18.—(1) Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κώδικες πρακτικής οι οποίοι περιέχουν αρχές και οδηγίες τις οποίες η Επιτροπή κρίνει χρήσιμες και αναγκαίες για οποιοδήποτε θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητές της.
(2) Οι κώδικες υποβάλλονται από την Επιτροπή στον Υπουργό για έγκριση και στη συνέχεια στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς ενημέρωση.
(3) Οι κώδικες εκδίδονται με διάταγμα του Υπουργού και τίθενται σε εφαρμογή μετά τη δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας η οποία γίνεται τουλάχιστο δέκα μέρες μετά την κατάθεσή τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
19.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) παράλειψη οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη κώδικα δε συνιστά αφ' εαυτής ποινικό αδίκημα.
(2) Στις περιπτώσεις όπου το πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη κώδικα είναι δημόσιος λειτουργός και η παράλειψη σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων του, η εν λόγω παράλειψη συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Για σκοπούς του εδαφίου αυτού, δημόσιος λειτουργός σημαίνει δημόσιο λειτουργό όπως ερμηνεύεται στον Ποινικό Κώδικα:
Νοείται ότι η Επιτροπή κατά την ετοιμασία των κωδίκων δύναται να εξαιρέσει ορισμένους κώδικες ή μέρη αυτών από τις διατάξεις του εδαφίου αυτού.
(3) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) η παράλειψη συμμόρφωσης με οποιαδήποτε διάταξη κώδικα συνιστά αποδεικτικό στοιχείο σε οποιαδήποτε διαδικασία που σχετίζεται με πράξεις κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος ή άλλου συναφούς Νόμου.
20.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με πρόταση της Επιτροπής, να εκδίδει κανονισμούς για καλύτερη εφαρμογή του Νόμου αυτού οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς έγκριση.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής να μετατρέπει και εκδίδει οποιοδήποτε κώδικα ή μέρος αυτού σε Κανονισμούς τους οποίους ακολούθως καταθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς έγκριση.
(3) Στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου αυτού δύναται να περιληφθεί πρόνοια σύμφωνα με την οποία τα αδικήματα που διαπράττονται κατά παράβαση των κανονισμών να τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή μέχρι £1.000 ή και με τις δυο αυτές ποινές.