Για σκοπούς εφαρμογής της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ: 417/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2002 για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2978/94 του Συμβουλίου» (EE L 64 της 7.3.2002, σ. 1), ως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1726/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 (EE L 249 της 1.10.2003, σ. 1) και ως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1.Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Καθιέρωση Απαιτήσεων Διπλού Κύτους ή Ισοδύναμου Σχεδιασμού για τα Πετρελαιοφόρα Μονού Κύτους ) Νόμος του 2004.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας·
«επιθεωρητής» σημαίνει, πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 5(1 )(α)·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2002 για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2978/94 του Συμβουλίου» (EE L 64 της 7.3.2002, σ. 1), ως τροποποιήθηκε, τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1726/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 (EE L 249 της 1.10.2003,σ. 1) και ως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κυπριακό πλοίο» σημαίνει πλοίο που είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων και φέρει τη σημαία της Δημοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003·
«ο έχων την εκμετάλλευση πετρελαιοφόρου» σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως το διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πετρελαιοφόρου (bareboat charterer), ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας πετρελαιοφόρου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος, αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη, έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 417/2002·
«Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας» σημαίνει το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.
(2) Όροι που χρησιμοποιούνται στον παρόντα .Νόμο και δεν ερμηνεύονται διαφορετικά σε αυτόν έχουν την έννοια που τους αποδίδει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002
4.-(1) Με την επιφύλαξη των λοιπών εδαφίων του παρόντος άρθρου, Αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 417/2002 είναι ο Υπουργός.
(2) Ο Υπουργός έχει εξουσία να μεταβιβάζει γραπτώς στο Διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που υπηρετεί στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, εξαιρουμένης της εξουσίας περί έκδοσης διαταγμάτων, και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στην Αρμόδια Αρχή.
Σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Υπουργός διατηρεί την εξουσία να ασκεί ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά την διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.
(3) Πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εξουσίας ή η εκτέλεση καθήκοντος δυνάμει του εδαφίου (2) έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία και να εκτελεί το καθήκον σύμφωνα με τις τυχόν οδηγίες του Υπουργού.
(4) Ο Υπουργός έχει εξουσία να τροποποιεί και να ανακαλεί μεταβίβαση που έκανε δυνάμει του εδαφίου (2) με γραπτή ειδοποίηση προς το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση.
(5) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου δύο ή περισσότερα πρόσωπα ταυτόχρονα ασκούν την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο ιεραρχικά υφιστάμενος από τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ούτως ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή εκτελεί το καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον ιεραρχικά ανώτερο του, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του τελευταίου.
(6) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου πρόσωπο ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, σε άλλο πρόσωπο, ο παρών Νόμος και οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί εφαρμόζονται ως εάν είχαν χορηγήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στο ασκών αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητά το εν λόγω καθήκον στο εκτελών αυτό πρόσωπο.
5.-(1)(α) Οι εξουσίες που χορηγούνται από το παρόν άρθρο, αναφορικά με την επιθεώρηση σχετικού πετρελαιοφόρου, χορηγούνται σε -
(i) οποιοδήποτε επιθεωρητή ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(α) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003, και
(ii) οποιοδήποτε επόπτη πλοίων ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(β) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003.
(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), το άρθρο 3(2) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003 εφαρμόζεται ως εάν η φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κωδικός», η οποία περιέχεται σε έκαστη των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω άρθρου είχε αντικατασταθεί από τη φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, του Κωδικός και του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Καθιέρωση Απαιτήσεων Διπλού Κύτους ή Ισοδύναμου Σχεδιασμού για τα Πετρελαιοφόρα Μονού Κύτους) Νόμου του 2004».
(2) Με σκοπό την διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης ή εξουσίας που απορρέει από τον παρόντα Νόμο, τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς ή τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 417/2002, κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία σε κάθε εύλογο χρόνο (ή, σε περίπτωση η οποία κατά την εύλογη κρίση του ενέχει κίνδυνο, σε οποιοδήποτε χρόνο)-
(α) να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε σχετικό πετρελαιοφόρο, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλω, και να παρέχει οποιαδήποτε κατά την κρίση του αναγκαία βοήθεια στον πλοίαρχο· και
(β) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται σε σχετικό πετρελαιοφόρο, για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με οποιαδήποτε, υποχρέωση που απορρέει όπως προαναφέρεται, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί, και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματα τους, υπό την προϋπόθεση, όσον αφορά τα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν, για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσες είτε με τον παρόντα Νόμο είτε με τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς ή τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 417/2002· και
(γ) να εισέρχεται είτε σε σχετικό πετρελαιοφόρο -
(i) συνοδευόμενος από- οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3), και
(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά, που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3).
(3) Ο έχων την εκμετάλλευση σχετικού πετρελαιοφόρου και ο πλοίαρχος τέτοιου πετρελαιοφόρου, έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον επιθεωρητή, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί-
(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση, και
(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και
(γ) υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει στον επιθεωρητή,
ο δε επιθεωρητής έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.
(4) Κάθε επιθεωρητής επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς του 2000, ως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο-
(α) στο οποίο το εδάφιο (3) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή
(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει σε επιθεωρητή πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο επιθεωρητής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο, και υπόκειται -
(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·
(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (5) -
(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «σχετικό πετρελαιοφόρο» σημαίνει -
(α) πετρελαιοφόρο το οποίο είναι κυπριακό πλοίο, οπουδήποτε βρίσκεται, ή
(β) πετρελαιοφόρο το οποίο δεν είναι κυπριακό πλοίο και το οποίο βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας.
6.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία, την οποία ασκεί κατά τα λοιπά εδάφια του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει τον απόπλου πετρελαιοφόρου από λιμένα της Δημοκρατίας ή σταθμό ανοικτής θάλασσας εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας ή τον κατάπλου πετρελαιοφόρου από τέτοιο λιμένα ή σταθμό ανοικτής θάλασσας, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι το πετρελαιοφόρο δεν τηρεί οποιαδήποτε εφαρμοστέα επ' αυτού διάταξη του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 417/2002.
(2) Η Αρμόδια Αρχή ασκεί οποιαδήποτε από τις χορηγούμενες δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσίες δια γραπτής, ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής διαβίβασης οδηγίας προς τον πλοίαρχο του επηρεαζόμενου πετρελαιοφόρου.
(3) Έκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πετρελαιοφόρου το οποίο αφορά και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από τη Αρμόδια Αρχή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (8) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια προσφυγής ενώπιον, του Υπουργού ή δικαστικής προσφυγής.
(4) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (2), η Αρμόδια Αρχή-
(α) καθορίζει επαρκώς, δεόντως, και σαφώς τους λόγους για τους οποίους ασκεί την εξουσία, και ιδίως -
(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης που έχει τυχόν διενεργηθεί και στα οποία βασίζονται οι λόγοι άσκησης της εξουσίας, και
(ii) τα κατά την κρίση της εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία τυχόν πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους ασκεί την εξουσία- και
(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -
(i) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντος την εκμετάλλευση του πετρελαιοφόρου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πετρελαιοφόρου να προσβάλουν την οδηγία -
(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 9, και
(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος, και
(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου και το Άρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.
(5) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (2) οδηγίας της, όπως το πετρελαιοφόρο το οποίο αφορά η οδηγία -
(α) παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή
(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.
(6) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση πετρελαιοφόρου, το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (2) οδηγία, υποχρεούνται έκαστος κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφώνονται με αυτή.
(7)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πετρελαιοφόρου, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (2) οδηγία, ισχυρίζεται στην Αρμόδια Αρχή ότι έχει προβεί σε όλες τις ενδεδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης οδηγίας, η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο, διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης επί του πετρελαιοφόρου, προς διαπίστωσης της άρσης των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας.
(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πετρελαιοφόρου.
(8) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους άσκησε εξουσία δια αναφερόμενης στο εδάφιο (2) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια απόφασής της την οποία διαβιβάζει γραπτώς, ηλεκτρικώς ή ηλεκτρονικώς στον πλοίαρχο του πετρελαιοφόρου, το οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.
