46. Ο Έφορος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος Νόμου –
(α) ελέγχει, όποτε και όπως το κρίνει σκόπιμο, τη λειτουργία των Ι.Κ.Τ.Ε.Ο. καθώς και τις δραστηριότητες των υπευθύνων γραμμής τεχνικού ελέγχου, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου˙
(β) συλλέγει πληροφορίες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48, απαραίτητες για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του˙
(γ) εισέρχεται σε Ι.Κ.Τ.Ε.Ο. και διενεργεί επιτόπιο έλεγχο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 49˙ και
(δ) επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 48 και 50 .
47. Ο Έφορος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος Νόμου-
(α) ελέγχει, όποτε και όπως το κρίνει σκόπιμο, τη λειτουργία του Ο.Δ.Ε. όσον αφορά στην ενάσκηση των υπηρεσιών του ότι είναι με βάση τους όρους σύμβασης που συνήψε καθώς και σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου˙ και
(β) σε περίπτωση που οι ενέργειες του Ο.Δ.Ε. δε συνάδουν με τους όρους της σύμβασης που αναφέρεται στην παράγραφο (α), δύναται να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 50 ή διοικητικό πρόστιμο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 20.
48. (1) Ο Έφορος έχει εξουσία να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και να απευθύνει σχετικό γραπτό αίτημα σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευλόγως εικάζεται ότι είναι σε θέση να δώσει τις πληροφορίες.
(2) Στο γραπτό αίτημα του Εφόρου καθορίζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου στις οποίες θεμελιώνεται το αίτημα, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμορφώσης προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.
(3) Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα του Εφόρου έχει υποχρέωση προς πλήρη και επακριβή παροχή των νομίμως αιτούμενων πληροφοριών.
(4) Σε περίπτωση παράλειψης παροχής των πληροφοριών μέσα στην καθορισμένη στο εδάφιο (2) προθεσμία ή σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ο Έφορος έχει εξουσία, αφού προηγουμένως καλέσει τον υπαίτιο σε απολογία, να επιβάλει εις αυτόν, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, τις προβλεπόμενες στο άρθρο 50, διοικητικές κυρώσεις.
(5) Οι πληροφορίες που παρέχονται στον Έφορο, κατά την άσκηση της εξουσίας που του παρέχει το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.
(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, η υποχρέωση προς παροχή πληροφοριών περιλαμβάνει και την υποχρέωση προς προσκόμιση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και τη διάθεση πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονική μορφή.
49. (1) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται να εισέρχεται σε οποιοδήποτε Ι.Κ.Τ.Ε.Ο., κατά οιανδήποτε ώρα λειτουργίας του, να επιθεωρεί και ελέγχει επί τόπου το κέντρο και τον εξοπλισμό του και να εποπτεύει τη διενέργεια του τεχνικού ελέγχου από υπεύθυνο γραμμής τεχνικού ελέγχου, είτε εντός του Ι.Κ.Τ.Ε.Ο. είτε και εκτός, εφόσον η διενέργεια του τεχνικού ελέγχου επιβάλλει την οδήγηση του οχήματος οπουδήποτε εκτός του κέντρου αυτού.
(2) Σε επιτόπιο έλεγχο κατά τα ανωτέρω υπόκεινται και τα τηρούμενα κατά τις διατάξεις των άρθρων 44 και 45 αρχεία και αντίγραφα των δελτίων επιτυχούς τεχνικού ελέγχου, καθώς και των δελτίων ανεπιτυχούς τεχνικού ελέγχου, που φυλάσσονται στο Ι.Κ.Τ.Ε.Ο.
(3) Ο Έφορος δύναται να προβαίνε σε έλεγχο σε όχημα το οποίο είτε ελέγχεται είτε έχει ήδη ελεγχθεί από Ι.Κ.Τ.Ε.Ο., στο Ι.Κ.Τ.Ε.Ο. που διενεργεί ή διενήργησε τον έλεγχο, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται δε να απαιτεί από το Ι.Κ.Τ.Ε.Ο. να επαναλάβει ολόκληρη ή μέρος της διαδικασίας τεχνικού ελέγχου στην παρουσία του, χωρίς να καταβληθούν εκ νέου τέλη και χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση για οποιαδήποτε των πιο πάνω αναφερόμενων περιπτώσεων.
50. Ο Έφορος έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους, από εκατό λίρες (Λ.Κ.100) μέχρι δύο χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 2.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνει ότι Ι.Κ.Τ.Ε.Ο. ή ο υπεύθυνος γραμμής τεχνικού ελέγχου παραβιάζει οποιαδήποτε από τις κατά νόμον υποχρεώσεις του.
51. (1) Πριν ο Έφορος προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 50, οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του προς διερεύνηση της παράβασης σε κάθε ενδιαφερόμενο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, να παραθέσει τους λόγους που δικαιολογούν την πρόθεσή του προς διερεύνηση και επιβολή διοικητικού προστίμου και να επισημαίνει τα δικαιώματα που τους παρέχονται δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.
(2) Το νομικό ή φυσικό πρόσωπο προς το οποίο κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά τα ανωτέρω έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από της κοινοποίησης του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο.
(3) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επιβολή διοικητικού προστίμου και να καθορίσει το ύψος του οφειλόμενου ποσού.
(4) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς επιβολή διοικητικού προστίμου πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες και να κοινοποιούνται εγγράφως προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(5) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού δύνανται να προσβληθούν με γραπτή ένσταση ενώπιόν του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
52. (1) Το διοικητικό πρόστιμο, που επιβάλλεται από τον Έφορο κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιέρχεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(2) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του διοικητικού προστίμου, ο Έφορος λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
53. Όποιος εν γνώσει του προβαίνει, κατά την παροχή πληροφοριών για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών, σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή αποκρύπτει οτιδήποτε ουσιώδες ή παραλείπει την υποβολή στοιχείων ή με οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχου από τον ΄Εφορο, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57.
54. (1) Ποινική ευθύνη για τα κατά τον παρόντα Νόμο ποινικά αδικήματα τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο υπέχει, επιπρόσθετα από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου, ο Γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.
(2) Πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξης ή της παράλειψης που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
(3) Ο Έφορος δύναται να ακυρώσει και/ή τροποποιήσει όρους του συμβολαίου που συνήψε το Τμήμα με τον Ο.Δ.Ε., αν ο Ο.Δ.Ε. παραβίασε οποιοδήποτε όρο του συμβολαίου, με απόφαση του Εφόρου δεόντως αιτιολογημένη, η δε πρόνοια αυτή αναγράφεται στο συμβόλαιο.