1. Ο Νόμος αυτός θα αναφέρεται ως ο περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου για Τρίτο Παιδί Νόμος του 2002.
2.-(1) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αγνοούμενος» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Αγνοουμένων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων
«δικαιούχος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο πληρώνεται επίδομα τέκνου για τρίτο παιδί με βάση τον παρόντα Νόμο-
«εξαρτώμενο τέκνο» σημαίνει-
(α) τέκνο που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του· ή
(β) άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαπέντε και δεκαοκτώ ετών ή
(γ) άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαοκτώ και είκοσι πέντε ετών, εφόσον διατελεί σε ενεργό υπηρεσία με βάση τους περί Εθνικής Φρουράς Νόμους· ή
(δ) άρρεν άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαοκτώ και είκοσι πέντε ετών ή θήλυ άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαοκτώ και είκοσι τριών ετών, το οποίο τυγχάνει τακτικής εκπαίδευσης· ή
(ε) άγαμο τέκνο το οποίο, αν και έχει συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών, στερείται μόνιμα της ικανότητας για τη συντήρησή του·
«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει λειτουργό εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 9·
«επίδομα» σημαίνει το επίδομα τέκνου για τρίτο παιδί που πληρώνεται με βάση τον παρόντα Νόμο·
«τέκνο» περιλαμβάνει προγονό, εξώγαμο τέκνο και νόμιμα υιοθετημένο τέκνο, και οι όροι «γονέας», «μητέρα» και «πατέρας» θα ερμηνεύονται ανάλογα·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ένα πρόσωπο λογίζεται ότι-
(α) Είναι πέρα από ορισμένη ηλικία, αν έχει συμπληρώσει την ηλικία αυτή·
(β) είναι μεταξύ δυο ορισμένων ηλικιών, αν έχει συμπληρώσει τη μικρότερη ηλικία, χωρίς όμως να έχει συμπληρώσει τη μεγαλύτερη ηλικία·
(γ) δεν έχει συμπληρώσει ορισμένη ηλικία πριν από την ημέρα της αντίστοιχης επετείου της γεννήσεώς του.
3.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου οικογένεια αποτελούν-
(α) Οι γονείς όταν συζούν, τα κοινά τους τέκνα και τα τέκνα του ενός ή του άλλου από τους γονείς αυτούς·
(β) πατέρας άγαμος, χήρος, διαζευγμένος ή σε διάσταση με τη σύζυγο του και τα τέκνα του·
(γ) μητέρα άγαμος, χήρα, διαζευγμένη ή σε διάσταση με το σύζυγο της και τα τέκνα της·
(δ) τα τέκνα της οικογένειας όπως αυτή αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου όταν και οι δυο γονείς τους είναι νεκροί ή αγνοούμενοι, ή τα τέκνα της οικογένειας όπως αυτή αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, όταν ο πατέρας ή η μητέρα τους, ανάλογα με την περίπτωση, είναι νεκροί ή αγνοούμενοι.
(2) Τέκνα θεωρούνται ότι περιλαμβάνονται σε μια από τις οικογένειες όπως αυτές αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εφόσον ζουν μαζί με τους γονείς τους ή, ανάλογα με την περίπτωση, με τον πατέρα ή τη μητέρα τους και, σε αντίθετη περίπτωση, εφόσον συντηρούνται εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο από τους γονείς τους, ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τον πατέρα ή τη μητέρα τους.
4.-(1) Κάθε οικογένεια που έχει τη συνήθη διαμονή της στην Κύπρο δικαιούται σε επίδομα αν έχει τρία εξαρτώμενα τέκνα για τα οποία δε δικαιούται σε επίδομα τέκνου με βάση τον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμο.
(2) Το επίδομα χορηγείται για ένα εξαρτώμενο τέκνο της οικογένειας και εξακολουθεί να χορηγείται μέχρις ότου αυτή παύσει να έχει οποιοδήποτε εξαρτώμενο τέκνο.
(3) Στην περίπτωση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου το επίδομα πληρώνεται στη μητέρα και στις περιπτώσεις (β), (γ) και (δ) του ίδιου εδαφίου πληρώνεται στον πατέρα ή τη μητέρα ή στο πρόσωπο που έχει την επιμέλεια των τέκνων, ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3), πιο πάνω, ο Διευθυντής δύναται να πληρώνει το επίδομα σε άλλο από το οριζόμενο στο εν λόγω εδάφιο πρόσωπο αν πεισθεί ότι τούτο επιβάλλει το συμφέρον της οικογένειας.
