3.- (1) Σε κάθε πολίτη της Δημοκρατίας ο οποίος:
(α) έχει τη νόμιμη συνήθη διαμονή του, για συνεχή περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι η προϋπόθεση για συνήθη διαμονή τουλάχιστον ενός έτους που προβλέπεται στην παράγραφο (α) ανωτέρω δε θα ισχύει στις περιπτώσεις πολιτών της Δημοκρατίας που έχουν επαναπατρισθεί ή είναι ανάπηροι ή είναι ηλικίας κάτω του ενός έτους.
(2) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:
(α) έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία και ο οποίος διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος ασκεί το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία για την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας ή για την άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας ή που διατηρεί την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου, και ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
(4) Σε κάθε ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές για περίοδο άνω των τριών μηνών,
(β) απέκτησε το δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία διότι απέδειξε ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του ή λόγω παρακολούθησης σπουδών, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του, και
(γ) στη συνέχεια απώλεσε τους πιο πάνω αναφερόμενους πόρους με αποτέλεσμα τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί του πόροι να μην επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(5) Σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος έχει είτε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία είτε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε άλλο κράτος μέλος και άδεια μετανάστευσης στη Δημοκρατία, ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και για τη στέγασή του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος κατέχει νομικό καθεστώς που προβλέπεται στους περί Προσφύγων Νόμο και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εξαιρουμένων των αιτητών ασύλου και των προσώπων με καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(7) [Διαγράφηκε]
(8) Σε κάθε πρόσωπο το οποίο αποτελεί θύμα κατά την έννοια του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου ή/και κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Εμπορίας Προσώπων, Ιδιαίτερα των Γυναικών και Παιδιών, το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο Διεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα όπως αυτό κυρώθηκε από τον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικό) Νόμο, το οποίο:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(9) Το δημόσιο βοήθημα παρέχεται σε όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση που υποβάλλει προσωπικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, εάν κωλύεται προς τούτο λόγω της πνευματικής ή ψυχολογικής του κατάστασης, δι’ αντιπροσώπου.
(10) Δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται:
(α) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία:
(i) σε ανάπηρα πρόσωπα,
(ii) [Καταργήθηκε],
(iii) σε γονέα που έχει τέσσερα τουλάχιστον εξαρτώμενα τέκνα, τα οποία διαμένουν μαζί του, ή
(iv) σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, λόγω εξαιρετικά σοβαρών οικογενειακών περιστάσεων, χρειάζεται οικονομική βοήθεια για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος διάσπασης ή διάλυσης της οικογένειάς του·
(β) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης εγκεκριμένο από οποιαδήποτε αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας:
(γ) για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα, κατά την οποία ο αιτητής απουσιάζει από τη Δημοκρατία·
(δ) για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα, κατά την οποία ο αιτητής εισήχθηκε σε νοσοκομείο ή άλλο ίδρυμα με δαπάνες της Δημοκρατίας ή δωρεάν:
Νοείται ότι ο Διευθυντής μπορεί να συνεχίσει την παροχή δημόσιου βοηθήματος:
(i) για την κάλυψη προσωπικών αναγκών του αιτητή, οι οποίες δεν καλύπτονται από το νοσοκομείο ή το ίδρυμα στο οποίο διαμένει ή από άλλους κρατικούς πόρους· και
(ii) για την κάλυψη για περίοδο μέχρι τρεις μήνες δαπανών υδατοπρομήθειας, ηλεκτρισμού και ενοικίου κατοικίας, στην οποία ο αιτητής θα επιστρέψει μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο ή το ίδρυμα·
