1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος του 2006.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«άγαμος γονέας» [Διαγράφηκε]·
«αιτητής» σημαίνει πρόσωπο που αιτείται δημόσιο βοήθημα ή υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
«αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα» σημαίνει ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού βάσει του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμον·
«ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ’ αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία·
«βασικές ανάγκες» περιλαμβάνουν τροφή, απαραίτητη ένδυση και υπόδηση, υδατοπρομήθεια, καύσιμα, φωτισμό, είδη υγιεινής διαβίωσης, καθώς επίσης ανάγκες σχετικές με την προσωπική άνεση του αιτητή και κάθε προσώπου που εξαρτάται από αυτόν·
«δημόσιο βοήθημα» σημαίνει βοήθημα σε μετρητά ή σε είδος, με βάση το μηνιαίο επίδομα ή με άλλο τρόπο·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή τον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του·
«ειδικές ανάγκες» περιλαμβάνουν στέγαση, φροντίδα, καθώς και άλλες ανάγκες οι οποίες προκύπτουν από την ψυχική ή σωματική υγεία ή οποιαδήποτε ανικανότητα του αιτητή ή του λήπτη ή των εξαρτωμένων του και των οποίων η ικανοποίηση θα μειώσει το βαθμό εξάρτησής τους από το δημόσιο βοήθημα ή θα συμβάλει ουσιαστικά στην περιφρούρηση της αξιοπρέπειάς τους·
«εισόδημα και οικονομικοί πόροι» σε σχέση με οποιοδήποτε αιτητή ή λήπτη περιλαμβάνουν:
(α) Καθαρό εισόδημα από την εργασία, την περιουσία και οποιαδήποτε σύνταξη·
(β) εισόδημα από εισφορές προσώπων που είναι υπεύθυνα, σύμφωνα με το Νόμο, να συντηρούν τον αιτητή ή λήπτη·
(γ) εισόδημα ή χορήγημα ή άλλο ωφέλημα που παρέχεται από τη Δημοκρατία·
(δ) εισόδημα από το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή από οποιοδήποτε άλλο Σχέδιο· και
(ε) καθαρό εισόδημα, χορήγημα ή άλλο ωφέλημα, το οποίο ο αιτητής ή λήπτης λαμβάνει ή δικαιούται με βάση οποιοδήποτε νόμο να λάβει από οποιαδήποτε πηγή το οποίο ο Διευθυντής θεωρεί κατάλληλο να ληφθεί υπόψη·
«εκούσια άνεργος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο επίμονα αρνείται εργασία την οποία αυτό είναι ικανό να εκτελέσει ή, αν ήδη απασχολείται σε πλήρη ή μερική βάση, αρνείται νέα πιο προσοδοφόρα εργασία ή συμπληρωματική εργασία την οποία είναι ικανό να εκτελέσει ή αρνείται να παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων για σκοπούς εκπαίδευσης ή κατάρτισης ή αρνείται να υποστεί ιατρική περίθαλψη ή εξέταση, η οποία θα υποβοηθούσε αυτό να εξασφαλίσει προσοδοφόρα εργασία ή αρνείται να αποδείξει την ανικανότητά του για εργασία·
«έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει την κατάσταση που δημιουργήθηκε ως συνέπεια της τουρκικής εισβολής και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της κατάστασης αυτής·
«εκτοπισμένος» έχει την έννοια που δίδεται σε αυτόν σύμφωνα με τον περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόμο·
«ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές» σημαίνει τις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η κυβέρνηση της Δημοκρατίας ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο∙
«εξαρτώμενο πρόσωπο» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο ο αιτητής ή λήπτης έχει υποχρέωση να συντηρεί δυνάμει του άρθρου 12·
«Ευρωπαίος πολίτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους συμβαλλόμενου μέρους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαίου 1992 και η οποία κυρώθηκε με τον περί της Συμφωνίας Συμμετοχής της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και της Τελικής Πράξης (Κυρωτικό) Νόμο του 2004, και περιλαμβάνει και τα μέλη της οικογένειας ευρωπαίου πολίτη κατά την έννοια των περί της Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμων του 2003 και 2004∙
«Ευρωπαίος πολίτης που διατηρεί την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου» σημαίνει τον ευρωπαίο πολίτη που άσκησε το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία για την άσκηση μισθωτής ή για την άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας και δεν είναι πλέον μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος∙
(β) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στο κατά τόπο αρμόδιο Γραφείο Εργασίας∙
(γ) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών έχει καταγραφεί στο κατά τόπους αρμόδιο Γραφείο Εργασίας ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία:
Νοείται ότι στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο των έξι μηνών∙
(δ) παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης:
Νοείται ότι, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος είναι ακουσίως άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και της κατάρτισης∙
«καθαρό εισόδημα» σημαίνει το εισόδημα που απομένει, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, για απόκτηση του ακαθάριστου εισοδήματος·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«λήπτης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο λαμβάνει δημόσιο βοήθημα ή υπηρεσία ή για το οποίο παρέχεται τέτοιο βοήθημα ή υπηρεσία·
«μόνος γονέας» [Διαγράφηκε]·
«συγγενής» σημαίνει γονέα, τέκνο, σύζυγο και σε περίπτωση εξώγαμου τέκνου, πρόσωπο που θα είχε την ίδια συγγένεια με αυτό αν δεν ήταν εξώγαμο·
«υπήκοος τρίτης χώρας» σημαίνει πρόσωπο το οποίο δεν είναι Ευρωπαίος πολίτης∙
«Υπηρεσίες» σημαίνει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«φροντίδα» σημαίνει την παροχή υπηρεσιών περιποίησης, πρακτικής βοήθειας και εξυπηρέτησης σε άτομο το οποίο, λόγω της σωματικής, πνευματικής ή ψυχολογικής του κατάστασης, αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί σε τομείς, οι οποίοι είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του και την ομαλή προσωπική και κοινωνική του λειτουργικότητα με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία.