24.-(1) Ο Υπουργός μπορεί με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να διορίσει Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητές, καθώς και οποιουσδήποτε άλλους λειτουργούς κρίνει σκόπιμο για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου. Ο Αρχιεπιθεωρητής θα ρυθμίζει τις περιπτώσεις και τον τρόπο κατά τον οποίο οι Επιθεωρητές, ή οποιοσδήποτε από αυτούς, θα ασκούν τις εξουσίες τους και θα εκτελούν τα καθήκοντά τους.
(2) Ο Υπουργός μπορεί με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να εξουσιοδοτήσει προσοντούχα πρόσωπα για να εκτελούν οποιαδήποτε από τα καθήκοντα και να ασκούν οποιεσδήποτε από τις εξουσίες του Επιθεωρητή όπως θα ορίζεται στην εξουσιοδότηση. Οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτείται με βάση το παρόν εδάφιο, θα τελεί υπό την επίβλεψη και θα υπόκειται στις οδηγίες του Αρχιεπιθεωρητή και θα λαμβάνει ως αμοιβή ποσό που θα καθοριστεί με κανονισμούς του Υπουργικού Συμβουλίου.
(3) Οι Επιθεωρητές και άλλα πρόσωπα που διορίζονται με βάση το παρόν άρθρο, θα εφοδιάζονται με κατάλληλες ταυτότητες.
25.-(1) Ο Επιθεωρητής μπορεί, για σκοπούς διεκπεραίωσης των καθηκόντων του, να ασκεί οποιαδήποτε ή όλες από τις πιο κάτω εξουσίες, δηλαδή-
(α) Να εισέρχεται ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση σε οποιαδήποτε εγκατάσταση στην οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι διεξάγεται ή θα διεξάγεται δραστηριότητα ή πρόκειται να διεξαχθεί διεργασία, η οποία δυνατό να οδηγήσει σε παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Νόμου την οποία έχει καθήκον να εφαρμόσει,
(β) να εισέρχεται σε οποιαδήποτε εγκατάσταση με σκοπό την άσκηση, εκ μέρους του Υπουργού, της εξουσίας που παρέχεται από το εδάφιο (1) του άρθρου 4,
(γ) να συνοδεύεται από αστυνομικό όργανο αν έχει εύλογη αιτία να υποψιάζεται σοβαρή παρεμπόδιση του στην άσκηση των εξουσιών του,
(δ) να συνοδεύεται από προσοντούχο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 24 να ασκεί τις εξουσίες που έχουν οριστεί στην εξουσιοδότηση και να φέρει οποιοδήποτε εξοπλισμό ή οποιαδήποτε υλικά απαιτούνται για την άσκηση των εξουσιών του Επιθεωρητή ή του προσοντούχου προσώπου,
(ε) να συνοδεύεται από άλλα πρόσωπα τα οποία θα το βοηθούν στην άσκηση των εξουσιών του ή των εξουσιών του εξουσιοδοτημένου προσοντούχου προσώπου,
(στ) να διενεργεί δοκιμές, μετρήσεις και δειγματοληψίες οι οποίες κρίνονται αναγκαίες για τη σωστή άσκηση των εξουσιών του ή να διευθετεί τη διενέργεια τους από προσοντούχο πρόσωπο,
(ζ) να επιθεωρεί, εξετάζει και ελέγχει τη λειτουργία οποιωνδήποτε μηχανημάτων ή εξοπλισμού που βρίσκονται στην εγκατάσταση και να προβαίνει σε μετρήσεις και στη λήψη φωτογραφιών, όπως θα κρίνει αναγκαίο, για τη σωστή άσκηση των εξουσιών του,
(η) να δίνει οδηγίες όπως η εγκατάσταση ή οποιοδήποτε μέρος της ή οποιοσδήποτε εξοπλισμός ή μηχάνημα ή ουσία μέσα σε αυτό, παραμένει ως έχει για όσο χρόνο θεωρείται εύλογα αναγκαίος, για σκοπούς οποιασδήποτε δοκιμής, μέτρησης, εξέτασης και ελέγχου λειτουργίας, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (στ) ή (ζ) νοουμένου ότι συμμόρφωση προς τις οδηγίες για σταθερές συνθήκες λειτουργίας δε συνεπάγεται τη διακοπή οποιουδήποτε ουσιώδους μέρους της παραγωγικής διεργασίας ή οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση στην παραγωγική διεργασία,
(θ) να ζητά την παρουσίαση για επιθεώρηση οποιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων, ή οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών σε όποια μορφή κι αν βρίσκονται, τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορίες σχετιζόμενες με το σκοπό της διερεύνησής του,
(ι) να ζητά-
(i) από το φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης, ή
(ii) από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στην εγκατάσταση, ή
(iii) από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είχε απασχοληθεί στην εγκατάσταση ή είχε σχέση με την εγκατάσταση καθ' οιονδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τριών μηνών,
οποιεσδήποτε πληροφορίες μπορεί να έχει ή προς τις οποίες έχει πρόσβαση και που είναι σχετικές με το σκοπό της έρευνας ή διερεύνησής τους,
