Προοίμιο

ΕΠΕΙΔΗ η εργασία στον ιδιωτικό το΅έα από πρώην κρατικούς αξιω΅ατούχους και δη΅όσιους υπαλλήλους πρέπει να αναλα΅βάνεται χωρίς να κινδυνεύει το δη΅όσιο συ΅φέρον από τη χρησι΅οποίηση προνο΅ιακής πληροφόρησης, την οποία τα πρόσωπα αυτά κατέχουν λόγω της θέσης που είχαν, προς όφελος νο΅ικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων και ενάντια στο κράτος·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, θα πρέπει να επιδιωχθεί η αποτροπή των δη΅όσιων υπαλλήλων ή κρατικών αξιω΅ατούχων από του να ενεργούν για προσωπικό συ΅φέρον και συνεπώς ενάντια στο δη΅όσιο συ΅φέρον κατά τη διάρκεια της εργοδότησής τους στη δη΅όσια υπηρεσία ή κατά τη διάρκεια της θητείας τους·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η διαφάνεια στη δημόσια ζωή εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης δημοσίου αξιώματος, θέσης ή ιδιότητας και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαπλοκής και διαφθοράς στη δημόσια ζωή·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, o περιορισμός του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των προσώπων που κατέχουν δημόσια θέση ή διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς προάγει τη διαφάνεια του πολιτικού και δημόσιου βίου και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισμός είναι εντός των ορίων της αναλογικότητας για τα πρόσωπα αυτά, τα οποία εκουσίως ανέλαβαν την άσκηση δημοσίων αξιωμάτων και έτσι συναίνεσαν στο να εκτεθούν σε ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, πρώην κρατικοί αξιωματούχοι και πρώην υπάλληλοι του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, δύνανται λόγω της θέσης που κατείχαν, ανεξαρτήτως αν αυτοί ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα, να έχουν πρόσβαση σε προνομιακή πληροφόρηση, για την οποία πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν θα τυγχάνει χρήσης εις βάρος του κράτους και του δημόσιου συμφέροντος·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κρίνεται επιβεβλημένη η επέκταση των διατάξεων της νομοθεσίας ώστε να περιλάβει άλλους κρατικούς αξιωματούχους και υπαλλήλους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα που υπηρετούσαν στην κλίμακα Α13 και άνω ή σε αντίστοιχη κλίμακα ή τέτοιους άλλους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως μισθολογικής κλίμακας, που λόγω της θέσης τους κατείχαν προνομιακή πληροφόρηση που είναι ενδεχόμενο να τύχει χρήσης σε βάρος του κράτους και του δημοσίου συμφέροντος·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισμός του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των πιο πάνω προσώπων δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος και εμπίπτει εντός των ορίων της αναλογικότητας·

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, επιβάλλεται η διαφύλαξη της πίστης του κοινού στις ευρύτερες κρατικές υπηρεσίες.

Γι’ αυτό η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Δικαστές και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2007.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

“ανάληψη εργασίας” σημαίνει την επαγγελματική ενασχόληση ή την προσφορά εργασίας, πλήρως ή μερικώς, με αμοιβή ή με οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα, σε μόνιμη ή προσωρινή βάση, σε εργοδότη του ιδιωτικού τομέα και δεν περιλαμβάνει την ενασχόληση ή την προσφορά εργασίας χωρίς αμοιβή ή χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς∙

“απόφαση” σημαίνει απόφαση της Επιτροπής, όπως αυτή καθορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4∙

“Δικαστής” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου∙

“εργοδότης” ο όρος περιλαμβάνει και αυτοεργοδότηση αιτητή.

