11. Η αρμόδια αρχή δύναται -
(α) να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, αφού προηγουμένως εξασφαλίσει την έγκριση της Επιτροπής, εάν διαπιστώσει ότι οι διατάξεις ασφαλείας που προβλέπονται από τον RID, όπως τροποποιείται με το Παράρτημα, κρίθηκαν, σε περίπτωση ατυχήματος, ή άλλου συμβάντος, ανεπαρκείς για τον περιορισμό των εγγενών κινδύνων της μεταφοράς και εάν χρειάζονται επείγουσες ενέργειες∙
(β) να αναθέτει οποιαδήποτε εργασία που της παρέχεται από τον παρόντα Νόμο και αφορά ελέγχους και δοκιμές, σε οποιοδήποτε φορέα πληρεί τις τεχνικές, διοικητικές ή άλλες απαιτήσεις της και να αναστείλει ή να ακυρώσει την ανάθεση αυτή∙
(γ) να επιτρέπει τη χορήγηση άδειας ισχύουσας μόνο στη Δημοκρατία για την εκτέλεση ad hoc μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων οι οποίες είτε απαγορεύονται από τον RID, όπως τροποποιείται με το Παράρτημα είτε εκτελούνται υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στον RID, εφόσον οι μεταφορές αυτές πραγματοποιούνται εκτάκτως και είναι σαφώς καθορισμένες και περιορισμένες χρονικά∙
(δ) να μπορεί, εφόσον ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή, προκειμένου για διαδρομές δεόντως καθορισμένες στη Δημοκρατία, να επιτρέπει τακτικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων που αποτελούν μέρος συγκεκριμένης βιομηχανικής διαδικασίας, οι οποίες είτε απαγορεύονται από τον RID, όπως τροποποιείται με το Παράρτημα είτε εκτελούνται υπό συνθήκες διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στον RID, εφόσον οι μεταφορές αυτές είναι τοπικές και ελέγχονται αυστηρά υπό σαφώς καθορισμένους όρους∙
(ε) να μπορεί, εφόσον ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή, να επιτρέπει μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων υπό όρους λιγότερο αυστηρούς από τους οριζόμενους στον RID, όπως τροποποιείται με το Παράρτημα, προκειμένου για τοπικές μεταφορές μικρής διαδρομής εντός λιμένων, αερολιμένων ή βιομηχανικών ζωνών.
12. Κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατ΄ εφαρμογή του παρόντος Νόμου και συνεπάγεται ή επιβάλλει την απόσυρση μέσου ή εμπορεύματος από την αγορά ή την κυκλοφορία, πρέπει να αιτιολογείται επακριβώς. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο το ταχύτερο, με υπόμνηση των ένδικων μέσων που έχει στη διάθεσή του βάσει της κείμενης νομοθεσίας, καθώς και των προθεσμιών που διαθέτει για την άσκησή τους.
13.-(1) Κάθε πρόσωπο, του οποίου το έννομο συμφέρον προσβλήθηκε λόγω απόφασης, πράξης ή παράλειψης της αρμόδιας αρχής, μπορεί να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού.
(2) Η ιεραρχική προσφυγή ασκείται εγγράφως μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημερομηνία που το πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) έλαβε γνώση της απόφασης ή πράξης της αρμόδιας αρχής, και σε περίπτωση παράλειψης, από την ημέρα που η παράλειψη περιήλθε στη γνώση του προσφεύγοντος.
(3) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερόμενους ή δώσει την ευκαιρία σε αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους προφορικώς ή γραπτώς, αποφασίζει -
(α) να επικυρώσει ή ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση ή πράξη,
(β) να τροποποιήσει την απόφαση ή πράξη,
(γ) να εκδώσει απόφαση σε αντικατάσταση της προσβληθείσας απόφασης ή πράξης για θεραπεία της παράλειψης,
(δ) να παραπέμψει την υπόθεση στην αρμόδια αρχή για επανεξέταση υπό το φως τυχόν οδηγιών ή παρατηρήσεων.
14. Ο Υπουργός δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να ρυθμίζει τα ακόλουθα θέματα:
(α) Να επιβάλλει ειδικούς όρους που αφορούν τα κατασκευαστικά των μεταφορικών μέσωνֹ
(β) να καθορίσει την ημερομηνία μέχρι την οποία μεταφορικά μέσα ή δεξαμενές που κατασκευάστηκαν σε καθορισμένη ημερομηνία θα μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται στη Δημοκρατία∙
(γ) να χορηγεί προσωρινές παρεκκλίσεις προκειμένου να μπορούν να διεξάγονται στη Δημοκρατία οι αναγκαίες δοκιμές για την τροποποίηση των διατάξεων του RID, όπως τροποποιείται με το Παράρτημα, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της βιομηχανίας.
15.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για να ρυθμίσει οποιοδήποτε άλλο θέμα μπορεί ή πρέπει να ρυθμιστεί με Κανονισμούς.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει Κανονισμούς -
(α) που να καθορίζουν τη διαδικασία διεξαγωγής, την έκταση και το περιεχόμενο των ελέγχων∙
(β) που να καθορίζουν περαιτέρω εξουσίες για τους επιθεωρητές σε σχέση με τους ελέγχους∙
(γ) που να καθορίζουν τα μέτρα που μπορεί να λαμβάνει η αρμόδια αρχή, όταν διαπιστώνονται παραβάσεις κατά τη σιδηροδρομική μεταφορά επικινδύνων εμπορευμάτων∙
(δ) που να καθορίζουν τις υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής σε σχέση με την ενημέρωση της Επιτροπής και των άλλων κρατών μελών αναφορικά με τους ελέγχους∙
(ε) που να καθορίζουν τις υποχρεώσεις των φορέων ή οργανισμών που εξουσιοδοτούνται από την αρμόδια αρχή ή που τους έχει ανατεθεί εργασία από την αρμόδια αρχή δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 11∙
(στ) που να καθορίζουν τις διαδικασίες και τα κριτήρια που αφορούν την εξουσιοδότηση φορέων ή οργανισμών που εξουσιοδοτούνται από την αρμόδια αρχή δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 11∙
(ζ) που να καθορίζουν, τηρουμένου του Κοινοτικού δικαίου, ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας για τις εθνικές ή διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων, εφόσον ο RID, όπως τροποποιείται με το Παράρτημα, δεν καλύπτει το συγκεκριμένο τομέα όσον αφορά -
(i) την κυκλοφορία των σιδηροδρομικών συρμώνֹ∙
(ii) τη διάταξη των βαγονιών εμπορευμάτων στον σιδηροδρομικό συρμό, που εκτελεί εθνικό δρομολόγιοֹ∙
(iii) τους κανόνες εκμετάλλευσης σχετικά με τις πράξεις που συνδέονται με τη μεταφορά, όπως η διαλογή ή η στάθμευσηֹ∙
(iv) την κατάρτιση του προσωπικού και τη διαχείριση των πληροφοριών σχετικά με τα μεταφερόμενα επικίνδυνα εμπορεύματα∙
(v) τους ειδικούς κανόνες σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων στους επιβατικούς σιδηροδρομικούς συρμούς.
16.-(1) Η αρμόδια αρχή εισπράττει τέλη για οποιεσδήποτε υπηρεσίες παρέχει βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα οποία υπολογίζονται βάσει των πραγματικών εξόδων και προστίθενται οποιαδήποτε άλλα διοικητικά έξοδα.
(2) Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει την κατάθεση ικανοποιητικής εγγύησης για την καταβολή των τελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
17.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο -
(α) παρεμποδίζει επιθεωρητή στην εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών που του ανατίθενται με βάση τον παρόντα Νόμο ή των δυνάμει τούτου εκδοθέντων κανονισμών ή διαταγμάτων,
(β) παρεμποδίζει οποιοδήποτε αστυνομικό ή πρόσωπο που συνοδεύει τον επιθεωρητή, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 10, να εισέλθει σε υποστατικό,
(γ) αρνείται να παράσχει σε επιθεωρητή ή σε πρόσωπο που τον συνοδεύει, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 10, ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος υποστατικού, ή
(δ) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε αξίωση του επιθεωρητή, που υποβάλλεται με βάση το άρθρο 10,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης, που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο -
(α) παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 5,
(β) μεταφέρει ή επιτρέπει τη μεταφορά επικίνδυνου εμπορεύματος που εν γνώσει του δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδοθέντων κανονισμών ή διαταγμάτων, ή
(γ) χρησιμοποιεί ή επιτρέπει ή ανέχεται τη χρήση της σήμανσης ή εγγράφου που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδοθέντων κανονισμών παραπλανητικά ή πλαστογραφεί ή παραποιεί αυτά με σκοπό να παραπλανήσει άλλο πρόσωπο,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδοθέντων κανονισμών ή διαταγμάτων για την οποία δεν προβλέπεται άλλη ποινή, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
(4) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα βάσει του παρόντος άρθρου, κάθε πρόσωπο που το αντιπροσωπεύει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και κάθε διευθυντής ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ή διευθύνων σύμβουλος ή γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ότι κατέχει οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες στο παρόν εδάφιο ιδιότητες, που εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα, είναι, ταυτόχρονα με το νομικό πρόσωπο, ένοχο του αδικήματος αυτού και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο Νόμος αυτός για το εν λόγω αδίκημα.