Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ελέγχου των Παραπλανητικών και Συγκριτικών Διαφημίσεων Νόμος του 2000.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«διαφήμιση» σημαίνει κάθε ανακοίνωση που γίνεται στα πλαίσια εμπορικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, με στόχο την προώθηση της προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της μεταβίβασης ή άλλης διάθεσης ακινήτων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, και οποιοδήποτε λειτουργό της Υπηρεσίας αυτής·

«Δικαστήριο» σημαίνει Πρόεδρο ή Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή οποιουδήποτε Επαρχιακού Δικαστηρίου·

«εμπορευόμενος» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου·

«ιδιοκτήτης κώδικα» σημαίνει κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός εμπορευομένου ή μιας ομάδας εμπορευομένων, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διατύπωση και την αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς ή/και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων έχουν αναλάβει να δεσμεύονται από αυτόν·

«παραπλανητική διαφήμιση» σημαίνει κάθε διαφήμιση η οποία με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης της παρουσίασής της, παραπλανεί ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων την αντίληψη περιέρχεται και η οποία, εξαιτίας του παραπλανητικού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή·

«πρόσωπο» σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

«συγκριτική διαφήμιση» σημαίνει διαφήμιση που κατονομάζει ρητά ή υπονοεί έναν ανταγωνιστή ή τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρονται από έναν ανταγωνιστή·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

2Α. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η προστασία των εμπορευομένων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειές της και τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση.

Κριτήρια παραπλανητικής διαφήμισης

3. Για να κριθεί αν μια διαφήμιση είναι παραπλανητική, λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία της και ιδίως οι ενδείξεις της σχετικά με-

(α) Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγαθών ή υπηρεσιών, όπως διαθεσιμότητα, φύση, εκτέλεση, σύνθεση, μέθοδος και ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, καταλληλότητα, χρήσεις, ποσότητα, προδιαγραφές, γεωγραφική καταγωγή ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση τους αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων των αγαθών ή των υπηρεσιών,

(β) την τιμή, τον τρόπο διαμόρφωσής της και τους όρους υπό τους οποίους παρέχονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες, όπως οι όροι πληρωμής ή πίστωσης, παράδοσης, ανταλλαγής, επιστροφής, επισκευής, συντήρησης και εγγύησης, και

(γ) την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του διαφημιζομένου, όπως η ταυτότητα και η περιουσία του, οι ικανότητες και η κατοχή δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, τα βραβεία και οι διακρίσεις του.

Προϋποθέσεις θεμιτής συγκριτικής διαφήμισης

4. Η συγκριτική διαφήμιση επιτρέπεται, όσον αφορά τη σύγκριση, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Δεν είναι παραπλανητική σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 ,6, και 7 του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου·

(β) συγκρίνει αγαθά ή υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους·

(γ) συγκρίνει κατά τρόπο αντικειμενικό ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιμα, και αντιπροσωπευτικά των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η τιμή·

(δ) δεν έχει ως συνέπεια τη δυσφήμιση ή την υποτίμηση των σημάτων, εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών σημείων, αγαθών, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων ή της κατάστασης ενός ανταγωνιστή·

(ε) για προϊόντα με ονομασία προέλευσης, αφορά σε κάθε περίπτωση προϊόντα με την ίδια ονομασία προέλευσης·

(στ) δεν επωφελείται αθέμιτα από τη φήμη σήματος, εμπορικής επωνυμίας ή άλλων διακριτικών σημείων ανταγωνιστή ή από τα δηλωτικά καταγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων·

(ζ) δεν παρουσιάζει ένα αγαθό ή μια υπηρεσία ως απομίμηση ή αντίγραφο αγαθού ή υπηρεσίας που φέρει σήμα κατατεθέν ή εμπορική επωνυμία·

(η) δε δημιουργεί σύγχυση μεταξύ εμπορευομένων, μεταξύ διαφημιστή και ανταγωνιστή ή μεταξύ των εμπορικών σημάτων, των εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών γνωρισμάτων, αγαθών ή υπηρεσιών του διαφημιστή και του ανταγωνιστή.

