51.—(1) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει (είτε πριν είτε μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου) καταβάλει ποσό στον Έφορο ως Φ.Π.Α. το οποίο δεν ήταν Φ.Π.Α. οφειλόμενος, τότε ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει στο πρόσωπο αυτό το εν λόγω ποσό.
(2) Ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει ποσό δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνο αν υποβληθεί σχετική απαίτηση.
(3) Ο Έφορος δύναται να αρνηθεί να ικανοποιήσει απαίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου αν η επιστροφή οποιουδήποτε ποσού θα πλούτιζε αδικαιολόγητα το πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση.
(4) Κανένα ποσό δεν μπορεί να απαιτηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου ύστερα από την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε, εκτός στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το εδάφιο (5) πιο κάτω.
(5) Όταν ποσό έχει καταβληθεί στον Έφορο λόγω λάθους, η απαίτηση για την επιστροφή του ποσού δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία το πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση ανακάλυψε το λάθος ή θα μπορούσε με λογική επιμέλεια να το ανακαλύψει.
(6) Οποιαδήποτε απαίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου, υποβάλλεται στον τύπο και με τον τρόπο που καθορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο με Κανονισμούς και υποστηρίζεται με έγγραφες αποδείξεις˙ Κανονισμοί δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιπτώσεις.
(7) Εκτός όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ο Έφορος δεν είναι υπόχρεος να επιστρέψει ποσό που καταβλήθηκε σε αυτόν ως Φ.Π.Α. εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν ήταν Φ.Π.Α. οφειλόμενος σε αυτόν.
51Α.-(1) Ένσταση δύναται να υποβληθεί προς τον Έφορο αναφορικά με οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που έχει βεβαιωθεί και γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και αυτή δεν εξετάζεται αν υποβληθεί μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης του ποσού Φ.Π.Α. που έχει βεβαιωθεί.
(2) Όταν ο Έφορος υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει μια ένσταση που υποβλήθηκε με βάση το εδάφιο (1), η απόφασή του επί της ένστασης περιλαμβάνει ρητώς τους λόγους στους οποίους βασίστηκε και πληροφορεί το πρόσωπο που υπέβαλε την ένσταση -
(α) για το δικαίωμα του -
(i) Να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο· ή
(ii) να υποβάλει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, οπότε εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν οι διατάξεις του άρθρου 52.
(β) για χρονικά πλαίσια μέσα στα οποία τα προαναφερόμενα δικαιώματα δύνανται να ασκηθούν.