17. Ο Διευθυντής εξετάζει όλες τις αιτήσεις για δημόσιο βοήθημα και τηρεί στοιχεία που αφορούν τις οικονομικές και κοινωνικές περιστάσεις του αιτητή και τους λόγους τους οποίους παρασχέθηκε ή απορρίφθηκε δημόσιο βοήθημα.
18. Οποιοδήποτε πρόσωπο που επίμονα αρνείται ή παραλείπει να συντηρήσει και να φροντίσει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται να συντηρήσει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι ο κατηγορούμενος με βάση το παρόν άρθρο θα θεωρείται ότι δε διέπραξε το αδίκημα, εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε τα μέσα για να συντηρήσει το πρόσωπο το οποίο είχε υποχρέωση να συντηρήσει.
19. Όταν παρέχεται δημόσιο βοήθημα σε περιπτώσεις που ο αιτητής έχει οποιοδήποτε συγγενή ο οποίος, δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι υπόχρεος να το συντηρήσει, ο Διευθυντής δύναται να ανακτήσει από τον εν λόγω συγγενή οποιοδήποτε ποσό που πληρώθηκε στον αιτητή ως δημόσιο βοήθημα για οποιαδήποτε περίοδο που ο συγγενής είχε τα μέσα να συντηρήσει τον αιτητή.
20.-(1) Το δικαστήριο από το οποίο ένα πρόσωπο καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 12 του Νόμου αυτού δύναται, με αίτηση του Διευθυντή, να εκδώσει διάταγμα (που στο εξής θα αναφέρεται ως «το διάταγμα συντήρησης») το οποίο να διατάσσει όπως, το πρόσωπο που καταδικάστηκε, συντηρεί τη σύζυγο ή το τέκνο ή το σύζυγο ή το γονέα αυτού, ανάλογα με την περίπτωση, και το διάταγμα αυτό δύναται να προνοεί ότι, το πρόσωπο που καταδικάστηκε οφείλει να πληρώνει στη σύζυγο ή στο τέκνο ή στο σύζυγο ή στο γονέα του, ανάλογα με την περίπτωση, ή στο Διευθυντή, ή σε άλλο πρόσωπο, για να χρησιμοποιεί ο εν λόγω σύζυγος, το τέκνο, ή ο γονέας, τέτοιο ποσό όπως το δικαστήριο ήθελε θεωρήσει εύλογο, αφού λάβει υπόψη τα οικονομικά μέσα του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται το διάταγμα.
(2) Το διάταγμα συντήρησης δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο, να τροποποιηθεί, μεταβληθεί, ανακληθεί ή να κηρυχθεί από το δικαστήριο ότι έληξε και το δικαστήριο δύναται, με αίτηση του Διευθυντή, από καιρό σε καιρό, να αυξάνει ή ελαττώνει το ποσό οποιασδήποτε πληρωμής που πρέπει να γίνει με διαταγή του δικαστηρίου.
21. Όταν ένα πρόσωπο χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταγμα συντήρησης, το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως, τα δυνάμει του διατάγματος συντήρησης οφειλόμενα καθυστερημένα ποσά, επιβληθούν και ανακτηθούν ως ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν, δύναται δε να επιβάλει φυλάκιση αντί να εκδώσει ένταλμα για εκτέλεση, νοουμένου ότι κανένα διάταγμα δε θα εκδίδεται για την ανάκτηση καθυστερημένων ποσών τα οποία κατέστησαν πληρωτέα περισσότερο από ένα έτος πριν την έκδοση του διατάγματος.
22. Κάθε πρόσωπο το οποίο:
(α) Με σκοπό να λάβει, είτε ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, δημόσιο βοήθημα, με βάση το Νόμο αυτό, ή
(β) με σκοπό να αποφύγει ή να μειώσει οποιαδήποτε ευθύνη με βάση το Νόμο αυτό,
προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση ή παράσταση που γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή που δεν πιστεύει ότι είναι αληθής, ή αποκρύπτει οποιοδήποτε στοιχείο, είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
23.-(1) Ο Διευθυντής, σε συνεννόηση με το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δύναται να εγκρίνει τις δαπάνες για τον επαναπατρισμό πολίτη άλλης χώρας (που στο άρθρο αυτό θα αναφέρεται ως «άτομο που βοηθήθηκε»), αν διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλεται, έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης και τα συμφέροντα και την ευημερία του ατόμου αυτού.
(2) Αν το άτομο που βοηθήθηκε κατέχει πόρους που δεν είναι άμεσα προσιτοί για την πληρωμή των δαπανών για τον επαναπατρισμό του, ο Διευθυντής δύναται να απαιτήσει την επιστροφή των δαπανών αυτών.
24. Ο Διευθυντής δικαιούται να παρέχει υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας ή να προβαίνει σε διευθετήσεις με μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ή με άλλα πρόσωπα, για την παροχή, έναντι αμοιβής, υπηρεσιών κοινωνικής ευημερίας σε πρόσωπα για τα οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος ή για άλλα πρόσωπα τα οποία, κατά την κρίση του Διευθυντή, χρήζουν βοήθειας, με σκοπό να προληφθεί ή μειωθεί η εξάρτηση από κονδύλια δημόσιων βοηθημάτων ή από υπηρεσίες που παρέχονται από το Διευθυντή ή για να βοηθήσει πρόσωπα τα οποία έχουν σοβαρά ή χρόνια προβλήματα που σχετίζονται με την εν λόγω εξάρτηση.
25.-(1) Ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήσει την καταβολή χορηγήματος θανάτου, το οποίο να μην είναι μεγαλύτερο από διακόσιες λίρες για την ταφή ενός λήπτη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο θα εδικαιούτο δημόσιο βοήθημα, αν αποτεινόταν για τέτοιο βοήθημα αμέσως πριν από το θάνατό του, νοουμένου ότι δεν καταβάλλεται βοήθημα κηδείας για το θάνατο του προσώπου αυτού δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
(2) Κάθε χορήγημα θανάτου που δυνατό να καταβληθεί δυνάμει του άρθρου αυτού, καταβάλλεται στη χήρα ή στο χήρο του αποβιώσαντος ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ο Διευθυντής ήθελε κρίνει κατάλληλο.
26. Ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήσει την καταβολή βοηθήματος τοκετού το οποίο να μην είναι μεγαλύτερο των εκατόν πενήντα λιρών για κάθε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει δημόσιο βοήθημα ή υπηρεσία ή για το οποίο παρέχεται τέτοιο βοήθημα ή υπηρεσία, νοουμένου ότι, το πρόσωπο αυτό δε δικαιούται βοήθημα τοκετού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
27.-(1) Οποιοδήποτε ποσό δημόσιου βοηθήματος που καταβλήθηκε σε δικαιούχο για οποιαδήποτε περίοδο, μπορεί να ανακτάται από την περιουσία του, εάν δεν έχει εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή.
(2) Στις περιπτώσεις που ο αποβιώσας λήπτης έχει εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή και η μοναδική περιουσία που κατέλειπε είναι η οικία στην οποία αυτά διαμένουν, δε διεκδικείται ανάκτηση του δημόσιου βοηθήματος που χορηγήθηκε στον αποβιώσαντα νοουμένου ότι η αξία της κατοικίας δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες.
(3) Στις περιπτώσεις που ο αποβιώσας λήπτης έχει εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή και καταλείπει περιουσία πέραν της οικίας στην οποία αυτά διαμένουν, το δημόσιο βοήθημα που του παραχωρήθηκε θα ανακτάται από την περιουσία αυτή, μέχρι του ποσού που τα εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή δικαιούνται να έχουν ως αποταμιεύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου.
28. Ο Υπουργός διορίζει Συμβουλευτικό Σώμα, τα μέλη του οποίου αντιπροσωπεύουν τις διάφορες ενδιαφερόμενες επαγγελματικές και άλλες κοινωνικές οργανώσεις ή συνδέσμους, όπως ο ίδιος κρίνει αναγκαίο, για να του παρέχει συμβουλές στη διαμόρφωση πολιτικής αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
29. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
30.-(1) Από την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ ο παρών Νόμος, οι περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμοι του 1991 μέχρι 2003 καταργούνται.
(2) Οποιαδήποτε δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί ή υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί από τους καταργηθέντες με βάση το εδάφιο (1) Νόμους, δεν επηρεάζονται από την εν λόγω κατάργηση.
(3) Κανονισμοί που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 11 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου θεωρούνται ότι έχουν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και παραμένουν σε ισχύ κατ’ αναλογία μέχρι τη δημοσίευση νέων Κανονισμών δυνάμει των άρθρων 11 και 29 του παρόντος Νόμου.
30Α. Άγαμος γονέας ή μόνος γονέας που θα έχει λάβει, μέχρι την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο αρχίζει η ισχύς του παρόντος Νόμου, δημόσιο βοήθημα υπό την ιδιότητα του αυτή, δε θα δικαιούται να λάβει παράλληλα επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας για την αντίστοιχη χρονική περίοδο με βάση τις διατάξεις των περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμων του 2002-2011