Σύγκριση σε ειδικές προσφορές

5. Κάθε σύγκριση που αναφέρεται σε ειδική προσφορά πρέπει να επισημαίνει με σαφή τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείες την ημερομηνία κατά την οποία λήγει η προσφορά ή, εφόσον χρειάζεται, ότι η ειδική προσφορά εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των αγαθών και υπηρεσιών, και, στην περίπτωση που η ειδική προσφορά δεν έχει αρχίσει ακόμη, την ημερομηνία έναρξης της περιόδου κατά την οποία ισχύουν η ειδική τιμή ή άλλοι ειδικοί όροι.

Εξέταση παραπλανητικών και μη επιτρεπόμενων συγκριτικών διαφημίσεων

6.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Διευθυντής έχει καθήκον προς το συμφέρον των καταναλωτών, των ανταγωνιστών και γενικότερα του κοινού να εξετάζει κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα κατά πόσο οποιαδήποτε διαφήμιση, είτε έχει δημοσιευθεί είτε επίκειται η δημοσίευσή της, είναι παραπλανητική ή μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση.

(2) Ο Διευθυντής, πριν εξετάσει κάποιο παράπονο σύμφωνα με το εδάφιο (1), δύναται να ζητήσει από τον παραπονούμενο να τον ικανοποιήσει ότι-

(α) Έχει προσφύγει σε σχέση με το ίδιο ή ουσιαστικά το ίδιο παράπονο για την εν λόγω διαφήμιση σε τέτοιους καθιερωμένους μηχανισμούς χειρισμού παραπόνων που ο Διευθυντής θεωρεί κατάλληλους, έχοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης· και

(β) έχει δοθεί εύλογη ευκαιρία για να τύχει χειρισμού το εν λόγω παράπονο με εκείνους τους μηχανισμούς· και

(γ) το παράπονο αυτό δεν έτυχε ικανοποιητικού χειρισμού με τη βοήθεια των μηχανισμών αυτών.

(3) Ο Διευθυντής κατά την άσκηση των εξουσιών που παρέχονται σ' αυτόν δυνάμει του παρόντος Νόμου, οφείλει να έχει υπόψη του-

(α) Όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον, και

(β) ότι είναι επιθυμητή η ενθάρρυνση του εκούσιου ελέγχου των διαφημίσεων από αυτόνομους οργανισμούς, συνδέσμους ή ενώσεις.

Εξέταση παραβάσεων και επιβολή ποινών

6Α.-(1) Αν ο Διευθυντής, κατά την εξέταση ή/και διερεύνηση παραπόνου ή/και αυτεπάγγελτης έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 6(1), διαπιστώσει οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέρ γειες, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά:

(α) Να διατάσσει ή να συστήνει στον παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανά ληψή της στο μέλλον ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης του Διευθυντή, να βεβαιώνει με απόφαση του τον τερματισμό της παράβασης ή/και

(β) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, μέχρι και εκατό χιλιάδες ευρώ, ( €100,000) ή/ και

(γ) να αποφασίζει, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, ότι θα οφείλε ται διοικητικό πρόστιμο από εκατό μέχρι και χίλια ευρώ, (€100 – €1000), για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα αυτής.

(2) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης, ο Διευθυντής δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντι του εμπορευόμενου από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.

Επιβολή διοικητικών προστίμων και άσκηση ιεραρχικής προσφυγής

6Β-(1) Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6Α(1) διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στον παραβάτη με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, αφού ο τελευταίος ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον παραβάτη ή εκπρόσωπο του να ακου στεί προφορικώς ή/και γραπτώς.

(2) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.

(3) Ο Υπουργός εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερόμενους ή δώσει την ευκαιρία σ’ αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους, αποφασίζει σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(4) Ο Υπουργός δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις:

(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,

(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,

(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση,

(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.

(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από το Διευθυντή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών, η οποία αρχίζει να μετράται από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (2)  του παρόντος άρθρου, από την επίδοση της απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής.

(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από το Διευθυντή διοικητικών προστίμων, αυτός λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Επίδοση της απόφασης

6Γ.-(1) Κάθε απόφαση του Διευθυντή ή του Υπουργού δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται να επιδοθεί σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο–

(α) με ιδιόχειρη παράδοση ή με την άφεση της απόφασης στην προσήκουσα διεύθυνση ή με την αποστολή της απόφασης δια συστημένου ταχυδρομείου ή

(β) αν το πρόσωπο αυτό είναι νομικό πρόσωπο, με επίδοση της απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο (α) στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή σ’ οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο ή

(γ) αν πρόκειται για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία, με  επίδοση του εγγράφου σύμφωνα  με την παράγραφο (α) σ’ έναν από τους εταίρους ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση  των εργασιών  της εταιρείας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η προσήκουσα διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου στο οποίο μπορεί να επιδοθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, εξαιρουμένων των επόμενων περιπτώσεων:

(α) στην περίπτωση επίδοσης σε νομικό πρόσωπο ή στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή στο διευθύνοντα σύμβουλό του, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου ή του κεντρικού γραφείου του νομικού προσώπου·

(β) στην περίπτωση επίδοσης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία ή σε εταίρο ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι το κεντρικό γραφείο της εταιρείας αυτής.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) το κεντρικό γραφείο ενός νομικού προσώπου εγγεγραμμένου εκτός της Δημοκρατίας ή μιας ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, η οποία  διεξάγει εργασία εκτός της Δημοκρατίας, θα είναι το κεντρικό γραφείο αυτής στη Δημοκρατία, αν υπάρχει τέτοιο γραφείο και σε αντίθετη περίπτωση, το κεντρικό γραφείο αυτής στη χώρα όπου το νομικό πρόσωπο ή ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία εδρεύει.

Τεκμηρίωση ισχυρισμών

6Δ. Κατά την εξέταση των ιεραρχικών προσφυγών, που προβλέπονται στο άρθρο 6Β, ο Υπουργός δύναται:

(α) Να ζητά από τον εμπορευόμενο να προσκομίσει, μέσα σε εύλογο υπό τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται στην υπόθεση, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του εμπορευόμενου και των λοιπών επηρεαζόμενων, ή/και

(β) να θεωρεί ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με την παράγραφο (α) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή από τον Υπουργό.

Ευθύνη αξιωματούχων, υπαλλήλων κλπ., νομικών προσώπων.

6Ε. Όταν οποιαδήποτε παράβαση δυνάμει του  παρόντος  Νόμου διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, συνενοχή ή έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο της προαναφερθείσας παράβασης.

Αιτήσεις στο Δικαστήριο από το Διευθυντή

7.—(1) Όταν ο Διευθυντής κατόπιν διερεύνησης σε σχέση με μια διαφήμιση δυνάμει του άρθρου 6(1) θεωρήσει ότι η διαφήμιση αυτή είναι παραπλανητική ή μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση δύναται, αν το κρίνει απαραίτητο, με αίτησή του στο Δικαστήριο με βάση τους εκάστοτε ισχύοντες Διαδικαστικούς Κανονισμούς που διέπουν τα της εναρκτήριας κλήσης (originating summons) να ζητήσει την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο πιστεύει ότι ενέχεται ή πιθανόν να ενέχεται με την έκδοση ή δημοσίευση της διαφήμισης.

(2) Ο Διευθυντής οφείλει να αιτιολογεί την απόφασή του αν θα υποβάλει ή μη αίτηση στο Δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση, για έκδοση διατάγματος όπως προβλέπεται ανωτέρω, σε σχέση με κάποια διαφήμιση που σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο οφείλει να εξετάσει.

Αιτήσεις στο Δικαστήριο από άτομα ή οργανισμούς

8. Δικαίωμα προσφυγής με αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου για την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου που ενέχεται ή πιθανόν να ενέχεται στην έκδοση ή δημοσίευση της διαφήμισης έχουν και άτομα ή νόμιμα συνεστημένοι οργανισμοί, οι οποίοι είτε δυνάμει νόμου είτε δυνάμει του καταστατικού τους θεμελιώνουν επαρκώς έννομο συμφέρον για την απαγόρευση της παραπλανητικής διαφήμισης ή τη ρύθμιση της συγκριτικής διαφήμισης.

Εξουσίες του Δικαστηρίου

9.—(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση, δυνάμει των άρθρων 7 ή 8, δύναται, τηρουμένων κατά τα λοιπά των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα με όρους τους οποίους θεωρεί απαραίτητους εφόσον ικανοποιηθεί ότι η διαφήμιση για την οποία υπεβλήθη η αίτηση είναι παραπλανητική ή μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση. Προτού εκδώσει τέτοιο διάταγμα το Δικαστήριο οφείλει να έχει υπόψη του όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον.