“Επιτροπή” σημαίνει την ανεξάρτητη ειδική επιτροπή που καθιδρύεται με βάση το άρθρο 3 για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το άρθρο 4∙

“κρατικός αξιωματούχος” σημαίνει Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, υπουργό, κυβερνητικό εκπρόσωπο, Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας, Βοηθό Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, Αρχηγό της Αστυνομίας, Υπαρχηγό της  Αστυνομίας, Αρχιπύραρχο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, Υπαρχηγό της Εθνικής Φρουράς, Διευθυντή του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας, Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, επίτροπο, έφορο ή ρυθμιστή, που διορίζονται με βάση νόμο ή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου·

“περιορισμός ή όρος” σημαίνει τους περιορισμούς ή όρους που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4∙ και

“υπάλληλος του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα” σημαίνει κάθε υπάλληλο υπουργείου, τμήματος, υπηρεσίας ή οργανισμού δημόσιου δικαίου και κάθε μέλος της Αστυνομίας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου και του Στρατού της Δημοκρατίας που υπηρετεί σε θέση στην κλίμακα Α13 και άνω ή και σε αντίστοιχη μ’ αυτήν κλίμακα και περιλαμβάνει πρόσωπο που υπηρέτησε με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

Ίδρυση ανεξάρτητης ειδικής επιτροπής

3.-(1) Ιδρύεται ανεξάρτητη ειδική επιτροπή, που θα καλείται “η Επιτροπή”, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος Νόμου και η οποία απαρτίζεται από:

(α) Έναν (1) εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, ο οποίος ορίζεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και ο οποίος προεδρεύει της Επιτροπής.

(β) έναν (1) εκπρόσωπο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ο οποίος ορίζεται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας. και

(γ) έναν (1) εκπρόσωπο του Γενικού Λογιστηρίου, ο οποίος ορίζεται από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας.

(2) Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής δεν τυγχάνουν αποζημίωσης.

(3) Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και των μελών της Επιτροπής είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσής της για ακόμα μια θητεία.

(4) Το Υπουργείο Οικονομικών παρέχει στην Επιτροπή την αναγκαία γραμματειακή και υλικοτεχνική υποστήριξη.

Αρμοδιότητες

4. - (1) Η Επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις που υποβάλλονται σε αυτή, δυνάμει του άρθρου 5, από πρώην κρατικούς αξιωματούχους ή δικαστές ή υπαλλήλους του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της εν λόγω αίτησης, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αποφασίζει κατά πόσο ο αιτητής μπορεί ή όχι να αναλάβει την εργασία στον ιδιωτικό τομέα στην οποία αφορά η αίτηση, με ή χωρίς περιορισμούς ή όρους:

Νοείται ότι απαγορεύεται η ανάληψη εργασίας μόνο για την περίοδο των δύο ετών από την ημέρα αποχώρησης ή αφυπηρέτησης του αιτητή.

(2) Η Επιτροπή, κατά την εξέταση της αίτησης προσώπου για ανάληψη εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Τις συναλλαγές που ο αιτητής δυνατό να είχε, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του κατά τα τελευταία δύο έτη της εργασίας του, με το μελλοντικό εργοδότη του∙

(β) τις συναλλαγές που ο αιτητής δυνατό να είχε καθ’ οιονδήποτε χρόνο της εργοδότησής του, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του επί συνεχούς ή επαναλαμβανόμενης βάσης, με το μελλοντικό εργοδότη του∙

(γ) το ενδεχόμενο ο αιτητής να είχε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πρόσβαση σε ευαίσθητες εμπορικές ή άλλες πληροφορίες που αφορούσαν τους ανταγωνιστές του μελλοντικού εργοδότη του∙

(δ) το ενδεχόμενο ο αιτητής να είχε κατά τα τελευταία δύο έτη της εργασίας του συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων ή την παροχή συμβουλής, που ήταν προς όφελος του μελλοντικού του εργοδότη, η οποία μπορεί να εκληφθεί ως ανταμοιβή∙

(ε) το ενδεχόμενο ο αιτητής να είχε κατά τα τελευταία δύο έτη της εργασίας του συμμετοχή στη χάραξη πολιτικής που δεν έχει ανακοινωθεί, η γνώση της οποίας μπορεί να αποβεί προς όφελος του μελλοντικού του εργοδότη∙

(στ) Το ενδεχόμενο, σε περίπτωση που ο αιτητής είναι δικαστής, να είχε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πρόσβαση σε εμπιστευτικές ή άλλες πληροφορίες, οι οποίες δυνατόν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφέροντος ή σε κατάσταση που δύναται να εκληφθεί αντικειμενικά ως τέτοια κατά την άσκηση καθηκόντων του στο μελλοντικό του εργοδότη.

(3) Η Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη όλα τα πιο πάνω, σε συνάρτηση με τη φύση και τα καθήκοντα της εργασίας που το πρόσωπο προτίθεται να αναλάβει στον ιδιωτικό τομέα, ετοιμάζει εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη απόφαση με την οποία δύναται:

(α) να επιτρέπει την άνευ όρων ανάληψη εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη του ιδιωτικού τομέα από τον αιτητή∙

(β) να επιτρέπει την ανάληψη εργασίας, με περιορισμούς ή όρους, στο συγκεκριμένο εργοδότη του ιδιωτικού τομέα ως ακολούθως:

(i) Να επιβάλλει περιορισμούς ή όρους ως προς τη φύση των καθηκόντων που το πρόσωπο δύναται να ασκεί στα πλαίσια της ανάληψης εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη∙

(ii) Nα επιβάλλει περιορισμούς ή όρους ως προς το χρόνο ανάληψης της εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη.

(3A) Η Επιτροπή δύναται να καλεί, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας, οποιοδήποτε κρατικό αξιωματούχο ή δικαστή ή υπάλληλο του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3Β) ή δυνάμει του εδαφίου (3Γ), ώστε να εξετάσει κατά πόσο παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 5 και σε περίπτωση που τεκμηριωθεί ότι αυτό ανέλαβε εργασία παραβαίνοντας τις διατάξεις του άρθρου 5, συντάσσει σχετική έκθεση για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 7.

(3Β) Η Επιτροπή δύναται να καλεί, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας, οποιοδήποτε υπάλληλο του δημοσίου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα  ο οποίος έχει συμπληρώσει την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ή έχουν τερματιστεί οι υπηρεσίες του για οποιοδήποτε λόγο, ανεξαρτήτως μισθοδοτικής κλίμακας, για να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εντός των πρώτων δύο (2) ετών από την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του ή του τερματισμού των υπηρεσιών του, εφόσον η ίδια κρίνει ότι ενδεχομένως να επηρεάζεται το δημόσιο συμφέρον από τη χρησιμοποίηση προνομιακής πληροφόρησης, την οποία το πρόσωπο αυτό κατείχε λόγω της θέσης που είχε, προς όφελος νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων και ενάντια στο κράτος και το δημόσιο συμφέρον.

(3Γ) Σε περίπτωση που υπάλληλος του δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως μισθοδοτικής κλίμακας, υποβάλλει αίτηση για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, το εκάστοτε αρμόδιο όργανο εξέτασης της εν λόγω αίτησης, εφόσον κρίνει ότι ενδεχομένως να επηρεάζεται το δημόσιο συμφέρον από τη χρησιμοποίηση προνομιακής πληροφόρησης, την οποία το πρόσωπο αυτό κατείχε λόγω της θέσης που είχε, προς όφελος νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων και ενάντια στο κράτος και το δημόσιο συμφέρον, οφείλει:

(i) Να ενημερώσει τον εν λόγω υπάλληλο ότι, σε περίπτωση που προτίθεται να αναλάβει εργασία στον ιδιωτικό τομέα, εντός των πρώτων δύο (2) ετών από την ημερομηνία της οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησής του, οφείλει να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, και

(ii) να ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή, ούτως ώστε η ίδια να γνωρίζει ότι, σε περίπτωση που ο εν λόγω υπάλληλος προτίθεται να αναλάβει εργασία στον ιδιωτικό τομέα, εντός των πρώτων δύο (2) ετών από την ημερομηνία της οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησής του, οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(4) Η Επιτροπή δύναται να ζητά οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί απαραίτητες για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της.