(ια) να λαμβάνει και μεταφέρει οποιοδήποτε αντικείμενο ή οποιοδήποτε • δείγμα οποιασδήποτε ουσίας που δυνατό να απαιτείται για σκοπούς περαιτέρω διερεύνησης ή μαρτυρίας σε ποινική διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις τις οποίες έχει καθήκον να εφαρμόζει,
(ιβ) να ζητά από το φορέα εκμετάλλευσης ή οποιοδήποτε από τους αντιπροσώπους του ή τους εργοδοτουμένους του-
(i) να του παρέχει ασφαλή πρόσβαση προς οποιοδήποτε μέρος της εγκατάστασης,
(ii) να θέσει στη διάθεσή του οποιαδήποτε ευλόγως διαθέσιμα μέσα για τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων κρίνονται αναγκαίες για τους σκοπούς της διερεύνησης.
(2) Ο Αρχιεπιθεωρητής έχει εξουσία να ζητά όπως του παρέχονται σημεία δειγματοληψίας και επιθεώρησης τα οποία θα είναι ευλόγως απαραίτητα για τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων.
(3) Τα αποτελέσματα των μετρήσεων και αναλύσεων των δειγμάτων που λαμβάνονται στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, τεκμαίρονται ως ορθά.
26.-(1) Πρόσωπο διαπράττει αδίκημα αν-
(α) Παρεμποδίζει τον Επιθεωρητή στην εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξουσιών του,
(β) παρεμποδίζει οποιοδήποτε αστυνομικό όργανο ή προσοντούχο πρόσωπο ή άλλο πρόσωπο που εισήλθε σε εγκατάσταση μαζί με τον Επιθεωρητή, σύμφωνα με τις παραγράφους (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 25 το οποίο παρέχει ή πρόκειται να παράσχει νόμιμη βοήθεια στον Επιθεωρητή,
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί προς οδηγία που δίδεται νόμιμα σε αυτό από Επιθεωρητή δυνάμει της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 25,
(δ) παραλείπει να παρουσιάσει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα οποιοδήποτε βιβλίο ή έγγραφο που οφείλει να παρουσιάσει όταν ζητηθεί δυνάμει της παραγράφου (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, εκτός αν αποδεδειγμένα-
(i) αγνοεί ότι η παρουσίασή του απαιτείται από τον Επιθεωρητή,
(ii) δεν είχε πρόσβαση σ' αυτό, ή
(iii) δεν έχει αρμοδιότητα να το πράξει,
(ε) ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις των υποπαραγράφων (i) έως (iii) της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, παραλείπει να δώσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, πληροφορίες οι οποίες απαιτείται νομίμως να δοθούν σε Επιθεωρητή που ενεργεί σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο (ι), ή δίνει πληροφορίες που είναι αναληθείς ή λανθασμένες ή δεν είναι πλήρεις,
(στ) ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (ιβ) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, παραλείπει κατόπιν νόμιμης απαίτησης από Επιθεωρητή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα-
(i) να παράσχει στον Επιθεωρητή ή σε οποιοδήποτε προσοντούχο πρόσωπο ή σε άλλο πρόσωπο που εισήλθε στο υποστατικό μαζί του, ασφαλή πρόσβαση προς οποιοδήποτε μέρος των εγκαταστάσεων, ή
(ii) να θέσει στη διάθεση του Επιθεωρητή ή οποιουδήποτε προσοντούχου προσώπου το οποίο εισήλθε στην εγκατάσταση μαζί του, οποιαδήποτε μέσα για τη διεξαγωγή δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων,
νοουμένου ότι σε κάθε περίπτωση έχει εξουσία να το πράξει και ότι τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) είναι ευλόγως διαθέσιμα.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2), (3), (4), (5), (6) και (7) του άρθρου 8, των άρθρων 11, 12 και 15, των εδαφίων (1) και (4) του άρθρου 20, του άρθρου 31 και/ή των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Όταν το αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από πρόσωπα που υπηρετούν στη Δημόσια Υπηρεσία αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή τη συνεργασία ή ότι η διάπραξή του έχει διευκολυνθεί από αμέλεια εκ μέρους οποιουδήποτε Προϊσταμένου Τμήματος ή άλλου προσώπου που υπηρετεί τη Δημόσια Υπηρεσία, τόσο ο Προϊστάμενος Τμήματος όσο και το άλλο αυτό πρόσωπο που υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία θα θεωρούνται ένοχοι αδικήματος και θα υπόκεινται σε δίωξη και ποινή.
