16. (1) Εκτός αν προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται και εισπράττεται κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5.
(2) Η επιβολή και είσπραξη του φόρου κατανάλωσης διενεργείται με την υποβολή δήλωσης σε τέτοιο τύπο και κατά τέτοιο τρόπο και το οποίο περιέχει τέτοια στοιχεία, όπως δύναται να καθορίσει ο Διευθυντής από το υπόχρεο προς τούτο πρόσωπο ή από δεόντως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.
17. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τη δήλωση που απαιτείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση της δήλωσης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η δήλωση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το γνωστοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.
(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της άρνησης ή της παράλειψης του προκύπτει ποσό οφειλόμενο τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό.
(3) Ποσό φόρου κατανάλωσης μέχρι ΛΚ2,00 που βεβαιώθηκε δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) δεν εισπράττεται. Το ποσό αυτό δύναται να τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού.
18. (1) Αν το υπόχρεο για την καταβολή του φόρου κατανάλωσης πρόσωπο αμελεί ή αρνείται να καταβάλει στο Διευθυντή οποιοδήποτε ποσό φόρου κατανάλωσης ή οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο ο Διευθυντής απαιτεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή οποιωνδήποτε κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, τότε το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να καταβάλει πρόσθετη επιβάρυνση ίση προς το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού που αμελεί ή αρνείται να καταβάλει. Σε περίπτωση δε που η αμέλεια ή άρνηση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, εξακολουθεί πέραν των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία που το ποσό καθίσταται απαιτητό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, τότε καταβάλλεται απλούς τόκος προς εννέα τοις εκατόν (9%) κατ’ έτος επί παντός οφειλόμενου ποσού περιλαμβανομένης και της πρόσθετης επιβάρυνσης.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, εάν το υπόχρεο στο φόρο κατανάλωσης πρόσωπο εξακολουθεί να αμελεί ή να αρνείται να καταβάλει στο Διευθυντή οποιοδήποτε ποσό που ο Διευθυντής απαιτεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, περιλαμβανομένης και της πρόσθετης επιβάρυνσης και του τόκου που καταβάλλεται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, και η άρνηση ή παράλειψη εξακολουθεί για διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών από την ημέρα που τα ποσά καθίστανται πληρωτέα, τότε αγαθά αξίας ίσης προς το τριπλάσιο του οφειλόμενου ποσού, που βρίσκονται στην κατοχή ή υπό τη φύλαξη του προσώπου αυτού ή οποιουδήποτε αντιπροσώπου του ή άλλου προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του, υπόκεινται σε δήμευση.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται να καταβάλει στο Διευθυντή οποιαδήποτε ποσό το οποίο ο Διευθυντής απαιτεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ως πρόσθετη επιβάρυνση και τόκο είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο ποσό του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα ή τις επτακόσιες πενήντα λίρες ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών.