδήποτε κρατικός υπάλληλος αφυπηρέτησε ή απεβίωσε μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1998 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998, το εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα που απορρέει από την αφυπηρέτηση ή το θάνατο του υπολογίζεται επί των συντάξιμων απολαβών του κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης ή του θανάτου του και αναθεωρείται από την 1η Ιανουαρίου 2000 με βάση συντάξιμες απολαβές υπολογιζόμενες επί μισθού αυξημένου κατά ένα τοις εκατόν (1,00%).