ΜΕΡΟΣ VII ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Ιεραρχική προσφυγή

23.—(1) Κάθε πρόσωπο, του οποίου το έννομο συμφέρον προσβλήθηκε λόγω απόφασης, πράξης ή παράλειψης του Οργανισμού, μπορεί να προσφύγει

ενώπιον αναθεωρητικής επιτροπής, που διορίζεται με βάση το εδάφιο (2).

(2) Ο Υπουργός διορίζει αναθεωρητική επιτροπή προς εξέταση της προσφυγής, η οποία αποτελείται από τρία μέλη, τα οποία δεν μπορούν να είναι μέλη του Συμβουλίου.

(3) Η προσφυγή ασκείται εγγράφως μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης ή πράξης του Οργανισμού ή, σε περίπτωση παράλειψης, από την ημέρα που η παράλειψη περιήλθε στη γνώση του προσφεύγοντος.

(4) Η αναθεωρητική επιτροπή εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους ή δώσει την ευκαιρία σε αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους, αποφασίζει για την τύχη της σύμφωνα με το εδάφιο (5).

(5) Η αναθεωρητική επιτροπή μπορεί να-

(α) Επικυρώσει ή ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, πράξη ή παράλειψη,

(β) τροποποιήσει την απόφαση, πράξη ή παράλειψη ή εκδώσει νέα απόφαση σε αντικατάσταση της προσβληθείσας απόφασης, πράξης ή παράλειψης, ή

(γ) παραπέμψει την υπόθεση στο Συμβούλιο για επανεξέταση υπό το φως τυχόν οδηγιών ή παρατηρήσεων.

(6) Όποιος δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση της αναθεωρητικής επιτροπής δύναται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά μέχρι να εκδοθεί η απόφασή της, σε περίπτωση προσφυγής σε αυτή ή, σε περίπτωση μη προσφυγής σε αυτή, μέχρι να παρέλθει άπρακτη η προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) προθεσμία καταχώρησης προσφυγής, η απόφαση του Συμβουλίου δεν καθίσταται εκτελεστή.