4.—(1) Το Δικαστήριο δύναται, είτε ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε των μερών σε ποινική διαδικασία είτε αυτεπάγγελτα, να διατάξει όπως μάρτυρας θεωρηθεί ως μάρτυρας που χρήζει βοηθείας δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν το Δικαστήριο διατάξει όπως μάρτυρας θεωρηθεί ότι χρήζει βοηθείας, το Δικαστήριο καθορίζει τα μέτρα τα οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, θα βελτιώσουν την ποιότητα της μαρτυρίας που θα δοθεί από το μάρτυρα και διατάσσει, δυνάμει του παρόντος άρθρου, τα μέτρα τα οποία θα εφαρμοστούν αναφορικά με τη μαρτυρία που θα δοθεί από το μάρτυρα.
(3) Όταν εκδίδεται από το Δικαστήριο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2), τα ειδικά μέτρα θα ισχύουν από της εκδόσεως του διατάγματος μέχρι περατώσεως της διαδικασίας για τους σκοπούς της οποίας εκδόθηκε, ή της διαφοροποίησης ή ακύρωσης του διατάγματος από το Δικαστήριο, αν τούτο κρίνει ότι αυτό απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.
5.—(1) Κατά την εκδίκαση αδικημάτων και για τους σκοπούς της προστασίας μαρτύρων που χρήζουν βοηθείας, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως-
(α) Ολόκληρη ή μέρος της υπόθεσης εκδικαστεί κεκλεισμένων των θυρών· και
(β) η κατάθεση οποιουδήποτε μάρτυρα που χρήζει βοηθείας ή άλλου προσώπου, η κατάθεση του οποίου ενδέχεται να επηρεαστεί δυσμενώς, ληφθεί στην απουσία του κατηγορουμένου αφού δοθούν οδηγίες και γίνουν οι αναγκαίες διευθετήσεις ώστε ο κατηγορούμενος να λαμβάνει γνώση της κατάθεσης του εν λόγω μάρτυρα και αντεξετάζει αυτόν.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) το Δικαστήριο δύναται, ιδιαίτερα για σκοπούς προστασίας των μαρτύρων, να διατάξει-
(α) Την τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού· ή
(β) τη χρήση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης· ή
(γ) χρήση οποιουδήποτε άλλου μέσου ή συστήματος,
κατά τρόπο που ο κατηγορούμενος να μην είναι ορατός από το μάρτυρα και αντίστροφα.
(3) Για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου το Δικαστήριο πρέπει, στις πιο πάνω περιπτώσεις, να ικανοποιείται ότι έγιναν οι κατάλληλες τεχνολογικές και άλλες διευθετήσεις και ότι λήφθηκαν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε ο κατηγορούμενος να δύναται να παρακολουθεί ακουστικά τη διαδικασία και να δίνει οδηγίες στο δικηγόρο του.
6. Όταν το Δικαστήριο διατάξει την τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού το οποίο να παρεμποδίζει τη θέα του κατηγορουμένου από το μάρτυρα κατά τη διάρκεια που αυτός δίνει μαρτυρία ή ορκίζεται, το διαχωριστικό αυτό δεν πρέπει να παρεμποδίζει τη θέα του μάρτυρα από το Δικαστήριο, τους δικηγόρους των διαδίκων και οποιοδήποτε μεταφραστή ή άλλο πρόσωπο που ορίστηκε για να βοηθά το μάρτυρα.
7. (1) Όταν το Δικαστήριο διατάξει όπως η μαρτυρία του μάρτυρα που χρήζει βοηθείας δοθεί μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, ο μάρτυρας ενώ απουσιάζει από την αίθουσα του Δικαστηρίου πρέπει να βλέπει και ακούει τα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου, όπως και τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 6 πρέπει να δύνανται να βλέπουν και να ακούσουν το μάρτυρα.
(2) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) περίπτωση η μαρτυρία του μάρτυρα που χρήζει βοηθείας δύναται να δοθεί είτε σε άλλη αίθουσα εντός του χώρου του δικαστηρίου, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε κτηρίου βρίσκεται στο προάυλιο του δικαστηρίου, είτε σε άλλο χώρο που κρίνεται κατάλληλος από το Δικαστήριο.
8.—(1) Όταν το Δικαστήριο διατάξει την εκδίκαση της υπόθεσης κεκλεισμένων των θυρών, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως μη παραβρίσκεται στο Δικαστήριο οποιοδήποτε πρόσωπο που θα καθορίσει το Δικαστήριο.
