49.—(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.
(2) Σε οποιαδήποτε περίπτωση που, για οποιαδήποτε καθορισμένη φορολογική περίοδο, έχει καταβληθεί ή πιστωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο—
(α) Ως επιστροφή Φ.Π.Α., ή
(β) ως πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., οφειλόμενο προς αυτό, οποιοδήποτε ποσό που δεν έπρεπε να καταβληθεί ή πιστωθεί, ή που δε θα έπρεπε να καταβληθεί ή πιστωθεί αν τα γεγονότα ήταν γνωστά ή αν ήταν όπως παρουσιάζονται εκ των υστέρων να είναι, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το ποσό αυτό ως Φ.Π.Α. οφειλόμενο από το πρόσωπο για εκείνη την περίοδο και να γνωστοποιήσει το ποσό σε αυτό το πρόσωπο.
(3) Ποσό το οποίο—
(α) Είχε καταβληθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ως οφειλόμενο σε αυτό ως πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., και
(β) λόγω της ακύρωσης της εγγραφής του εν λόγω προσώπου δυνάμει της παραγράφου 13(2) μέχρι 4 του Μέρους Ι, παραγράφου 6(2) του Μέρους ΙΙ ή παραγράφου 6(2) ή (3) του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, δεν έπρεπε να του είχε καταβληθεί, μπορεί να βεβαιωθεί δυνάμει του εδαφίου (2) πιο πάνω, ανεξάρτητα από το γεγονός της ακύρωσης.
(4) Όταν βεβαιώνεται Φ.Π.Α. δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) πιο πάνω σε σχέση με την ίδια καθορισμένη φορολογική περίοδο, οι βεβαιώσεις μπορεί να συνδυαστούν και να γνωστοποιηθούν προς το πρόσωπο στο οποίο αφορούν ως μία βεβαίωση.
(5) Όταν από πρόσωπο που παραλείπει να υποβάλει φορολογική δήλωση, ή που υποβάλλει φορολογική δήλωση την οποία ο Έφορος κρίνει ελλιπή ή ανακριβή, απαιτείτο να υποβάλει τη φορολογική δήλωση ως προσωπικός αντιπρόσωπος, διαχειριστής πτώχευσης, παραλήπτης, διαχειριστής, εκκαθαριστής ή πρόσωπο που ενεργεί διαφορετικά υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα σε σχέση με άλλο πρόσωπο, τότε το εδάφιο (1) πιο πάνω εφαρμόζεται ως εάν η αναφορά στο Φ.Π.Α. τον οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο να περιελάμβανε αναφορά στο Φ.Π.Α. τον οφειλόμενο από το άλλο πρόσωπο.
(6) Όταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, στα πλαίσια ή για προώθηση επιχείρησης που ασκεί—
(α) Έχει αποκτήσει οποιαδήποτε αγαθά που του παραδόθηκαν, έχει αποκτήσει οποιαδήποτε αγαθά από άλλο κράτος μέλος ή έχει αποκτήσει διαφορετικά την κατοχή ή τον έλεγχο οποιωνδήποτε αγαθών, ή
(β) έχει εισαγάγει οποιαδήποτε αγαθά από τόπο εκτός των κρατών μελών,
τότε ο Έφορος μπορεί να αξιώσει από αυτό το πρόσωπο όπως από καιρό σε καιρό δίδει λογαριασμό για τα αγαθά˙ και αν αποτύχει να αποδείξει ότι τα αγαθά έχουν παραδοθεί ή είναι διαθέσιμα να παραδοθούν ή ότι έχουν εξαχθεί ή με άλλο τρόπο μεταφερθεί από τη Δημοκρατία χωρίς να εξαχθούν ή μεταφερθούν τοιουτοτρόπως με μορφή παράδοσης ή ότι έχουν απωλεσθεί ή καταστραφεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του και να γνωστοποιήσει σε αυτό το πρόσωπο το ποσό του Φ.Π.Α. που θα ήταν επιβλητέο σε σχέση με την παράδοση των αγαθών αν είχαν παραδοθεί από αυτό.
