2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά -
«Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών˙
«δικαιούχος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο πληρώνεται επίδομα με βάση τον παρόντα Νόμο˙
«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει λειτουργό εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 8˙
«επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων» σημαίνει οποιοδήποτε σχέδιο ή διευθέτηση που εφαρμόζεται από ή για λογαριασμό εργοδότη ή εργοδοτών, το οποίο προβλέπει για την καταβολή σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης ή θανάτου αναφορικά με την απασχόληση μισθωτού˙
«επίδομα» σημαίνει το επίδομα μάνας που καταβάλλεται με βάση τον παρόντα Νόμο˙
«μάνα» σημαίνει τη μητέρα τεσσάρων τουλάχιστον τέκνων ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμου:
Νοείται ότι το δικαίωμα σε επίδομα μάνας αποκτά μητέρα τεσσάρων τέκνων και άνω, αφ΄ης το τελευταίο τέκνο αυτής συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών˙
«τέκνα» σημαίνει -
(α) τα νόμιμα τέκνα, τα οποία έχουν συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών,
(β) τους προγονούς, τέκνα εκτός γάμου και νόμιμα υιοθετημένα τέκνα, τα οποία έχουν συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών, και
(γ) τα άγαμα τέκνα, ανεξαρτήτως ηλικίας, τα οποία στερούνται μόνιμα της ικανότητας για συντήρησή τους˙
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών.
(2) ΄Ολοι οι όροι και φράσεις, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμο.
4. -(1) Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται σε £32,23 μηνιαίως, αναπροσαρμοζόμενο από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου κατά το ποσοστό της αύξησης του μέσου όρου του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά τον τελευταίο χρόνο σε σύγκριση με το μέσο όρο του δείκτη αυτού κατά τον αμέσως προηγούμενο χρόνο:-
Νοείται ότι το ποσό της αύξησης στρογγυλεύεται στο πλησιέστερο σεντ.
(2) Το μήνα Δεκέμβριο κάθε έτους χορηγείται πρόσθετο επίδομα ίσο με το ένα δωδέκατο του ολικού ποσού του επιδόματος που καταβλήθηκε για το έτος εκείνο. Σε περίπτωση που η πληρωμή του επιδόματος τερματίζεται πριν από το Δεκέμβριο, το πρόσθετο επίδομα καταβάλλεται μέσα στο μήνα τερματισμού.
5. Η πληρωμή επιδόματος αρχίζει την πρώτη του μήνα, ο οποίος ακολουθεί το μήνα μέσα στον οποίο αποκτάται το δικαίωμα σε επίδομα και τερματίζεται την τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο το εν λόγω δικαίωμα παύει.
6. -(1) Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση επιδόματος σε οποιοδήποτε πρόσωπο είναι, η από μέρους του υποβολή αίτησης στον τύπο που εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής που πρέπει να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά και τα στοιχεία, τα οποία ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέτασή της.
(2) Κάθε αίτηση για χορήγηση επιδόματος υποβάλλεται το αργότερο μέσα σε δώδεκα μήνες από την ημέρα που αποκτάται το δικαίωμα σε επίδομα.
(3) Αίτηση που δεν υποβάλλεται μέσα στα χρονικά περιθώρια που αναφέρονται στο εδάφιο (2) θεωρείται εκπρόθεσμη και συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος σε επίδομα για τόσο χρονικό διάστημα όσο και η καθυστέρηση στην υποβολή της και ο μήνας μέσα στον οποίο υποβάλλεται εκπρόθεσμη αίτηση, ανεξάρτητα από την ημερομηνία υποβολής της, θεωρείται ολόκληρος ως εκπρόθεσμη χρονική περίοδος.
7. - (1) Η πληρωμή του επιδόματος γίνεται αναδρομικά στο τέλος κάθε μήνα με επιταγή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ήθελε εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής.
(2) Όταν η δικαιούχος επιδόματος δεν εισπράξει αυτό την ημέρα κατά την οποία αυτό είναι εισπρακτέο, το δικαίωμα για λήψη του επιδόματος αποσβέννυται μετά την παρέλευση δώδεκα μηνών από την εν λόγω ημέρα.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), η ημέρα κατά την οποία το επίδομα είναι εισπρακτέο, είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία η σχετική επιταγή είναι εξαργυρωτέα ή, αν το επίδομα πληρώνεται στη δικαιούχο με τρόπο άλλο από επιταγή, η πρώτη ημέρα κατά την οποία δύναται να εισπραχθεί το επίδομα.
8. - (1) Κάθε αίτηση για χορήγηση επιδόματος εξετάζεται από το Διευθυντή ή από οποιοδήποτε λειτουργό του Υπουργείου Οικονομικών, τον οποίο ο Διευθυντής ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό:
Νοείται ότι ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να εγκρίνει την αίτηση εν όλω ή εν μέρει ή να την απορρίψει.
(2) Ζητήματα που αναφύονται ύστερα από οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή αμφιβολία ως προς την ύπαρξη δικαιώματος σε επίδομα αποφασίζονται από το Διευθυντή.
(3) Όταν ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει οποιαδήποτε αίτηση για επίδομα, αποστέλλει στον αιτητή μέσα σε δέκα ημέρες γραπτή γνωστοποίηση της απόρριψης στην οποία αναφέρει τους λόγους της απόρριψης.
(4) Ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να αναθεωρήσει οποιαδήποτε απόφασή του σχετική με αίτηση για επίδομα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι-
(α) όταν εξέδωσε την απόφαση αγνοούσε ουσιώδες γεγονός ή τελούσε υπό πλάνη σε σχέση με ουσιώδες γεγονός, ή
(β) από της εκδόσεως της απόφασης επήλθε μεταβολή των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης.
9. Όταν πρόσωπο, το οποίο υπέβαλε αίτηση για χορήγηση επιδόματος μάνας ή το οποίο ισχυρίζεται ότι δικαιούται ή εδικαιούτο του επιδόματος αυτού ή στο οποίο πρέπει να καταβληθεί επίδομα μάνας, είναι για οποιοδήποτε λόγο ανίκανο να ενεργήσει ή απεβίωσε, ο Διευθυντής δύναται να ορίσει οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί κατάλληλο για να υποβάλει την αίτηση, να διεκδικήσει ή να εισπράξει το επίδομα μάνας ως αντιπρόσωπος ή για λογαριασμό ή εκ μέρους του εν λόγω προσώπου.
10. Δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να γνωστοποιεί στο Διευθυντή χωρίς οποιαδήποτε αμέλεια οποιαδήποτε αλλαγή των συνθηκών που επηρεάζουν το δικαίωμά του σε επίδομα.
11. (1) Εφόσον αποδειχθεί ότι οποιοδήποτε πρόσωπο πήρε οποιοδήποτε ποσό υπό τη μορφή επιδόματος χωρίς να το δικαιούται, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να επιστρέψει το εν λόγω ποσό.
(2) Εξαιρουμένης της περίπτωσης προσώπου που υποχρεούται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, πρόσωπο το οποίο αποδεικνύει ότι πήρε ποσό με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι δεν το εδικαιούτο, τοτε το εν λόγω ποσό δύναται να παρακρατηθεί από επίδομα που του οφείλεται για οποιαδήποτε περίοδο, χωρίς να αποκλείεται η διεκδίκηση του ποσού αυτού με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο μέσο.
12. (1) Πρόσωπο, το οποίο δεν ικανοποιείται από απόφαση που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου από το Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένο λειτουργό, δύναται, μέσα σε τριάντα ημέρες από της γνωστοποιήσεως σ΄ αυτό της απόφασης, να την προσβάλει στον Υπουργό με έγγραφη αιτιολογημένη προσφυγή.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αποφασίζει σχετικά και κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφασή του στον προσφεύγοντα.
(3) Ο Υπουργός δύναται προτού εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει του εδαφίου (2), κατά την κρίση του, να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σ΄ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την προσφυγή του:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου Οικονομικών να εξετάσει οποιαδήποτε θέματα αναφύονται στην προσφυγή και να υποβάλει σ΄αυτόν το πόρισμα της εξέτασης, προτού εκδώσει την απόφασή του.
(4) Μέχρι της έκδοσης απόφασης από τον Υπουργό στην περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής, ή σε περίπτωση μη προσφυγής στον Υπουργό, μέχρι της εκπνοής της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) προθεσμίας, η απόφαση του Διευθυντή ή του εξουσιοδοτημένου λειτουργού δεν καθίσταται εκτελεστή.
13. Το επίδομα και οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος Νόμου καταβάλλονται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
14. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εκάστοτε εν ισχύϊ περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, το επίδομα απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος.
15. Για σκοπούς υλοποίησης οποιασδήποτε συμφωνίας, στην οποία προβλέπεται αμοιβαιότητα για ζητήματα επιδόματος μεταξύ της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης οποιουδήποτε άλλου κράτους, το Υπουργικό Συμβούλιο, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Άρθρου 169 του Συντάγματος, δύναται με διάταγμα να διαφοροποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου με σκοπό την εφαρμογή τους για τις περιπτώσεις που καλύπτονται από τη συγκεκριμένη συμφωνία.
16. - (1) Πρόσωπο, το οποίο με σκοπό να εξασφαλίσει επίδομα είτε για τον εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο ή το οποίο για οποιοδήποτε σκοπό που σχετίζεται με τον παρόντα Νόμο-
(α) Εν γνώσει του ή με βαρειά αμέλεια συντάσσει ψευδή έκθεση ή προβαίνει σε ψευδή παράσταση, ή
(β) παρουσιάζει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την παρουσίαση ή παροχή εγγράφων ή πληροφοριών, τα οποία γνωρίζει ότι είναι ψευδή ως προς ουσιώδες στοιχείο τους,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 11 του παρόντος Νόμου διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό λίρες.
(3) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα βάσει του εδαφίου (1) ή (2) του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο που εκδικάζει το αδίκημα δύναται, επιπρόσθετως της ποινής να διατάξει την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών έχουν ληφθεί, ως αποτέλεσμα του αδικήματος.
17. Τηρουμένων των οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας-
(α) Ποινική δίωξη για αδικήματα που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο ασκείται από το Διευθυντή.
(β) Οποιοσδήποτε λειτουργός του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος εξουσιοδοτείται από το Διευθυντή, δύναται με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έστω και αν δεν είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος με βάση τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου να ασκήσει τη δίωξη, να εμφανιστεί, να παραστεί στο Δικαστήριο και να ενεργήσει σε κάθε δικαστική διαδικασία, η οποία αρχίζει δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού για οποιοδήποτε αδίκημα, που εκδικάζεται συνοπτικά.
18. Ανεξάρτητως των διατάξεων του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής δεν κωλύεται να διεκδικεί με πολιτική αγωγή οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, υπό μορφή χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.
19. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου λογίζεται ότι αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2003.
20. Από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των ακόλουθων δικαιούχων:
(α) μητέρας, η οποία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002 ελάμβανε επίδομα μάνας με βάση τον περί Παροχής Επιδόματος Μάνας Νόμο, που θα συνεχίσει να λαμβάνει το επίδομα που καθορίζεται στο άρθρο 4 του παρόντος Νόμου:
(β) μητέρα, η οποία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002 είχε δικαίωμα σε επίδομα τέκνου με βάση τον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμο ή με βάση τον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου για Τρίτο Παιδί Νόμο και η οποία θα καθίστατο δικαιούχος επιδόματος μάνας με βάση τον περί Παροχής Επιδόματος Μάνας Νόμο, που θα λαμβάνει το επίδομα που καθορίζεται στο άρθρο 4 του παρόντος Νόμου μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των δεκαοκτώ ετών του τέταρτου ή τρίτου παιδιού, ανάλογα με την περίπτωση:
Νοείται ότι δεν καταβάλλεται επίδομα μάνας για την περίοδο που για οποιοδήποτε τέκνο της δικαιούχου καταβάλλεται επίδομα τέκνου.
21. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο περί Παροχής Επιδόματος Μάνας Νόμος καταργείται.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.23(I)/2006] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2006.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.193(I)/2007] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2008.
2. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 179(Ι)/2012], ο βασικός νόμος καταργείται [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 21(Ι)/2003].
3. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 179(Ι)/2012] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013.