4.-(1) Η διοικητική εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ανατίθεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
(2) Η Επιτροπή εφορεύει τη λειτουργία των οργανισμών επενδύσεων και των Εταιρειών Διαχειρίσεως, καθώς επίσης και, κατά την έκταση που τους αφορά ο παρών Νόμος, των Θεματοφυλάκων και των κατά το άρθρο 30 αντιπροσώπων, μεριμνά για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιο πάνω αναφερομένων και γενικά φέρει την ευθύνη της παρακολούθησης της νομιμότητας των δραστηριοτήτων των πιο πάνω αναφερομένων προς το συμφέρον των μεριδιούχων και του επενδυτικού κοινού εν γένει.
(3) Η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη χορήγηση και την ανάκληση της άδειας σύστασης και λειτουργίας των οργανισμών επενδύσεων καθώς και των Εταιρειών Διαχειρίσεως, για τη λήψη των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο μέτρων έναντι αυτών των οργανισμών και εταιρειών, και της διοίκησής τους σε περίπτωση παράβασης της ισχύουσας νομοθεσίας, Κανονισμών και Αποφάσεων της Επιτροπής, των διατάξεων του Κανονισμού των αμοιβαίων κεφαλαίων ως και των καταστατικών εγγράφων των Εταιρειών Επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου και για την άσκηση άλλων εξουσιών, προληπτικού ή κατασταλτικού ελέγχου κατά τα ειδικότερα σε επί μέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου οριζόμενα.
(4) Στα πλαίσια άσκησης της εποπτικής της αρμοδιότητας κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (2) και (3), η Επιτροπή έχει εξουσία να εκδίδει και να εφορεύει την τήρηση Κώδικα Επαγγελματικής Συμπεριφοράς, ο οποίος εκδίδεται με Απόφαση της Επιτροπής και, ο οποίος θέτει τις βασικές αρχές συμπεριφοράς και ορίζει τις υποχρεώσεις σχετικά με την εσωτερική οργάνωση και τη λειτουργία των Εταιρειών Διαχειρίσεως, των οργανισμών επενδύσεων και, στο πλαίσιο που τους αφορά ο παρών Νόμος, των Θεματοφυλάκων και κατά το άρθρο 30 αντιπροσώπων των Εταιρειών Διαχειρίσεως, καθώς και των φυσικών ή νομικών προσώπων, που με οποιοδήποτε τρόπο, ιδιότητα ή σχέση, απασχολούνται ή συνεργάζονται με τους ανωτέρω φορείς κατά τη διαχείριση, διάθεση ή προώθηση των οργανισμών επενδύσεων και εν γένει κατά την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους:
Νοείται ότι, στους βασικούς στόχους του Κώδικα Επαγγελματικής Συμπεριφοράς περιλαμβάνονται η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, η διασφάλιση της άσκησης της διαχείρισης και της λειτουργίας των οργανισμών επενδύσεων αποκλειστικά προς το συμφέρον των μεριδιούχων, η αυτονομία της διαχείρισης των οργανισμών επενδύσεων και η αποτροπή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων, η διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των επενδυτικών αποφάσεων, η οργάνωση και λειτουργία του δικτύου διάθεσης μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου κατά τρόπο που να προστατεύονται τα συμφέροντα των μεριδιούχων και η οργάνωση των Εταιρειών Διαχειρίσεως κατά τρόπο που να ενισχύεται η αποτελεσματικότητά τους και να υποβοηθείται η διενέργεια εσωτερικού ελέγχου ως και οποιοσδήποτε άλλος στόχος, ο οποίος κατά την κρίση της Επιτροπής συμβάλλει στην προστασία των συμφερόντων των μεριδιούχων ως και στην εύρυθμη λειτουργία και προώθηση των σκοπών του παρόντος Νόμου.
5.-(1) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή έχει εξουσία να απευθύνεται για συνδρομή ή πληροφορία σε οποιεσδήποτε εποπτικές αρχές στη Δημοκρατία, οι οποίες οφείλουν να της παρέχουν κάθε τέτοια συνδρομή και πληροφορία, μαζί με τα αναγκαία έγγραφα και άλλα συναφή στοιχεία, για σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(2) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές επιφορτισμένες με την άσκηση ανάλογων αρμοδιοτήτων στην αλλοδαπή και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες.
(3) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές στη Δημοκρατία και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες, δεδομένου ότι και οι νόμοι που διέπουν τις εποπτικές αυτές αρχές το επιτρέπουν.
(4) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, μόνο εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές, από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.
(5) Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, είναι εμπιστευτικής φύσεως και δεν επιτρέπεται να κοινοποιούνται χωρίς την ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Δημοκρατίας ή της αλλοδαπής που τις ανακοίνωσε και, στη περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
(6) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές της Δημοκρατίας ή της αλλοδαπής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 6.
6.-(1) Τα πρόσωπα, τα οποία κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στην Επιτροπή σχετικά με την εποπτεία των οργανισμών επενδύσεων, των Εταιρειών Διαχειρίσεως και, κατά την έκταση που τους αφορά ο παρών Νόμος, των Θεματοφυλάκων και των κατ' άρθρο 30 αντιπροσώπων των Εταιρειών Διαχειρίσεως, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, το οποίο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δύνανται να ανακοινώνονται μόνο σε άλλες αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες της Δημοκρατίας και στην Κεντρική Τράπεζα, εφόσον αναφέρονται σε θέματα, που εμπίπτουν στις κατά Νόμο αρμοδιότητές τους.
(2) Οι αρχές προς τις οποίες ανακοινώνονται εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
(3) Μέλος της Επιτροπής ή πρόσωπο που διετέλεσε μέλος της Επιτροπής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση, ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια και οφείλει να τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του και να μην τις κοινοποιεί, παρά στην έκταση που η κοινοποίηση επιβάλλεται δυνάμει Νόμου ή δικαστικού διατάγματος ή στην έκταση που οι κοινοποιούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες στα πλαίσια διοικητικών προσφυγών, που αφορούν στην άσκηση των καθηκόντων τους ή συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος.
(4) Επιτρέπεται εν τούτοις η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα-
(α) Εφόσον η ανακοίνωση γίνεται υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, κατά τρόπο που να μην μπορεί να διακριβωθεί ο σχετικός οργανισμός επενδύσεων, Θεματοφύλακας ή Εταιρεία Διαχειρίσεων, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης·
(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας σε περίπτωση πτώχευσης ή αναγκαστικής εκκαθάρισης του οργανισμού επενδύσεων, Θεματοφύλακα ή Εταιρείας Διαχειρίσεως, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους που λαμβάνουν μέτρα διάσωσής τους.
7. Όποιος εν γνώσει του παραβιάζει την υποχρέωση προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 6, διαπράττει ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται με φυλάκιση, που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με
χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δυο αυτές ποινές, προκειμένου δε περί μέλους ή υπαλλήλου της Επιτροπής ή δημόσιου υπαλλήλου, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται μέχρι και με απώλεια της ιδιότητας του μέλους της Επιτροπής ή της απόλυσης από την Επιτροπή προκειμένου περί υπαλλήλου της ή απόλυση υπαλλήλου από τη δημόσια υπηρεσία.