(6Α) Όταν φορολογικός αποθηκευτής παραλείψει να καταβάλει τον Φ.Π.Α. που απαιτείται από τον Έφορο δυνάμει του άρθρου 13Ε(2), ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.
(6Β) Όταν ο Έφορος κρίνει ότι αγαθά έχουν μετακινηθεί από αποθήκη ή φορολογική αποθήκη χωρίς την πληρωμή του καταβλητέου Φ.Π.Α. δυνάμει του άρθρου 13Δ(4) επί αυτής της μετακίνησης, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από το πρόσωπο που μετακίνησε τα αγαθά ή άλλο πρόσωπο υπόχρεο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.
(7) Σε οποιαδήποτε περίπτωση που—
(α) Ως αποτέλεσμα της παράλειψης προσώπου να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο, ο Έφορος έχει εκδώσει βεβαίωση δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω για εκείνη την περίοδο,
(β) ο Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε έχει καταβληθεί αλλά δεν έχει υποβληθεί κανονική φορολογική δήλωση για την περίοδο την οποία αφορούσε η βεβαίωση, και
(γ) ως αποτέλεσμα της παράλειψης να υποβληθεί φορολογική δήλωση για μεταγενέστερη καθορισμένη φορολογική περίοδο, η οποία είναι παράλειψη από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πιο πάνω ή πρόσωπο που ενεργεί υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα σε σχέση με αυτό, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (5) πιο πάνω, ο Έφορος κρίνει αναγκαίο να εκδώσει άλλη βεβαίωση δυνάμει του εδαφίου (1)πιο πάνω, τότε, αν ο Έφορος το κρίνει σκόπιμο, έχοντας υπόψη την παράλειψη που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πιο πάνω, δύναται να καθορίσει στη βεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) πιο πάνω ποσό Φ.Π.Α. μεγαλύτερο από εκείνο που διαφορετικά θα θεωρούσε να είναι κατάλληλο.
(7Α) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο, όπως καθορίζεται στο άρθρο 45(7) ή σε κανονισμούς που εκδίδονται με βάσει το άρθρο 42(12), εκδίδει τιμολόγιο ή απόδειξη που δείχνει ποσό ότι είναι Φ.Π.Α. ή ότι περιλαμβάνει ποσό αποδοτέο ως Φ.Π.Α., τότε ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το ποσό αυτό που φαίνεται ως Φ.Π.Α. ή, ανάλογα με την περίπτωση, που λαμβάνεται ότι αντιπροσωπεύει Φ.Π.Α., ως Φ.Π.Α. οφειλόμενο από το πρόσωπο που εκδίδει ή ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνει το τιμολόγιο ή την απόδειξη και να γνωστοποιήσει το ποσό σε αυτό το πρόσωπο:
(7Β) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο εξασφαλίζει χωρίς να δικαιούται ποσό:
(α) Επιστροφής φόρου σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 12Δ(5).
(β) επιστροφή φόρου δυνάμει του άρθρου 27 ή 30Α του παρόντος Νόμου ή του άρθρου 31 του Νόμου του 1990· και
(γ) επιστροφής φόρου δυνάμει του άρθρου 30,
τότε ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το ποσό αυτό ως Φ.Π.Α. οφειλόμενο από το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό σε αυτό το πρόσωπο.
(7Γ) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 45(7Α), παραδίδει ή ετοιμάζει ανακριβές πιστοποιητικό, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει -
(α) στην περίπτωση του εδαφίου (7Α)(α), τη διαφορά μεταξύ –
(i) του ποσού του Φ.Π.Α. το ποίο θα ήταν επιβλητέο επί της συναλλαγής ή συναλλαγών αν το πιστοποιητικό ήταν ακριβές· και
(ii) του ποσού του Φ.Π.Α. που πράγματι είναι επιβλητέο.
(β) στην περίπτωση του εδαφίου (7Α)(β), το ποσό του Φ.Π.Α. που πράγματι είναι επιβλητέο επί της απόκτησης,
ως Φ.Π.Α. οφειλόμενο από το πρόσωπο που, ανάλογα με την περίπτωση ή ετοιμάζει το πιστοποιητικό και να γνωστοποιήσει το ποσό σε αυτό το πρόσωπο.