5.-(1) Το ύψος του επιδόματος είναι ίσο με το επίδομα τέκνου για ένα τέκνο το οποίο καταβάλλεται με βάση τον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμο.
(2) Το Δεκέμβριο κάθε χρόνου χορηγείται πρόσθετο επίδομα ίσο με το 1/12 του ολικού ποσού επιδόματος που πληρώθηκε για το χρόνο εκείνο. Σε περίπτωση που η πληρωμή του επιδόματος τερματίζεται πριν από το Δεκέμβριο, το πρόσθετο επίδομα πληρώνεται μέσα στο μήνα τερματισμού.
6. Η πληρωμή επιδόματος αρχίζει την πρώτη του μήνα ο οποίος ακολουθεί το μήνα μέσα στον οποίο αποκτάται το δικαίωμα σε επίδομα και τερματίζεται την τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο το εν λόγω δικαίωμα παύει.
7.-(1) Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση επιδόματος σ' οποιοδήποτε πρόσωπο είναι η από μέρους του υποβολή αιτήσεως στον τύπο που εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά και τα στοιχεία που ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέτασή της.
(2) Κάθε αίτηση για χορήγηση επιδόματος υποβάλλεται το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που αποκτάται δικαίωμα σε επίδομα.
(3) Παράλειψη υποβολής αιτήσεως μέσα στην προθεσμία που ορίζει το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος σε επίδομα για οποιοδήποτε μήνα πέρα από τους τρεις μήνες που προηγούνται εκείνου μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση. Αν ο αιτητής ικανοποιήσει το Διευθυντή ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης οφειλόταν σ' εύλογη αιτία, ο Διευθυντής δύναται, κατά την κρίση του, να χορηγήσει επίδομα αναδρομικά για περίοδο μέχρι και δώδεκα μήνες από το μήνα μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση.
8.-(1) Η πληρωμή του επιδόματος γίνεται αναδρομικά στο τέλος κάθε μήνα με επιταγή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ήθελε εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής.
(2) Όταν ο δικαιούχος επιδόματος δεν το εισπράξει την ημέρα κατά την οποία αυτό είναι εισπρακτέο, το δικαίωμα για λήψη του επιδόματος αποσβένεται μετά την παρέλευση δώδεκα μηνών από την εν λόγω ημέρα.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η ημέρα κατά την οποία το επίδομα είναι εισπρακτέο είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία η σχετική επιταγή είναι εξαργυρωτέα ή, αν το επίδομα πληρώνεται στο δικαιούχο με τρόπο άλλο από επιταγή, η πρώτη ημέρα κατά την οποία δύναται να εισπραχθεί το επίδομα.
9.-(1) Κάθε αίτηση για χορήγηση επιδόματος εξετάζεται από το Διευθυντή ή από οποιοδήποτε λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον οποίο ο Διευθυντής ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό. Ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να εγκρίνει την αίτηση εν όλω ή εν μέρει ή να την απορρίψει.
(2) Ζητήματα που αναφύονται κατόπιν οποιασδήποτε αμφισβήτησης ή αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη δικαιώματος σε επίδομα ή ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου του επιδόματος αποφασίζονται από το Διευθυντή.
(3) Όταν ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει οποιαδήποτε αίτηση για επίδομα αποστέλλει στον αιτητή μέσα σε δέκα ημέρες γραπτή γνωστοποίηση της απόρριψης δίνοντας και τους λόγους απόρριψης.
(4) Ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να αναθεωρήσει οποιαδήποτε απόφασή του σχετική με αίτηση για επίδομα αν ικανοποιηθεί ότι-
(α) Όταν εξέδωσε την απόφαση αγνοούσε ουσιώδες γεγονός ή τελούσε υπό πλάνη σε σχέση με ουσιώδες γεγονός, ή
(β) από της έκδοσης της απόφασης επήλθε μεταβολή των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης.