(ε) αν το μέρος της κατοικίας του αιτητή ή το μέρος της κατοικίας οποιουδήποτε προσώπου που διαμένει στη Δημοκρατία και είναι υπόχρεο σύμφωνα με το νόμο να το συντηρεί, δεν είναι ελεύθερα προσιτό στο Διευθυντή, σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, για τη διεξαγωγή έρευνας, η οποία δυνατό να θεωρηθεί αναγκαία για τους σκοπούς του Νόμου αυτού:
(στ) αν ο αιτητής, εκτός από την οικία στην οποία δυνατό να διαμένει, κατέχει κινητή ή ακίνητη περιουσία την οποία παραλείπει να αναπτύξει ή εκμεταλλευθεί με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημά του ή να βελτιώσει τους οικονομικούς του πόρους ή να τον καταστήσει αυτοσυντήρητο·
(ζ) αν η οικία στην οποία ο αιτητής διαμένει είναι τέτοιας αξίας, ώστε με τη χρησιμοποίηση ή αξιοποίησή της, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό, θα βελτιώνονταν οι οικονομικοί του πόροι ή θα καθίστατο αυτοσυντήρητος·
(η) αν ο αιτητής αρνείται να αναλάβει προσοδοφόρα εργασία, εκτός αν κρίνεται από το Διευθυντή απαραίτητη η παρουσία του στο σπίτι για σκοπούς φροντίδας των ανήλικων τέκνων του ή άλλων εξαρτώμενων μελών της οικογένειας·
(θ) αν ο αιτητής αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία στο Διευθυντή σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση ή σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα το οποίο θα επηρεάσει, κατά ουσιώδη τρόπο, οποιαδήποτε σχέδια ή οποιεσδήποτε αποφάσεις που θα ληφθούν από το Διευθυντή αναφορικά με την αποκατάστασή του ή το δικαίωμά του για δημόσιο βοήθημα.
(11) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) μέχρι (9) και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (10) του άρθρου αυτού, δεν εκπίπτει του δικαιώματός του για δημόσιο βοήθημα:
(α) Ανάπηρος ή ασθενής ο οποίος απουσιάζει από τη Δημοκρατία, με βάση ιατρική βεβαίωση, για λόγους υγείας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες,
(β) ανάπηρος ο οποίος φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Κύπρο ή στο εξωτερικό για σκοπούς απόκτησης εφοδίων που θα συμβάλουν στην απεξάρτησή του από το δημόσιο βοήθημα, νοουμένου ότι η χρονική διάρκεια της εκπαίδευσής του δεν υπερβαίνει το ένα έτος από την ελάχιστη απαιτούμενη περίοδο φοίτησης που το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα καθορίζει για τη συμπλήρωση των σπουδών για απόκτηση του σχετικού καταληκτικού πιστοποιητικού ή διπλώματος ή τίτλου, πτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου:
(γ) άτομο το οποίο κατά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του τελούσε υπό τη φροντίδα του Διευθυντή και φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, για σκοπούς απόκτησης εφοδίων που θα συμβάλουν στην επαγγελματική του αποκατάσταση:
(12) Τηρουμένων των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περιπτώσεις όπου η αναπηρία προσώπου που υπέβαλε αίτηση για δημόσιο βοήθημα είναι προβλεπτής διάρκειας, ο Διευθυντής μπορεί να παρέχει τέτοιο βοήθημα ως αναπηρικό επίδομα, εάν κρίνει τούτο αναγκαίο.
(13) Εάν η αίτηση για δημόσιο βοήθημα που υποβάλλεται από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανάπηρος, απορριφθεί και στη συνέχεια ο αιτητής ζητήσει επανεξέταση της αίτησής του, ο Διευθυντής προβαίνει στην επανεξέταση, αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία καθιδρύεται και λειτουργεί με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο:
(14) Εάν οποιοσδήποτε αιτητής που πληροί τις προϋποθέσεις παροχής σ΄ αυτόν δημόσιου βοηθήματος, κατέχει, εκτός από την οικία στην οποία διαμένει, άλλη ακίνητη ή κινητή περιουσία, της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται από το Διευθυντή ως μη εφικτή, παρέχεται σ’ αυτόν το δημόσιο βοήθημα το οποίο θα ανακτάται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27.
(15) Για σκοπούς εφαρμογής του ανωτέρου εδαφίου (14) και του άρθρου 27, ο Διευθυντής μπορεί, πριν από την απόφασή του για παροχή δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή, να επιβάλει απαγόρευση επί ολόκληρης ή μέρους της ακίνητης περιουσίας του της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται με βάση το εδάφιο (14) ως μη εφικτή. Η απαγόρευση επιβάλλεται ύστερα από συνεννόηση με το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών.
(16) Για τους σκοπούς του εδαφίου (15), ο όρος “απαγόρευση” έχει την έννοια που του αποδίδεται από το εδάφιο (5)(β) του άρθρου 12 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.