(5) Η Επιτροπή κοινοποιεί τις εκάστοτε αποφάσεις της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων προς γνώση των μελών της,, στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στον αιτητή.

Υποβολή αιτήσεων

5. - (1) Κάθε πρόσωπο που έχει υπηρετήσει ως κρατικός αξιωματούχος ή δικαστής ή ως υπάλληλος του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και έχει με οποιοδήποτε τρόπο αφυπηρετήσει ή τερματίσει την υπηρεσία ή τη θητεία του υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για την πρόθεσή του να αναλάβει οποιαδήποτε εργασία σε συγκεκριμένο εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα εντός των πρώτων δύο ετών από την ημερομηνία αφυπηρέτησης ή τερματισμού της υπηρεσίας ή της θητείας του:

Νοείται ότι η ως άνω αίτηση υποβάλλεται τόσο για την ανάληψη εργασίας για πρώτη φορά όσο και για οποιαδήποτε επόμενη ανάληψη εργασίας εντός των προαναφερθέντων δύο ετών.

(2) Ο αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησής του, υποβάλλει στοιχεία αναφορικά με τα ακόλουθα:

(α) Το όνομα του εργοδότη από τον οποίο προτίθεται να εργοδοτηθεί∙

(β) πλήρεις λεπτομέρειες για το είδος της εργασίας που προτίθεται να αναλάβει∙

(γ) τους όρους εργοδότησής του και τη σύμβαση απασχόλησής του∙

(δ) πλήρεις λεπτομέρειες των συναλλαγών που έγιναν κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του στο δημόσιο τομέα.

(3) Ο αιτητής, μέχρι να κοινοποιηθεί η απόφαση της Επιτροπής, δε δικαιούται να αναλάβει εργασία στον ιδιωτικό τομέα.

(4) Από τη στιγμή που κοινοποιείται η απόφαση στον αιτητή, αυτός οφείλει να συμμορφώνεται με αυτή, καθώς επίσης με οποιουσδήποτε περιορισμούς ή όρους περιλαμβάνονται σε αυτήν.

Εχεμύθεια

6. - (1) Όλες οι αιτήσεις που υποβάλλονται στην Επιτροπή εξετάζονται με πλήρη εχεμύθεια.

(2) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής ή σε μέλος του προσωπικού της που έχει πρόσβαση στις αιτήσεις που υποβάλλονται σε αυτή να παρέχει, να κοινοποιεί και να αποκαλύπτει σε τρίτους ή να χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος οποιεσδήποτε πληροφορίες περιέρχονται σε γνώση του και οι οποίες αφορούν οποιαδήποτε αίτηση, είτε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως μέλους της Επιτροπής ή της εργοδότησής του στο προσωπικό της Επιτροπής είτε μετά τον τερματισμό της.

Ποινικά αδικήματα

7. - (1) Πρόσωπο που παραλείπει να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 5, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή σε φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Πρόσωπο που κατά την υποβολή στοιχείων, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 5, εν γνώσει του υποβάλλει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλίαδες ευρώ (€30.000) ή σε φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(3) Πρόσωπο που παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5 είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή σε φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(4) Πρόσωπο που παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 5 είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή σε φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές και, σε περίπτωση που το πρόσωπο συνεχίζει την παραβίαση, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500) ημερησίως.

(5) Πρόσωπο που παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 6 είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

8. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημέρα δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημείωση
3 του Ν.149(Ι)/2011Έναρξη της ισχύος του Ν.149(Ι)/2009

Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.149(Ι)/2011] θεωρείται ότι άρχισε την 25ηΙουλίου 2007.