(2) Το εν λόγω διάταγμα δύναται να αφορά όχι μόνο τη συγκεκριμένη διαφήμιση αλλά και οποιαδήποτε διαφήμιση με παρόμοιους όρους ή που πιθανόν να μεταδίδει παρόμοια εντύπωση.

(3) Κατά την εξέταση αίτησης για τέτοιο διάταγμα, το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο που κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου ευθύνεται για την έκδοση ή τη δημοσίευση της διαφήμισης με την οποία σχετίζεται η αίτηση, να εφοδιάσει το Δικαστήριο με αποδεικτικά στοιχεία για την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που περιέχονται στη διαφήμιση, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων του διαφημιζομένου και των λοιπών μερών που συμμετέχουν στη διαδικασία. Σε περίπτωση συγκριτικής διαφήμισης το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει όπως ο διαφημιζόμενος προσκομίσει τις αποδείξεις αυτές σε βραχύ χρονικό διάστημα.

(4) Σε περίπτωση που δεν προσκομισθούν τα ζητηθέντα από το Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με το εδάφιο (3), ή αν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία θεωρηθούν ανεπαρκή, το Δικαστήριο δύναται να θεωρήσει τους πραγματικούς ισχυρισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (3) ως ανακριβείς.

(5) Στην περίπτωση που κρίνει τα μέτρα αυτά αναγκαία για την προστασία όλων των εμπλεκόμενων συμφερόντων και ιδιαίτερα του γενικού συμφέροντος, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει-

(α) Την άμεση παύση και /ή μη επανάληψη της παραπλανητικής διαφήμισης ή της μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, ή

(β) την απαγόρευσή της , αν η παραπλανητική διαφήμιση ή η μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, επίκειται όμως η δημοσίευση της, και/ή

(γ) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η περί ής η αίτηση παράβαση, και /ή

(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο που ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

(6) Το Δικαστήριο εκδίδει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα έστω και αν δεν αποδεικνύεται-

(α) Ζημιά ή πραγματική βλάβη σε οποιοδήποτε πρόσωπο από τη δημοσίευση της διαφήμισης, ή

(β) δόλος ή αμέλεια εκ μέρους του διαφημιζομένου.

(7) Επιπλέον, προκειμένου να εξαλειφθούν οι συνεχιζόμενες συνέπειες παραπλανητικής διαφήμισης ή μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, η παύση της οποίας έχει διαταχθεί με τελεσίδικη απόφαση, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει-

(α) Τη δημοσίευση ολόκληρης της απόφασης ή μέρους της με τη μορφή που κρίνει κατάλληλη, και

(β) τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης.

Εξουσίες του Διευθυντή να λαμβάνει και να αποκαλύπτει πληροφορίες

10.—(1) Για το σκοπό διευκόλυνσης της ενάσκησης των εξουσιών που παρέχονται σ' αυτόν δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής δύναται με γραπτή ειδοποίηση υπογραμμένη από αυτόν ή εκ μέρους του να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο να τον εφοδιάσει με τις πληροφορίες ή να προσκομίσει σ' αυτόν οποιαδήποτε έγγραφα που καθορίζονται ή περιγράφονται στην ειδοποίηση.

(2) Ειδοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (1) δύναται-

(α) Να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο και το χρόνο εντός του οποίου ο παραλήπτης δύναται να συμμορφωθεί, και

(β) να διαφοροποιηθεί ή ανακληθεί με μεταγενέστερη ειδοποίηση.

(3) Κανένα πρόσωπο δεν υποχρεούται να προσκομίσει ή να εφοδιάσει οποιοδήποτε έγγραφο ή πληροφορία την οποία σε δικαστική διαδικασία θα εδικαιούτο να αρνηθεί να προσκομίσει ή εφοδιάσει με το δικαιολογητικό του νόμιμου επαγγελματικού απορρήτου.

(4) Αν πρόσωπο παραλείψει να συμμορφωθεί με ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (1), το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης του Διευθυντή, να εκδώσει το προσήκον διάταγμα και να απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό να συμμορφωθεί. Το διάταγμα αυτό δύναται να προνοεί ότι όλα τα έξοδα ή το κόστος που προέκυψε από την αίτηση θα το επωμισθεί το πρόσωπο ή οι λειτουργοί της εταιρείας ή άλλης ένωσης που ευθύνονται για την παράλειψη αυτή.