26Α.-(1)(α) Σε περίπτωση που Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 15, του εδαφίου (4) του άρθρου 20 και των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 26, δύναται να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(β) Το ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζεται από τον Επιθεωρητή είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000).
(γ) Σε περίπτωση που ο Αρχιεπιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 15, του εδαφίου (4) του άρθρου 20 και των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 26 και που συνιστά σοβαρής φύσεως αδίκημα, δύναται να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του εν λόγω αδικήματος.
(δ) Το ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζεται από τον Αρχιεπιθεωρητή είναι ανάλογο με την σοβαρότητα του αδικήματος και δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Επιθεωρητής ή ο Αρχιεπιθεωρητής, ανάλογα με την περίπτωση, επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση, στην οποία καθορίζεται το αδίκημα, ο χρόνος της διάπραξής του και το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο καλείται να καταβάλει.
(3)(α) Σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο Επιθεωρητής ή ο Αρχιεπιθεωρητής, ανάλογα με την περίπτωση, θεωρεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ότι συνιστά αδίκημα, επαναληφθεί για δεύτερη φορά ή δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την επίδοση της ειδοποίησης της εξώδικης ρύθμισης, ο Επιθεωρητής ή ο Αρχιεπιθεωρητής, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να καθορίσει ποσό εξώδικου προστίμου διπλάσιο του αρχικού ποσού και, σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη επαναληφθεί για τρίτη φορά, ο Αρχιεπιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για ποινική δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών σύμφωνα με τις οδηγίες του Επιθεωρητή ή του Αρχιεπιθεωρητή, ανάλογα με την περίπτωση, τότε για κάθε μέρα που η πράξη ή η παράλειψη συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται, θεωρείται ότι διαπράττεται νέο αδίκημα για το οποίο ο Αρχιεπιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για ποινική δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Ο Επιθεωρητής ή ο Αρχιεπιθεωρητής, ανάλογα με την περίπτωση, εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που καταβάλει το ποσό της εξώδικης ρύθμισης, στην οποία αναγράφονται τα ακόλουθα:
(α) Το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα,
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος,
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος, και
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3), σε περίπτωση που το χρηματικό ποσό που ορίζεται στις διατάξεις των εδαφίων (1) ή (3), ανάλογα με την περίπτωση, καταβληθεί εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3), με την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της σχετικής απόδειξης, δεν ασκείται οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το εν λόγω αδίκημα και η προσαγωγή στο δικαστήριο της απόδειξης που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (5) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτήν και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(7) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αποτελεί καταδίκη, σε περίπτωση όμως καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.
(8) Σε περίπτωση που περιέλθουν στην αντίληψη του Αρχιεπιθεωρητή νέα στοιχεία που να το δικαιολογούν, δύναται, με αιτιολογημένη γραπτή απόφαση που κοινοποιεί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, να αποσύρει ή να τροποποιήσει την ειδοποίηση εξώδικης ρύθμισης αδικήματος.
27.-(1) Για αδίκημα που έχει διαπραχθεί κατά παράβαση των άρθρων 11, 15, 20(4) ή 22(5) ή κατά παράβαση κανονισμών που εκδίδονται με βάση το άρθρο 21 και για το οποίο έχει προσαφθεί κατηγορία εναντίον προσώπου, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση προσωρινού διατάγματος απαγορεύοντας τη συνέχιση ή επανάληψη της ισχυριζόμενης παράνομης πράξης μέχρι της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει προσαφθεί η κατηγορία.
(2) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατόπιν αίτησης είτε του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είτε από μέρους και εξ ονόματος της ενδιαφερόμενης αρχής τοπικής διοίκησης.
(3) Οι προϋποθέσεις εκδόσεως τέτοιου διατάγματος διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και τους σχετικούς περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
(4) Το προσωρινό διάταγμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) μπορεί να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση κατ' εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στην περίπτωση αυτή για σκοπούς καταχώρησης ενστάσεως ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντιδίκου λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το Δικαστήριο δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις ημέρες.
(5) Αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1), δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
28.-(1) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση των άρθρων 11, 15, 20(4) ή 22(5) ή οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδόθηκαν με βάση τα άρθρα 9 ή 21, το εκδικάζον δικαστήριο δύναται, επιπρόσθετα με την επιβολή οποιασδήποτε ποινής, να διατάξει τον άμεσο τερματισμό ή την αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησης στην οποία ανήκει η εγκατάσταση σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα για όσο χρόνο και με τέτοιους άλλους όρους που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να καθορίσει στη διαταγή του.
(2) Κάθε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διαταγή δυνάμει του εδαφίου (1) και το οποίο αμελεί, παραλείπει ή αρνείται να συμμορφωθεί με αυτή, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
29. Κάθε αρχή τοπικής διοίκησης, στα εδαφικά όρια της οποίας διαπράττεται αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να κινήσει τη διαδικασία ποινικής δίωξης.
30. Πρόσωπο που έχει αποκτήσει πληροφορίες κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου είτε άμεσα, είτε μέσω άλλου προσώπου, διαπράττει αδίκημα, αν αποκαλύπτει οποιεσδήποτε από αυτές που αφορούν εμπορικό μυστικό, εκτός αν η αποκάλυψη-
(α) Πραγματοποιείται με τη συγκατάθεση του φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης ή του προσώπου που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί ή να τηρεί το εμπορικό μυστικό, ή
(β) είναι αναγκαία για σκοπούς εφαρμογής οποιωνδήποτε διατάξεων τις οποίες έχει υποχρέωση δια νόμου να εφαρμόζει, ή
(γ) είναι αναγκαία για σκοπούς ποινικής διαδικασίας, ή
(δ) είναι αναγκαία για σκοπούς οποιασδήποτε έρευνας που διεξάγεται από ή εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου ή του Υπουργού σε σχέση με την εφαρμογή οποιωνδήποτε διατάξεων τις οποίες έχει υποχρέωση να εφαρμόζει.
31. Όταν αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από εταιρεία, συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων, αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση και συνεργασία, ή ότι η διάπραξή του έχει διευκολυνθεί λόγω αμέλειας οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέα, ή άλλου λειτουργού της εταιρείας, του συνεργατικού ιδρύματος ή της ένωσης προσώπων, τόσο το πρόσωπο αυτό όσο και η εταιρεία, το συνεργατικό ίδρυμα ή η ένωση προσώπων θα θεωρούνται ένοχοι του αδικήματος και θα υπόκεινται σε ποινική δίωξη και επιβολή ποινής αναλόγως της περιπτώσεως.
31Α. Οι τροποποιήσεις που κρίνονται αναγκαίες για την προσαρμογή των Παραρτημάτων ΙΙ και IV στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο και τη συμμόρφωση με διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, θεσπίζονται με διάταγμα του Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
32.-(1) Οι περί Ελέγχου της Ρύπανσης της Ατμόσφαιρας Νόμοι του 1991 και 1992 καταργούνται.
(2) Οποιεσδήποτε διοικητικές πράξεις έχουν εκδοθεί με βάση τον καταργηθέντα νόμο, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν στο βαθμό που δε συγκρούονται με τον παρόντα Νόμο, μέχρις ότου αντικατασταθούν από νέες που θα εκδοθούν με βάση τον παρόντα Νόμο.