10. Κάθε δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να γνωστοποιεί στο Διευθυντή χωρίς αμέλεια οποιαδήποτε αλλαγή της οικογενειακής του κατάστασης ή των συνθηκών που επηρεάζουν το δικαίωμά του σε επίδομα.
11.-(1) Αν αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο πήρε οποιοδήποτε ποσό με τη μορφή επιδόματος χωρίς να το δικαιούται, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να επιστρέψει το εν λόγω ποσό.
(2) Εκτός αν το πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, αποδείξει ότι πήρε το ποσό αυτό με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι δεν το εδικαιούτο, το εν λόγω ποσό δύναται να παρακρατηθεί από επίδομα που του οφείλεται για οποιαδήποτε περίοδο, χωρίς να αποκλείεται η διεκδίκηση του ποσού αυτού με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο μέσο.
12.-(1) Πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από απόφαση, η οποία εκδόθηκε με βάση το Νόμο αυτό από το Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένο λειτουργό, δύναται, μέσα σε τριάντα ημέρες από της γνωστοποιήσεως σ' αυτό της απόφασης, να την προσβάλει στον Υπουργό με έγγραφη αιτιολογημένη προσφυγή.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αποφασίζει πάνω σ' αυτή και κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφασή του στον προσφεύγοντα.
(3) Πριν εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση με βάση το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου ο Υπουργός δύναται, κατά την κρίση του, ν' ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σ' αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την προσφυγή του. Ο Υπουργός δύναται επίσης ν' αναθέσει σε λειτουργό ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του να εξετάσει ορισμένα θέματα που αναφύονται στην προσφυγή και να του υποβάλει το πόρισμα της εξετάσεως πριν αυτός εκδώσει την απόφασή του.
(4) Μέχρι την έκδοση απόφασης από τον Υπουργό, σε περίπτωση προσφυγής σ' αυτόν, ή σε περίπτωση μη προσφυγής στον Υπουργό μέχρι της εκπνοής της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου προθεσμίας, η απόφαση του Διευθυντή ή του εξουσιοδοτημένου λειτουργού δεν καθίσταται εκτελεστή.
13. Το επίδομα και οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες που συνεπάγεται η εφαρμογή του Νόμου αυτού καταβάλλονται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
14. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε περί φορολογίας του εισοδήματος νόμου, το επίδομα απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος.
15. Για το σκοπό υλοποιήσεως οποιασδήποτε συμφωνίας, η οποία προβλέπει για αμοιβαιότητα σε ζητήματα επιδόματος μεταξύ της Κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβερνήσεως οποιασδήποτε άλλης χώρας, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Άρθρου 169 του Συντάγματος, δύναται με διάταγμα να διαφοροποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου με σκοπό την εφαρμογή αυτών στις περιπτώσεις που καλύπτονται από τη συγκεκριμένη συμφωνία.
16.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο, με σκοπό να εξασφαλίσει επίδομα είτε για τον εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο, ή το οποίο για οποιοδήποτε σκοπό σχετιζόμενο με τον παρόντα Νόμο-
(α) Με γνώση του ή κατόπιν βαριάς αμέλειας κάμνει ψευδή έκθεση ή ψευδή παράσταση· ή
(β) παρουσιάζει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την παρουσίαση ή παροχή εγγράφων ή πληροφοριών, τα οποία γνωρίζει ότι είναι ψευδή σε ουσιώδες στοιχείο τους,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 11 του παρόντος Νόμου διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό λίρες.
(3) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα με βάση το εδάφιο (1) ή (2) του παρόντος άρθρου το Δικαστήριο που εκδικάζει το αδίκημα δύναται, επιπρόσθετα προς την ποινή, να διατάξει την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών που λήφθηκαν ως αποτέλεσμα του αδικήματος.
17. Τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας-
(α) Ποινική δίωξη για αδίκημα που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο ασκείται από το Διευθυντή·
(β) οποιοσδήποτε λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο οποίος θα εξουσιοδοτηθεί από το Διευθυντή, με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δύναται, αν και δεν είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος, να ασκήσει τη δίωξη, να εμφανιστεί, να παραστεί στο Δικαστήριο και να ενεργήσει σε κάθε δικαστική διαδικασία η οποία αρχίζει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο δικάζεται συνοπτικά.