(5) Χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων περί του αντιθέτου νομοθετημάτων, ο Διευθυντής δύναται αν κρίνει σκόπιμο, για τον έλεγχο παραπλανητικών ή συγκριτικών διαφημίσεων, να διαβιβάσει σε πρόσωπο οποιαδήποτε καταγγελία, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων σε σχέση με διαφήμιση ή να αποκαλύψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο πληροφορίες, ανεξάρτητα αν έχουν ληφθεί δυνάμει του εδαφίου (1) ή όχι.

(6) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου επιτρέπεται η αποκάλυψη πληροφοριών που λαμβάνονται από το Διευθυντή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος.

(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του αποκαλύπτει πληροφορίες, εκτός για σκοπούς νομικών διαδικασιών ή αναφορών σε σχέση με τέτοιες διαδικασίες ή έρευνες σχετικά με ποινικό αδίκημα, που έλαβε λόγω των εξουσιών που παρέχονται σ' αυτό δυνάμει του εδαφίου (1) χωρίς την έγκριση είτε του προσώπου που σχετίζεται με τις πληροφορίες αυτές, είτε, αν οι πληροφορίες σχετίζονται με επιχείρηση, του προσώπου που κατά τον κρίσιμο χρόνο ασχολείτο με την επιχείρηση, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις £500 ή και στις δύο αυτές ποινές.

(8) Ο Διευθυντής και τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 άτομα ή οργανισμοί δύνανται να μεριμνήσουν για τη διάδοση πληροφοριών και συμβουλών αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου τις οποίες αυτοί θεωρούν χρήσιμες για την εξυπηρέτηση του κοινού καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τις διατάξεις αυτού.

Επιφύλαξη τήρησης άλλων νόμων

11.—(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη τήρησης των διατάξεων άλλων νόμων περί διαφημίσεως συγκεκριμένων προϊόντων ή υπηρεσιών ή των περιορισμών ή των απαγορεύσεων σχετικά με τη διαφήμιση σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης.

(2) Δεν επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση για συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης εν ισχύι νομοθεσίας, απαγορεύεται η διαφήμιση για τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες. Όταν οι απαγορεύσεις αυτές περιορίζονται σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στα μέσα ενημέρωσης που δεν καλύπτονται από τις εν λόγω απαγορεύσεις.

(3) Η χρήση συγκρίσεων κατά τη διαφήμιση επαγγελματικών υπηρεσιών δύναται να απαγορεύεται ή περιορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης εν ισχύι νομοθεσίας.

Σημείωση
5 του Ν.98(I)/2007Έναρξη της ισχύος του Ν.98(I)/2007

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.98(I)/2007] τίθεται σε ισχύ στις 12 Δεκεμβρίου 2007.

Σημείωση
74 του Ν. 112(Ι)/2021Κατάργηση Νόμων

74. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 75, από την ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, καταργούνται, οι ακόλουθοι Νόμοι:

(α) Ο περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμος∙

(β) Ο περί Ελέγχου των Παραπλανητικών και Συγκριτικών Διαφημίσεων Νόμος∙

(γ) Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος∙

(δ) Ο περί των Δικαιωμάτων των Καταναλωτών Νόμος∙

(ε) O περί της Αναγραφής της Τιμής Πώλησης και της Μοναδιαίας Τιμής των Προϊόντων που προσφέρονται στους Καταναλωτές Νόμος∙(στ) Ο περί Ορισμένων Πτυχών της Πώλησης Καταναλωτικών Αγαθών και των Συναφών Εγγυήσεων Νόμος∙

(ζ) Ο περί των Προϋποθέσεων Πώλησης των Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμος.

Σημείωση
75 του Ν. 112(Ι)/2021Μεταβατικές διατάξεις

75.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται αναφορικά και με συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, οποιεσδήποτε συμβάσεις συνήφθησαν πριν από την έναρξη της ισχύος των καταργηθέντων, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 74, Νόμων, δεν εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Διοικητικές έρευνες και λοιπές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου διέπονται από το προϊσχύον νομικό καθεστώς.

(3) Κανονισμοί που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των Νόμων που καταργούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν αντιτίθενται σε διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι αναφορές των ως άνω Κανονισμών σε διατάξεις των καταργούμενων νόμων θα θεωρούνται ως αναφορές στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος Νόμου.