4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής μπορεί να παρέχει δημόσιο βοήθημα σε άτομο το οποίο ευρίσκεται σε επείγουσα ανάγκη του βοηθήματος αυτού, ως αποτέλεσμα ειδικών προσωπικών περιστάσεων ή απροσδόκητης ή έκτακτης κατάστασης που επηρεάζει το εν λόγω άτομο. Ενεργώντας για το σκοπό αυτό, ο Διευθυντής δύναται να παραβλέψει την ανάγκη διεξαγωγής πλήρους έρευνας σε σχέση με το άτομο αυτό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 ή την προσήλωσή του σε αυστηρή συμμόρφωση με τις διατάξεις των Κανονισμών που διέπουν τη διαδικασία παροχής του βοηθήματος.
5. Η απόφαση αν κάποιος αιτητής ή λήπτης πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος καθώς και για το ύψος του βοηθήματος το οποίο δικαιούται, αποτελεί καθήκον του Διευθυντή και κάθε τέτοια απόφαση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν:
Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται να αναθέτει σε οποιοδήποτε Λειτουργό των Υπηρεσιών του ή σε επιτροπή αποτελούμενη από Λειτουργούς των Υπηρεσιών του ή από άλλα άτομα, να εξετάζει ορισμένα θέματα που αναφύονται από την αίτηση και να υποβάλλει στον ίδιο σχετική έκθεση.
6. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσό του δημόσιου βοηθήματος το οποίο παρέχεται σε κάποιο άτομο για ικανοποίηση των βασικών ή ειδικών αναγκών του, είναι το ποσό κατά το οποίο το εισόδημα και οι οικονομικοί του πόροι υπολείπονται του ποσού που είναι αναγκαίο για ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών του, όπως τούτο καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι το ποσό του δημόσιου βοηθήματος που παρέχεται για κάλυψη βασικών ή ειδικών αναγκών δεν θα είναι μικρότερο των πέντε λιρών.
7. Εάν ο αιτητής συγκατοικεί με το σύζυγό ή τη σύζυγό του, τότε, για να διαπιστωθεί κατά πόσο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για την παροχή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος και για τον προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω βοηθήματος, λαμβάνονται υπόψη, ως σύνολο, τόσο οι ανάγκες και των δύο, όσο και τα εισοδήματα και οι οικονομικοί τους πόροι. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση δύο προσώπων τα οποία συζούν ως σύζυγοι.
8. Τα ποσά που καταβάλλονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για την παροχή σ’ αυτό δημόσιου βοηθήματος, περιλαμβάνουν ποσά για την κάλυψη ειδικών αναγκών του ατόμου αυτού ως εξής:
(α) αν ο ίδιος ή οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του το οποίο έχει υποχρέωση να συντηρήσει, έχει ανάγκη φροντίδας ή χρειάζεται άμεσα ένδυση ή οικιακό εξοπλισμό ή αντιμετωπίζει άλλες ειδικές προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες, παραχωρείται από το Διευθυντή επιπρόσθετη βοήθεια, η οποία κρίνεται αναγκαία, νοουμένου ότι οι δαπάνες για τη συγκεκριμένη ανάγκη δεν καλύπτονται από άλλους κρατικούς πόρους·
(β) αν ο ίδιος δε διαθέτει ή δε δύναται να εξασφαλίσει δωρεάν στέγη ή κατάλυμα και ζει σε υποστατικό με ενοίκιο, ο Διευθυντής καταβάλλει σ’ αυτόν το ποσό ενοικίου που δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατόν του ποσού που έχει ορισθεί για τις βασικές του ανάγκες, με ανώτατο όριο τις τριακόσιες πενήντα λίρες μηνιαίως:
Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιτρέπει την πληρωμή μεγαλύτερου ποσού ενοικίου μέχρι και ολόκληρο το καταβαλλόμενο ενοίκιο, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει τούτο αναγκαίο:
Νοείται περαιτέρω ότι το ποσό που καταβάλλεται για ενοίκιο θα μειώνεται κατά:
(i) το ποσό οποιωνδήποτε προσόδων από υπενοικίαση οποιουδήποτε τμήματος του υποστατικού σε σχέση με το οποίο καταβάλλεται το ενοίκιο,
(ii) το ποσό οποιασδήποτε συνεισφοράς η οποία, κατά τη γνώμη του Διευθυντή, έπρεπε να καταβάλλεται ως ενοίκιο από τα μη εξαρτώμενα τέκνα του ή άλλα πρόσωπα τα οποία διαμένουν μαζί του, και
(iii) το ποσό που καταβάλλεται στο λήπτη για ενοίκιο από οποιαδήποτε άλλη πηγή·
(γ) αν ο ίδιος κατοικεί σε ιδιόκτητο υποστατικό, ο Διευθυντής καταβάλλει:
(i) στο πρόσωπο ή στον οργανισμό που τυχόν έχει παραχωρήσει δάνειο για ανέγερση του εν λόγω υποστατικού, το ποσό που καταβάλλεται περιοδικά για εξόφληση του δανείου και των τόκων του, μέχρι όμως του ποσού που θα μπορούσε να καταβληθεί με βάση την παράγραφο (β) ανωτέρω και υπό την προϋπόθεση ότι, το δάνειο είχε συναφθεί ένα τουλάχιστο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης για δημόσιο βοήθημα, εκτός αν ο Διευθυντής ικανοποιηθεί ότι το δάνειο είχε συναφθεί καλόπιστα· ή
(ii) στον ίδιο, ποσό μέχρι χίλιες λίρες για δαπάνες επιδιορθώσεων του υποστατικού εφόσον αυτές εγκρίθηκαν προηγουμένως από το Διευθυντή·
(δ) Ο Διευθυντής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιτρέπει την καταβολή ποσού μέχρι επτακόσιες πενήντα λίρες, σε λήπτες οι οποίοι διαμένουν για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών σε υποστατικά μη ιδιόκτητα και στα οποία αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να διαμένουν για περαιτέρω περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους·
(ε) αν ο ίδιος ή εξαρτώμενό του πρόσωπο έχει ανάγκη επαγγελματικής εκπαίδευσης ή εργαλείων ή άλλου εξοπλισμού, με τα οποία θα καταστεί υπό κανονικές συνθήκες οικονομικά αυτοσυντήρητος ή θα μειωθεί ο βαθμός εξάρτησής του από το δημόσιο βοήθημα, ο Διευθυντής δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να εξουσιοδοτήσει την πληρωμή χορηγήματος σ’ αυτόν, το οποίο δε θα υπερβαίνει τις χίλιες λίρες σε σχέση με τις ανάγκες αυτές·
(στ) ο Διευθυντής δύναται να επιτρέπει την πληρωμή ποσού που δε θα υπερβαίνει τις εκατό λίρες κάθε χρόνο, για την κάλυψη δαπανών για θέρμανση·
(ζ) επιπρόσθετα από οποιοδήποτε ποσό που χορηγείται για ειδικές ανάγκες, σε περίπτωση ανάπηρου προσώπου, θα παρέχεται και ειδικό επίδομα για προσωπικές ανάγκες, ίσο με το μισό του επιδόματος που χορηγείται στο εν λόγω ανάπηρο πρόσωπο για βασικές ανάγκες·
(η) ο Διευθυντής δύναται να εγκρίνει πρόσθετο επίδομα ίσο με το ύψος της απαιτούμενης εισφοράς στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αν ο λήπτης διέκοψε για σοβαρό λόγο την εισφορά του και η συνέχισή της θα βοηθήσει στην απεξάρτησή του από το δημόσιο βοήθημα ή θα μειώσει το ύψος του δημόσιου βοηθήματος· και
(θ) ο Διευθυντής καταβάλλει στο λήπτη τα ποσά που οφείλει να πληρώσει ως δημοτικούς φόρους ή άλλους παρόμοιους φόρους.
