28.—(1) Όλες οι χρηματικές συναλλαγές που διενεργούνται στη Δημοκρατία, θεωρούνται ότι εκφράζονται σε ευρώ εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.
(2) Όλες οι χρηματικές συναλλαγές που διενεργούνται στη Δημοκρατία διακανονίζονται σε ευρώ, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε οποιοδήποτε δημόσιο εσωτερικό ή διεθνές νομοθετικό μέτρο ή εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.
29.-(1) Η Τράπεζα εκδίδει τραπεζογραμμάτια που κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (1) του άρθρου 106 της Συνθήκης και του άρθρου 16 του Καταστατικού.
(2) Η Τράπεζα εκδίδει, ως αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης, κέρματα που κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα στη Δημοκρατία. Η ποσότητα των εκδιδόμενων κερμάτων τελεί υπό την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η δε ονομαστική αξία και οι τεχνικές προδιαγραφές των κερμάτων σε ευρώ καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (2) του άρθρου 106 της Συνθήκης:
30.—(1) [Διαγράφηκε]
(2) Η Τράπεζα κοινοποιεί με γνωστοποίηση, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τις αξίες και τα λοιπά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τραπεζογραμματίων και κερμάτων που εκάστοτε εκδίδει δυνάμει του άρθρου 29.
31.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων των ισχυουσών στη Δημοκρατία πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του εδαφίου (2), τραπεζογραμμάτια και κέρματα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 106 της Συνθήκης είναι το νομίμως κυκλοφορούν χρήμα και γίνονται αποδεκτά χωρίς περιορισμό ως προς το ποσό για το διακανονισμό όλων των χρεών, δημόσιων και ιδιωτικών.
(2) Η Τράπεζα δύναται, με γνωστοποίησή της, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να κοινοποιεί ότι ορισμένες εκδόσεις ή αξίες τραπεζογραμματίων ή κερμάτων έπαυσαν να είναι νομίμως κυκλοφορούν χρήμα από μια καθορισμένη ημερομηνία και μετέπειτα.
32. Τηρουμένων των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, η Τράπεζα εκδίδει οδηγίες που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις οποίες προβλέπονται οι όροι υπό τους οποίους φθαρμένα, παραποιημένα ή άλλως πως ελαττωματικά τραπεζογραμμάτια ή κέρματα δύνανται να αντικαθίστανται από την Τράπεζα.