17. Κάθε πρόσωπο διαπράττει αδίκημα εάν-
(α) Παραποιεί οποιοδήποτε πρότυπο, πιστοποιητικό ή έγγραφο που εγκρίθηκε με βάση το Νόμο αυτό ή τους Κανονισμούς,
(β) παραποιεί οποιαδήποτε σφραγίδα ή Σήμα που καθορίστηκε με βάση το Νόμο αυτό,
(γ) εμποδίζει ή παρακωλύει το Διευθυντή ή οποιοδήποτε λειτουργό, αξιολογητή ή επιθεωρητή ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον Οργανισμό ή τον Υπουργό κατά την άσκηση των εξουσιών ή καθηκόντων του ή σκόπιμα δε συμμορφώνεται με οποιαδήποτε παρέκκλιση ή απαίτηση του εν λόγω προσώπου,
(δ) παραβαίνει οποιαδήποτε απαγόρευση ή όρο που καθορίζεται στο εδάφιο (3) ή (4) του άρθρου 9,
(ε) δίνει πληροφορία στο Συμβούλιο ή σ' οποιοδήποτε λειτουργό, αξιολογητή και επιθεωρητή, την οποία το Συμβούλιο ή λειτουργός ή αξιολογητής ή επιθεωρητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του μπορεί να ζητήσουν, και την οποία το πρόσωπο που δίνει την πληροφορία είτε γνωρίζει, είτε έχει λόγους να πιστεύει ότι είναι εσφαλμένη ή ανακριβής ή ψευδής,
(στ) παραβαίνει την απαγόρευση που περιέχεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 25,
(ζ) επικαλείται καθεστώς διαπίστευσης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αναφέρεται σε ένα τέτοιο καθεστώς σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχει χωρίς αυτό να τεκμηριώνεται με έγκυρο και εν ισχύι πιστοποιητικό διαπίστευσης που έχει εκδοθεί από τον Οργανισμό ή άλλο ομότιμο εθνικό οργανισμό διαπίστευσης αναγνωρισμένο από την Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση.
17A.-1(α) Σε περίπτωση που ο Γενικός Διευθυντής διαπιστώσει ότι πρόσωπο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαγορευτική ή επιτακτική διάταξη του περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας (Καθορισμένα Πρότυπα - Δέκατη Σειρά) Κανονισμού του 1985 ή με οποιαδήποτε διάταξη Διατάγματος, το οποίο έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 17Β, ενημερώνει την τριμελή επιτροπή της οποίας προΐσταται και στην οποία συμμετέχουν επίσης ο Διευθυντής Εμπορίου και Βιομηχανίας (Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών) και ο Διευθυντής Εμπορίου και Βιομηχανίας (Βιομηχανική Ανάπτυξη) του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
(β) Η τριμελής αυτή επιτροπή δύναται να επιβάλλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000,00), για κάθε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης που συντελείται, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης ή παράλειψης συμμόρφωσης.
(2) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1), η τριμελής επιτροπή ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης.
(3) Η τριμελής επιτροπή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, δυνάμει του εδαφίου (1), με αιτιολογημένη απόφασή της -
(α) η οποία καθορίζει την παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης· και
(β) την οποία κοινοποιεί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
(4) Η τριμελής επιτροπή έχει εξουσία να καθορίζει, με γραπτές οδηγίες της, τα κριτήρια υπολογισμού του κατά περίπτωση επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου, χωρίς αυτό να περιορίζει τη διακριτική της ευχέρεια να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
(5) Πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο, δυνάμει του εδαφίου (1), δικαιούται, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτό της απόφασης περί επιβολής του διοικητικού προστίμου, να προσφύγει στον Υπουργό, αιτούμενο την αναθεώρηση της εν λόγω απόφασης.
(6) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή που ασκείται δυνάμει του εδαφίου (5), αφού ακούσει τον προσφεύγοντα ή του δώσει την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή του, και αποφασίζει και διαβιβάζει την απόφασή του σε αυτόν, η οποία δύναται να -
(α) επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας
(7) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την τριμελή επιτροπή, εάν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών (75) από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή του διοικητικού προστίμου στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή, σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (5), από την κοινοποίηση της επί της προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(8) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, η τριμελής επιτροπή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
17Β. Μέχρι την καταχώριση της ονομασίας «χαλλούμι» στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 ή, σε περίπτωση που η εν λόγω καταχώριση συνοδευθεί με μεταβατική περίοδο, μέχρι τη λήξη της εν λόγω μεταβατικής περιόδου, ο Υπουργός, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας (Καθορισμένα Πρότυπα – Δέκατη Σειρά) Κανονισμού του 1985, δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του και αφού διαβουλευθεί με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ανεξαρτήτως της σύμφωνης γνώμης αυτών, να εκδίδει Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με το οποίο να καθορίζει την ελάχιστη αναλογία αιγινού και πρόβειου γάλακτος στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή χαλλουμιού, κατά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, που καθορίζονται στο Διάταγμα.
18. Τα μέλη του Συμβουλίου, ο Διευθυντής, οι αξιολογητές, οι επιθεωρητές και πρόσωπα που ασκούν εξουσία με βάση το Νόμο αυτό, υπόκεινται στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που αφορούν τους δημόσιους λειτουργούς.
19.—(1) Εργοδότης ο οποίος γνωρίζει ή έχει λόγους να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εργοδοτείται από αυτόν έχει παραβεί κατά τη διάρκεια τέτοιας εργοδότησης οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου αυτού ή τους Κανονισμούς, οφείλει μέσα σε εφτά ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία-
(α) Έλαβε γνώση της παράβασης, ή
(β) είχε λόγο να πιστεύει ότι έγινε η παράβαση,
να γνωστοποιήσει στον Οργανισμό το όνομα του παραβάτη, την ημερομηνία και άλλες λεπτομέρειες της παράβασης αυτής.
(2) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1), διαπράττει αδίκημα.
20.—(1) Όταν το πρόσωπο που διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών που έχουν εκδοθεί με βάση τον παρόντα Νόμο είναι εταιρεία εγγεγραμμένη σύμφωνα με τους περί Εταιρειών Νόμους ή με τους περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμους, εκτός από την ίδια την εταιρεία, διαπράττει το εν λόγω αδίκημα και οποιοσδήποτε είχε τη διεύθυνση και την ευθύνη έναντι της εταιρείας για τη διεξαγωγή των εργασιών της κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.
(2) Κανένα πρόσωπο δεν καθίσταται ποινικά υπεύθυνο με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1), εάν αποδείξει ότι το αδίκημα διαπράχθηκε χωρίς να το γνωρίζει ή ότι επέδειξε κάθε επιμέλεια για να παρεμποδίσει τη διάπραξη του.
(3) Ανεξάρτητα από οτιδήποτε διαλαμβάνεται στο εδάφιο (1), όταν κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου αυτού έχει διαπραχθεί αδίκημα από εταιρεία και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, ανοχή ή συνέργια ή ότι τούτο οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντα συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου της εταιρείας, ο εν λόγω διευθύνων σύμβουλος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος επίσης διαπράττει το εν λόγω αδίκημα.
21. Σε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει ότι κατά τη διάπραξη του αδικήματος-
(α) Τελούσε σε υπαλληλική σχέση προς εργοδότη,
(β) ενήργησε καλόπιστα υπακούοντας σε οδηγίες ή εντολές του εν λόγω εργοδότη,
και ότι παρέσχε πλήρεις λεπτομέρειες για τον εργοδότη του όταν του ζητήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή ή για λογαριασμό της.