9-(1) Τα ακόλουθα εισοδήματα και οικονομικοί πόροι ενός αιτητή ή λήπτη δε λαμβάνονται υπόψη για την παροχή δημόσιου βοηθήματος ή για τον καθορισμό του ύψους τέτοιου βοηθήματος:
(α) Καθαρό μηνιαίο εισόδημα:
(i) μέχρι πενήντα λίρες, όταν προέρχεται από εργασία του αιτητή ή λήπτη, ή
(ii) μέχρι τριακόσιες λίρες, όταν προέρχεται από εργασία και ο αιτητής ή η αιτήτρια ή η σύζυγος ή ο σύζυγος, αντίστοιχα, είναι ανάπηρο πρόσωπο, ή
(iii) μέχρι εκατό λίρες, όταν προέρχεται από εργασία και ο αιτητής ή η αιτήτρια είναι άνω των 63 ετών ή είναι ψυχικά ασθενής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου·
(β) [Καταργήθηκε]·
(γ) οποιοδήποτε βοήθημα γάμου δυνάμει του Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
(δ) αποταμιεύσεις του αιτητή ή λήπτη μέχρι του ποσού των δύο χιλιάδων λιρών και αποταμιεύσεις οποιουδήποτε μέλους της οικογένειάς του, το οποίο έχει νομική ευθύνη να τον συντηρεί, μέχρι του ποσού των χιλίων λιρών, νοουμένου ότι το ανώτατο ποσό αποταμιεύσεων για όλα τα μέλη της οικογένειάς του δε θα υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες·
(ε) κάθε χρηματικό ωφέλημα δυνάμει του περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμου·
(στ) οποιαδήποτε συνεισφορά τέκνων αιτητή ή λήπτη που διαμένουν στο εξωτερικό ή συνεισφορά αγαθοεργού ή φιλανθρωπικού ιδρύματος·
(ζ) [Καταργήθηκε]·
(η) το επίδομα βαριάς κινητικής αναπηρίας που παρέχεται από την Υπηρεσία Μέριμνας Αναπήρων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
(θ) το επίδομα διακίνησης που παρέχεται σε αναπήρους από το Υπουργείο Οικονομικών·
(ι) το ειδικό τιμητικό χορήγημα που παρέχεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού σε αναξιοπαθούντες ανθρώπους του Πνεύματος και της Τέχνης·
(ια) η ειδική χορηγία που παρέχεται σε τυφλά άτομα με βάση το άρθρο 6 του περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμου·
(ιβ) οποιεσδήποτε αποζημιώσεις που λήφθηκαν ως αποτέλεσμα βλάβης ή ζημιάς από ατύχημα, εξαιρουμένων των τόκων από τις εν λόγω αποζημιώσεις·
(ιγ) [Καταργήθηκε].
(2) Εάν ο λήπτης δημόσιου βοηθήματος ή ο σύζυγος ή η σύζυγος ή ο συμβίος ή η συμβία του, αντίστοιχα, εργοδοτηθεί μετά από ανεργία τουλάχιστο έξι μηνών, θα συνεχίσει να λαμβάνει δημόσιο βοήθημα για τον ίδιο και τους εξαρτώμενούς του για τους επόμενους δώδεκα μήνες, ως ακολούθως:
(α) πλήρη δικαιώματα για τους τέσσερις πρώτους μήνες μετά την εργοδότησή του,
(β) δύο τρίτα των πιο πάνω δικαιωμάτων για τους επόμενους τέσσερις μήνες, και
(γ) ένα τρίτο των πιο πάνω δικαιωμάτων για τους επόμενους τέσσερις μήνες:
Νοείται ότι στην περίπτωση αιτητή στον οποίο παραχωρήθηκε δημόσιο βοήθημα με βάση τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου για περίοδο τεσσάρων τουλάχιστο μηνών, δε θα επαναρχίζει η καταβολή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος πριν την παρέλευση έξι μηνών από την ημέρα που ο αιτητής κατέστη εκ νέου άνεργος, εκτός εάν ο Διευθυντής ικανοποιηθεί με βάση συγκεκριμένα στοιχεία ότι ο αιτητής είναι ανίκανος για εργασία ή είναι αδύνατο γι’ αυτόν να εξεύρει εργασία.
10. Όταν διαπιστώνεται ότι ο λήπτης αδυνατεί να χρησιμοποιήσει το ποσό του δημόσιου βοηθήματος για το σκοπό που αυτό παρέχεται, ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήσει την παροχή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος, είτε με τη μορφή αγαθών ή υπηρεσιών είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή την οποία θεωρεί κατάλληλη, ίσης αξίας με το ποσό το οποίο ο λήπτης θα λάμβανε ως δημόσιο βοήθημα.