1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Απολαβών των Κρατικών Υπαλλήλων Νόμος του 2003.
2. Στον παρόντα Νόμο -
«δημόσια υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους·
«δημόσιος υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους·
«κρατική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τη Δημόσια Υπηρεσία, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, την υπηρεσία στις ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας ή στις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας, τη Δικαστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, την υπηρεσία στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας ή των Βοηθών τους και την υπηρεσία σε οποιαδήποτε θέση, αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο·
«κρατικός υπάλληλος» σημαίνει το πρόσωπο που κατέχει θέση στην κρατική υπηρεσία.
3. Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμού, ο οποίος ρυθμίζει θέματα που αφορούν -
(α) τη μισθοδοτική τοποθέτηση κρατικού υπαλλήλου που διορίζεται, προάγεται ή αποσπάται, και
(β) τον τρόπο αναπροσαρμογής του μισθού κρατικού υπαλλήλου, του οποίου η θέση αναβαθμίζεται ή υποβαθμίζεται συνεπεία αναθεώρησης μισθών ή αναδιοργάνωσης,
εφαρμόζονται για τα θέματα αυτά, σε σχέση με τους κρατικούς υπαλλήλους, τα ισχύοντα στη δημόσια υπηρεσία για τους δημόσιους υπαλλήλους, όπως αυτά διαλαμβάνονται στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους και στους Νόμου που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, καθώς και στους εκάστοτε ισχύοντες με βάση τους Νόμους αυτούς, Κανονισμούς.