(2) Το Δικαστήριο δε δύναται να αποκλείσει τον κατηγορούμενο, τους δικηγόρους των διαδίκων και οποιοδήποτε μεταφραστή ή άλλο πρόσωπο που ορίστηκε για να βοηθά το μάρτυρα.
9.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται να κάνει δεκτή ως κυρίως εξέταση την οπτικογραφημένη κατάθεση μάρτυρα ο οποίος χρήζει βοηθείας.
(2) Το Δικαστήριο δε θα αποδέχεται την οπτικογραφημένη κατάθεση ή μέρος της αν, κατά τη γνώμη του, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, η αποδοχή της δε θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
(3) Το Δικαστήριο δε θα αποδέχεται την οπτικογραφημένη κατάθεση δυνάμει του εδαφίου (1) εκτός αν-
(α) Η οπτικογράφηση αφορά την υπό εκδίκαση υπόθεση·
(β) ο μάρτυρας του οποίου η οπτικογραφημένη κατάθεση έγινε αποδεκτή είναι δυνατό να εμφανιστεί στο Δικαστήριο για αντεξέταση, αν τούτο ζητηθεί·
(γ) τηρήθηκαν οι κανόνες λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης που αναφέρονται στο άρθρο 10·
(δ) παρουσιάζεται μαζί με την οπτικογραφημένη κατάθεση απομαγνητοφωνημένη και ηχητική ζώνη της οπτικογράφησης.
10. Οι κανόνες λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης είναι οι ακόλουθοι:
(α) Αναφέρεται ή αναγράφεται πριν από την έναρξη της κατάθεσης το όνομα, διεύθυνση, επάγγελμα και ιδιότητα του προσώπου που παίρνει την κατάθεση, καθώς επίσης και του προσώπου που χειρίζεται τη συσκευή οπτικογράφησης·
(β) αναφέρεται ή αναγράφεται ο τόπος, ημερομηνία και ώρα έναρξης της κατάθεσης, καθώς επίσης και η ώρα λήξης της κατάθεσης·
(γ) αναφέρεται ή αναγράφεται το όνομα, διεύθυνση και επάγγελμα του προσώπου που δίνει την κατάθεση·
(δ) καταγράφεται δήλωση του προσώπου που λαμβάνει την κατάθεση προς το πρόσωπο που δίνει την κατάθεση ότι αυτή θα οπτικογραφηθεί και ότι δυνατό να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο ως μαρτυρία και δήλωση του προσώπου που δίνει την κατάθεση ότι συγκατατίθεται στη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης:
(ε) την οπτικοταινία παρουσιάζει ο χειριστής της συσκευής οπτικογράφησης και επιβεβαιώνει ενόρκως ότι η οπτικογράφηση αποδίδει πιστώς την κατάθεση και ότι δεν έχει αφαιρεθεί ή προστεθεί οτιδήποτε σε ό,τι λέχθηκε κατά την οπτικογράφηση και ότι δεν έγινε οποιαδήποτε άλλη αλλοίωση της οπτικογράφησης·
(στ) αντίγραφο της απομαγνητοφωνημένης και δακτυλογραφημένης ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας στην οποία καταγράφηκε η κατάθεση δίνεται στο πρόσωπο που καταθέτει ή, στην περίπτωση που το πρόσωπο που καταθέτει είναι ανήλικο, στο πρόσωπο που έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τους σκοπούς της παραγράφου (δ).
11. Όταν γίνεται αποδεκτή δυνάμει του παρόντος Νόμου η οπτικογραφημένη κατάθεση-
(α) Ο μάρτυρας δε θα υπόκειται σε κυρίως εξέταση αναφορικά προς οποιοδήποτε θέμα το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, καλύπτεται από την οπτικογραφημένη κατάθεση· και
(β) ο μάρτυρας θα τίθεται στη διάθεση της άλλης πλευράς για αντεξέταση.