(8) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει των εδαφίων (1), (2), (3), (6), (6Α), (6Β), (7Α), (7Β) ή (7Γ) πιο πάνω, τότε αυτό θεωρείται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου για ενστάσεις, ως ποσό Φ.Π.Α. οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και μπορεί να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν, και κατά την έκταση που, η βεβαίωση έχει εκ των υστέρων ανακληθεί ή τροποποιηθεί με μείωση του ποσού.
(9) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε γνωστοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή πρόσωπο που ενεργεί διαφορετικά όπως αναφέρεται πιο πάνω, θεωρείται ως γνωστοποίηση στο πρόσωπο σε σχέση με το οποίο ενεργεί τοιουτοτρόπως.
49Α.-(1) Όταν πρόσωπο το οποίο έχει, σε χρόνο που δεν ήταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, αποκτήσει στη Δημοκρατία οποιαδήποτε αγαθά από άλλο κράτος μέλος που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης ή αφορούν καινούργια μεταφορικά μέσα και -
(α) δεν έχει επιδοθεί στον Έφορο ειδοποίηση για αυτή την απόκτηση, είτε πριν είτε μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, από το πρόσωπο που απαιτείται σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 1(2Β) του Δέκατου Παραρτήματος.
(β) ο ΄Εφορος δεν ικανοποιείται ότι τα στοιχεία αναφορικά με την απόκτηση σε οποιαδήποτε ειδοποίηση που του έχει επιδοθεί είναι ακριβή και πλήρη· ή
(γ) υπάρχει παράλειψη στον εφοδιασμό του Εφόρου με τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να επιβεβαιώσει τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε οποιανδήποτε τέτοια ειδοποίηση,
τότε ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό αυτό ως Φ.Π.Α. οφειλόμενο επί της απόκτησης και να γνωστοποιήσει τη βεβαίωση στο πρόσωπο αυτό.
(2) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει του παρόντος άρθρου, τότε αυτό θεωρείται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου για ενστάσεις ως ποσό Φ.Π.Α. οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και μπορεί να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν, η εξαιρουμένης της έκτασης που, η βεβαίωση έχει εκ των υστέρων ανακληθεί ή τροποποιηθεί με μείωση του ποσού.
(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε γνωστοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή πρόσωπο που ενεργεί διαφορετικά υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα σε σχέση με το πρόσωπο που πραγματοποιεί την εν λόγω απόκτηση, θεωρείται ως γνωστοποίηση στο πρόσωπο σε σχέση με το ποίο ενεργεί τοιουτοτρόπως.
50.—(1) Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 49 ή 49Α δεν εκδίδεται μετά την πάροδο έξι ετών από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου ή εισαγωγής ή απόκτησης την οποία αφορά.
(2) Τηρουμένου του εδαφίου (3) πιο κάτω, αν έχει απωλεσθεί Φ.Π.Α. ως αποτέλεσμα δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης του προσώπου του υπόχρεου στο φόρο, τότε μπορεί να εκδοθεί βεβαίωση ως εάν η αναφορά σε έξι έτη στο εδάφιο (1) ήταν αναφορά σε δώδεκα έτη.
(3) Αν ο Έφορος κρίνει ότι το ποσό που έπρεπε να βεβαιωθεί δυνάμει του άρθρου 49 ή 49Α υπερβαίνει το ποσό που βεβαιώθηκε, τότε, την ή πριν την τελευταία ημέρα κατά την οποία η βεβαίωση θα μπορούσε να εκδοθεί, ο Έφορος δύναται να εκδώσει συμπληρωματική βεβαίωση για το επιπλέον ποσό και να γνωστοποιήσει το ποσό στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων του παρόντος άρθρου, αν—
(α) Βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 49 ή 49Α˙ ή
(β) απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου η οποία αφορά ένσταση για βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 49 ή 49Α, κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρη από το Διοικητικό Δικαστήριο ή από το Ανώτατο Δικαστήριο σε έφεση δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και παρίσταται ανάγκη επανεξέτασης, ο Έφορος δύναται να εκδώσει νέα βεβαίωση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου.