Προοίμιο

Για σκοπούς εφαρμογής των πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο -

«Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 1990 για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης» (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε μέχρι και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 546/2004 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την τροποποίηση των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 του συμβουλίου για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό των ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 87 της 25.3.2004, σ. 13),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1255/97 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1997 για τα κοινοτικά κριτήρια που απαιτούνται για τα σημεία στάσης και για την τροποποίηση του σχεδίου δρομολογίου που αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ» (ΕΕ L 174 της 2.7.1997, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε μέχρι και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1040/2003 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/97 όσον αφορά τη χρήση των σημείων στάσης (ΕΕ L 151 της 19.6.2003, σ. 21),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 411/98 του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με συμπληρωματικούς κανόνες προστασίας των ζώων οι οποίοι ισχύουν για τα οδικά οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώων σε ταξίδια με διάρκεια άνω των οκτώ ωρών» (ΕΕ L 52 της 21.2. 1998, σ. 8),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου» (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ.1) όπως τροποποιήθηκε μέχρι και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1825/2000 της Επιτροπής, της 25ης Αυγούστου 2000, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας (ΕΕ L 216 της 26.8.2000, σ. 8),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών» (EE L 147 της 31.5.2001, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε μέχρι και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2245/2003 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2003, για τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την παρακολούθηση μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών σε αιγοπρόβατα (ΕΕ L 333 της 20.12.2003, σ. 28),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Οκτωβρίου 2002 για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο» (ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ.1) όπως τροποποιήθηκε μέχρι και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 813/2003 της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2003, για μεταβατικά μέτρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τη συλλογή, τη μεταφορά και την τελική διάθεση πρώην τροφίμων (ΕΕ L 117 της 13.5.2003, σ. 22),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1084/2003 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων των όρων χορήγησης άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους» (ΕΕ L 159 της 27.6.2003, σ. 1),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των αιγοπροβάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και των οδηγιών 92/102/ΕΟΚ και 64/432/ΕΟΚ» (ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ.8),

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 136/2004 της Επιτροπής της 22ας Ιανουαρίου 2004, για τη θέσπιση διαδικασιών κτηνιατρικών ελέγχων στους συνοριακούς σταθμούς επιθεώρησης της Κοινότητας κατά την εισαγωγή προϊόντων που προέρχονται από τρίτες χώρες» (ΕΕ L 21 της 28.1.2004, σ. 11),

 

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Εφαρμογής Κοινοτικών Κανονισμών στον Τομέα της Κτηνιατρικής Νόμος του 2004.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αστυνομικός» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 1990 για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης» (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 1) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1255/97» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/97 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1997 για τα κοινοτικά κριτήρια που απαιτούνται για τα σημεία στάσης και για την τροποποίηση του σχεδίου δρομολογίου που αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ (ΕΕ L 174 της 2.7.1997, σ. 1) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 411/98» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 411/98 του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 σχετικά με συμπληρωματικούς κανόνες προστασίας των ζώων οι οποίοι ισχύουν για τα οδικά οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώων σε ταξίδια με διάρκεια άνω των οκτώ ωρών (ΕΕ L 52 της 21.2. 1998, σ. 8) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου» (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ.1) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (EE L 147 της 31.5.2001, σ. 1) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Οκτωβρίου 2002 για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ.1) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1084/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1084/2003 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων των όρων χορήγησης άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους (ΕΕ L 159 της 27.6.2003, σ. 1) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 21/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 21/2004 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των αιγοπροβάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 και των οδηγιών 92/102/ΕΟΚ και 64/432/ΕΟΚ (ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ.8) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 136/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 136/2004 της Επιτροπής της 22ας Ιανουαρίου 2004, για τη θέσπιση διαδικασιών κτηνιατρικών ελέγχων στους συνοριακούς σταθμούς επιθεώρησης της Κοινότητας κατά την εισαγωγή προϊόντων που προέρχονται από τρίτες χώρες (ΕΕ L 21 της 28.1.2004, σ. 11) όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κοινοτική πράξη συναφής προς Κανονισμό» σημαίνει Κανονισμούς και Αποφάσεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν για σκοπούς εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού·

«Συμβούλιο Κτηνιατρικών Φαρμακευτικών Προϊόντων» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 των περί Κτηνιατρικών Φαρμακευτικών Προϊόντων (Έλεγχος Ποιότητας, Εγγραφή, Κυκλοφορία, Παρασκευή, Χορήγηση και Χρήση) Νόμων του 2001 έως 2004.

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.

(2) Οποιοιδήποτε άλλοι όροι, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο και οι οποίοι δεν τυγχάνουν διαφορετικού καθορισμού σε αυτόν θα έχουν την ίδια έννοια, που αποδίδεται σε αυτούς τους όρους από τους Κοινοτικούς Κανονισμούς, που αναφέρονται στο άρθρο 3.

Καθορισμός αρμόδιας αρχής

3.-(1) Για τους σκοπούς εφαρμογής -

(α) του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90,

(β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/97,

(γ) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 411/98,

(δ) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000,

(ε) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001,

(στ) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

(ζ) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 21/2004,

(η) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 136/2004, και

(θ) οποιασδήποτε κοινοτικής πράξης συναφούς προς τους Κανονισμούς που αναφέρονται ανωτέρω,

αρμόδια αρχή είναι οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ενεργουσών διά του Διευθυντή τους ή οποιουδήποτε άλλου λειτουργού των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών κατάλληλα εξουσιοδοτημένου από αυτόν.

(2) Για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1084/2003 και οποιασδήποτε κοινοτικής πράξης συναφούς προς τον εν λόγω Κανονισμό, αρμόδια αρχή είναι το Συμβούλιο Κτηνιατρικών Φαρμακευτικών Προϊόντων.

Εξουσίες εισόδου και επιθεώρησης

4.-(1) Κάθε λειτουργός της αρμόδιας αρχής, δεόντως εξουσιοδοτημένος και εφοδιασμένος. με κατάλληλη ταυτότητα, την οποία επιδεικνύει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, έχει εξουσία-

(α) να εισέρχεται ελεύθερα και χωρίς προειδοποίηση, σε οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία ή όχημα, για σκοπούς εποπτείας, επιθεώρησης, ελέγχου και εφαρμογής των Κοινοτικών Κανονισμών, που αναφέρονται στο άρθρο 3:

Νοείται ότι, η είσοδος σε κατοικία γίνεται μόνο ύστερα από την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του ενοίκου της ή με δικαστικό ένταλμα.

(β) να ασκεί το ανωτέρω δικαίωμα εισόδου και ελέγχου, συνοδευόμενος από αστυνομικό, σε περίπτωση που έχει εύλογη αιτία να αναμένει σοβαρή παρεμπόδιση στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

(γ) να προβαίνει σε οποιαδήποτε εξέταση ή διερεύνηση, όπως ο ίδιος κρίνει αναγκαίο υπό τις περιστάσεις.

(δ) να διατάσσει όπως δείγμα το οποίο έχει ληφθεί παραμείνει άθικτο για όσο χρονικό διάστημα είναι εύλογα αναγκαίο, για τη διενέργεια οποιασδήποτε εξέτασης ή διερεύνησης, με βάση την παράγραφο (γ).

(ε) να προβαίνει σε οποιεσδήποτε αναγκαίες καταμετρήσεις, λήψεις φωτογραφιών και καταγραφές για τους σκοπούς εξέτασης ή διερεύνησης, με βάση την παράγραφο (γ).

(στ) να προβαίνει στη λήψη δειγμάτων και να διενεργεί δειγματοληπτικές δοκιμές.

(ζ) να αποσυναρμολογεί ή να υποβάλλει σε οποιαδήποτε διαδικασία ή έλεγχο (χωρίς να προκαλεί ζημιά ή άλλη οικονομική επιβάρυνση ή να καταστρέφει, εκτός αν αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο) οποιοδήποτε αντικείμενο, συσκευή ή εγκατάσταση, που βρίσκεται σε οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία ή όχημα, όπου έχει εισέλθει, με βάση την παράγραφο (α).

(η) να κατάσχει και κατακρατεί οποιοδήποτε αντικείμενο ή συσκευή, που βρίσκεται σε οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία ή όχημα, για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο, για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:

(i) Να το εξετάσει ή να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο (ζ),

(ii) να διασφαλίσει ότι δεν θα παραποιηθεί ή αλλοιωθεί πριν από την συμπλήρωση της εξέτασής του,

(iii) να διασφαλίσει ότι είναι διαθέσιμο ως τεκμήριο σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία που διενεργείται.

(θ) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο να απαντήσει σε ερωτήσεις, εφόσον θεωρεί ότι το πρόσωπο αυτό κατέχει πληροφορίες σχετικές με την εξέταση οποιουδήποτε θέματος που διερευνά, με βάση τις διατάξεις των Κοινοτικών Κανονισμών, που αναφέρονται στο άρθρο 3.

(ι) να απαιτεί όπως του επιτραπεί η πρόσβαση σε οποιοδήποτε αρχείο, το οποίο είναι αναγκαίο για τη διενέργεια εξέτασης ή διερεύνησης, με βάση την παράγραφο (γ) .

(ια) να παίρνει αντίγραφα των αρχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (ι) ή οποιασδήποτε καταχώρησης γενομένης σε αυτά.

(ιβ) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο να του παρέχει όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, για την άσκηση των καθηκόντων του.

(2) Πρόσωπο, το οποίο αυτοπροσώπως ή δια υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του παρακωλύει ή παρεμποδίζει λειτουργό να ασκήσει οποιοδήποτε από τα καθήκοντά του, με βάση το εδάφιο (1), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ. 1.000,00 ή και στις δύο αυτές ποινές.

Αδικήματα

5. Πρόσωπο, το οποίο αυτοπροσώπως ή δια υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του προβαίνει σε πράξη ή παράλειψη, κατά παράβαση-

(α) των διατάξεων των άρθρων 7, 8, 9, 15 και 16 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001,

(β) των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 4, της παραγράφου 4 του άρθρου 5 και των άρθρων 7, 8, 9, 16, 19, 20, 22, 25 και 29 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

(γ) των απαγορευτικών ή επιτακτικών διατάξεων οποιωνδήποτε κανονισμών ή διαταγμάτων, που εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 7 και 8, αντίστοιχα,

είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ. 5.000,00 ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι, μετά τη δεύτερη καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου οι πιο πάνω ποινές διπλασιάζονται.

Ευθύνη αξιωματούχων, υπαλλήλων, νομικών προσώπων

6. Όταν αδίκημα, με βάση τον παρόντα Νόμο διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, συνενοχή ή έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο του προαναφερθέντος αδικήματος.

Εξουσία έκδοσης κανονισμών

7.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς για τον καθορισμό κάθε θέματος το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού, καθώς και για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των Κοινοτικών Κανονισμών που αναφέρονται στο άρθρο 3.

(2) Οι κανονισμοί, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύνανται να θεσπίζουν ποινικά αδικήματα και να προνοούν μέχρι και ποινή φυλάκισης έξι μηνών και χρηματική ποινή Λ.Κ. 2.000,00 ή και τις δύο αυτές ποινές.

Εξουσία έκδοσης διαταγμάτων

8. Ο Υπουργός έχει εξουσία να εκδίδει διατάγματα, τα οποία ρυθμίζουν θέματα τεχνικού χαρακτήρα, για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των Κοινοτικών Κανονισμών, που αναφέρονται στο άρθρο 3, τα οποία δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.