12.—(1) Όταν γίνει αποδεκτή ως η κυρίως εξέταση η οπτικογραφημένη κατάθεση μάρτυρα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει-
(α) Όπως η αντεξέταση του μάρτυρα και η επανεξέταση οπτικογραφηθεί· και
(β) η εν λόγω οπτικογράφηση γίνει αποδεκτή ως η μαρτυρία του μάρτυρα.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) οπτικογράφηση πρέπει να γίνεται στην παρουσία των προσώπων των οποίων θα διατάξει το Δικαστήριο να γίνει οπτικογράφηση, ώστε-
(α) Το Δικαστήριο και οι δικηγόροι των διαδίκων να δύνανται να βλέπουν και ακούουν την εξέταση του μάρτυρα και να επικοινωνούν με τα πρόσωπα στην παρουσία των οποίων γίνεται η οπτικογράφηση· και
(β) ο κατηγορούμενος να δύναται να βλέπει και να ακούει την εν λόγω αντεξέταση ή επανεξέταση και να επικοινωνεί με το δικηγόρο του.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να αποκλείσει την οπτικογράφηση της αντεξέτασης ή επανεξέτασης αν, κατά τη γνώμη του, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του εδαφίου (2).
(4) Ο μάρτυρας του οποίου η αντεξέταση ή επανεξέταση οπτικογραφήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου δε θα καλείται σε περαιτέρω αντεξέταση ή επανεξέταση, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει την περαιτέρω αντεξέταση ή επανεξέτασή του.
(5) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τη δυνάμει του εδαφίου (4) περαιτέρω αντεξέταση ή επανεξέταση αν κρίνει ότι τούτο είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
13.—(1) Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης για παρουσίαση οπτικογραφημένης κατάθεσης μάρτυρα που χρήζει βοηθείας, δύναται, αν κατά τη γνώμη του το συμφέρον της δικαιοσύνης αυτό απαιτεί, να διατάξει όπως ορισμένα μέρη της οπτικογράφησης μη γίνουν αποδεχτά ως μαρτυρία.
(2) Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσίας του να αποκλείσει μέρος της οπτικογραφημένης κατάθεσης, θα λαμβάνει υπόψη του την πιθανή βλάβη που δυνατό να γίνει στον κατηγορούμενο, ή σε οποιοδήποτε κατηγορούμενο αν οι κατηγορούμενοι είναι πέραν του ενός, και κατά πόσο αυτή είναι μεγαλύτερη από την ωφελιμότητα παρουσίασης της οπτικογραφημένης κατάθεσης ή μέρους αυτής.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως μέρη της οπτικογραφημένης κατάθεσης ή της δακτυλογραφημένης απομαγνητοφώνησης της ηχητικής ζώνης της οπτικοταινίας διαγραφούν, αν ήθελε κρίνει ότι αυτά δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία ή αν κρίνει τούτο σκόπιμο κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (2) του άρθρου 9.
14.—(1) Τα εδάφια (2), (3) και (4) εφαρμόζονται στη μαρτυρία μάρτυρα που χρήζει βοηθείας, η οποία δε δόθηκε από το μάρτυρα προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου.
(2) Η κατάθεση θα λογίζεται ως γενομένη από το μάρτυρα προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια-
(α) Αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία οποιουδήποτε γεγονότος για το οποίο θα ήταν αποδεκτή άμεση προφορική μαρτυρία· και
(β) δε δύναται να ενισχύσει τη μαρτυρία του ίδιου μάρτυρα.
(3) Το εδάφιο (2) εφαρμόζεται σε καταθέσεις που έγιναν δεκτές παρόλο ότι ο μάρτυρας δεν έχει ορκιστεί και παρόλο ότι θα απαιτείτο να δοθούν ενόρκως αν ο μάρτυρας έδιδε άμεση προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.
(4) Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της κατάθεσης το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις από τις οποίες εύλογα μπορεί να συνάγει συμπεράσματα.
(5) Τίποτε στον παρόντα Νόμο, εκτός από τις πρόνοιες του εδαφίου (3), δε θα επηρεάζει την εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου που αφορά τη μαρτυρία σε ποινικές υποθέσεις.
15.—(1) Απαγορεύεται η δημοσίευση ή η με οποιοδήποτε τρόπο αποκάλυψη του ονόματος προσώπου εναντίον του οποίου διαπράχθηκε αδίκημα κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, και του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, ως και του περιεχομένου ή μέρους του περιεχομένου της κατάθεσής του.
(2) Απαγορεύεται η δημοσίευση ή με οποιοδήποτε τρόπο αποκάλυψη του ονόματος ή του περιεχομένου ή μέρους του περιεχομένου της κατάθεσης μάρτυρα σε υπόθεση που αφορά αδίκημα που προβλέπεται στους Νόμους που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(3) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) ή (2) διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες, ή και με τις δύο ποινές.