(9) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει το εδάφιο (6) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(10) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (9) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.
7.-(1) Κατά την άσκηση εξουσίας ή την εκτέλεση καθήκοντος -
(α) από επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου 5,
(β) από την Αρμόδια Αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, έκαστος εκ των προαναφερόμενων καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή καθυστέρηση πετρελαιοφόρου.
(2)(α) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πετρελαιοφόρου, ο έχων την εκμετάλλευση του ούτως επηρεαζόμενου πετρελαιοφόρου δικαιούται αποζημίωση βάσει του Άρθρου 172 του Συντάγματος για τις τυχόν απώλειες ή. ζημιές που έχει υποστεί.
(β) Σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της.. αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πετρελαιοφόρου, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πετρελαιοφόρου, ο οποίος προβάλλει τον ισχυρισμό.
8.-(1)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει, βάσει των αποτελεσμάτων επιθεώρησης που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 5, ότι ο έχων την εκμετάλλευση σχετικού πετρελαιοφόρου ή ο πλοίαρχος τέτοιου πετρελαιοφόρου παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση την οποία ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002 επιβάλλει αναφορικά με το εν λόγω πετρελαιοφόρο, η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να επιβάλλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες, ανάλογα με την βαρύτητα αυτής της παράβασης, και ανεξάρτητα από το εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου ή κανονισμών.
(β) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, η Αρμόδια Αρχή ειδοποιεί τον παραβάτη για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς τον για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτόν το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών.
(2) Η Αρμόδια Αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1) με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της -
(α) η οποία καθορίζει την παράβαση· και
(β) διά της οποίας πληροφορεί τον παραβάτη-
(i) περί του δικαιώματος του να προσβάλει την απόφαση-
(Α)με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 9, και
(Β)με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος, και
(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου και το Άρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα- και
(γ) την οποία διαβιβάζει στον παραβάτη· και
(δ) η οποία καθίσταται εκτελεστή με την εν λόγω διαβίβαση.
(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να καθορίζει δια οδηγιών του τα κριτήρια υπολογισμού του ύψους του επιβαλλόμενου δυνάμει του εδαφίου (1) διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει την διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής, την οποία η Αρμόδια Αρχή ασκεί εντός των πλαισίων των οδηγιών του Υπουργού, να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
9.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πετρελαιοφόρου, ο αντιπρόσωπος του στη Δημοκρατία και ο πλοίαρχος τέτοιου πετρελαιοφόρου έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν, εντός της αναφερόμενης στο εδάφιο (2) προθεσμίας, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(α) οδηγία της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6, η οποία οδηγία αφορά το εν λόγω πετρελαιοφόρο,
(β) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί επιβολής διοικητικού προστίμου, δυνάμει του άρθρου 8, η οποία απόφαση αφορά το εν λόγω πετρελαιοφόρο.
(2) Το δικαίωμα προσφυγής που χορηγείται δυνάμει του εδαφίου (1) ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την διαβίβαση, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, της οδηγίας ή απόφασης, στην οποία εδράζεται η προσφυγή.
(3) Η κατά το εδάφιο (1) υποβολή προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση προσβληθείσας οδηγίας ή απόφασης.
(4) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής δυνάμει του εδαφίου (1), ο Υπουργός την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους ορούς οποίους στηρίζεται η προσφυγή.
(5) Ο Υπουργός έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Υπουργείου του την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη προσφυγή και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της προσφυγής.
(6) Ο Υπουργός, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την υποβολή της προσφυγής, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον προσφεύγοντα την απόφασή του επί της προσφυγής, δια της οποίας απόφασης -
(α) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την προσφυγή· και
(β) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία ή απόφαση.
Η απόφαση του Υπουργού καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της στον προσφεύγοντα.
(7) Σε περίπτωση που ο Υπουργός υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει προσφυγή που του υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), στην απόφασή του επί της προσφυγής ο Υπουργός εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον προσφεύγοντα περί του δικαιώματος του να προσβάλει την απόφαση του Υπουργού με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και περί της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος.
(8) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -
(α) υποβάλλει προσφυγή, δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή
(β) υποβάλλει πληροφορία, δυνάμει του εδαφίου (4), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική, και υπόκειται-
(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος," σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές· ή
(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
10.-(1) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης -
(α) του έχοντα την εκμετάλλευση πετρελαιοφόρου να καταβάλει στη Αρμόδια Αρχή το αντίτιμο των δαπανών επιθεώρησης οι οποίες τον βαρύνουν κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6(7)(β), ή
(β) προσώπου, στο οποίο επεβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος Νόμου, να καταβάλει στην Αρμόδια Αρχή τέτοιο πρόστιμο,
η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
(2) Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συνιστά επιβάρυνση επί πετρελαιοφόρου, η οποία επιβάρυνση ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κατά τάξη της τελευταίας υποθήκης:
(α) δαπάνες επιθεώρησης που βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του πετρελαιοφόρου, βάσει του άρθρου 6(7)(β)
(β) διοικητικό πρόστιμο που επεβλήθηκε στον έχοντα την εκμετάλλευση του πετρελαιοφόρου δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(3) Σε περίπτωση που οδηγία ή διοικητικό πρόστιμο, που εκδόθηκε ή επέβλήθηκε, αντίστοιχα, δυνάμει του παρόντος Νόμου, προσβλήθηκε επιτυχώς είτε ενώπιον του Υπουργού κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 9 είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος, ισχύουν τα ακόλουθα:
(αα) τα εδάφια (1) και (2)(α) και (β) δεν εφαρμόζονται -
(i) αναφορικά με δαπάνες επιθεώρησης οι οποίες σχετίζονται με τέτοια οδηγία, και
(ii) αναφορικά με τέτοιο διοικητικό πρόστιμο·
(ββ) η Αρμόδια Αρχή επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν αντίτιμο των προαναφερόμενων δαπανών και οποιοδήποτε καταβληθέν προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο, στο πρόσωπο που το είχε καταβάλει.
11.-(1) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πλοίαρχος πετρελαιοφόρου που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που επιβάλλει αναφορικά με το πετρελαιοφόρο αυτό ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002 και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 2 έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(2) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (1) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές ο έχων την εκμετάλλευση πετρελαιοφόρου ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο εν γνώσει του συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.
(3) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (1) ή (2), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση του με την υποχρέωση την οποία αφορά η ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.
(4) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει την Αρμόδια Αρχή, οποιοδήποτε επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών ή εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε, τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, και υπόκειται -
(α) σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 3 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·
(β) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(5) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, βάσει του παρόντος Νόμου, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή έγκριση είτε ότι έχει διευκολύνει από την επιδειχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου που, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί ρε τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο διαπράττει το ίδιο ποινικό αδίκημα και υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.
12. Δεν ασκείται ποινική δίωξη δυνάμει του παρόντος Νόμου χωρίς τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
13.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει δημοσιευόμενους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κανονισμούς για την καλύτερη λειτουργία ή εφαρμογή του παρόντος Νόμου και/ή του Κανονισμού (ΕΚ) 417/2002, ή για τον καθορισμό ή ρύθμιση οποιουδήποτε συναφούς θέματος.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να συστήνουν αδίκημα για παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με διατάξεις τους, και να προβλέπουν ποινές και διοικητικά πρόστιμα για κολασμό της διάπραξης των αδικημάτων αυτών, που σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνουν την υψηλότερη ποινή και διοικητικό πρόστιμο, αντίστοιχα, που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο. Το άρθρο 29(β) του περί Ερμηνείας Νόμου δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τις ποινές που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.
(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να τροποποιεί με διάταγμά του οποιοδήποτε Παράρτημα των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων κανονισμών.
(4) Οι κανονισμοί και τα διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη. Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτά διαφορετικά.
(5) Η έκδοση κανονισμών δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.