ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ
Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους

14.-(1) Οι πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως στη Δημοκρατία για συνεχή περίοδο πέντε ετών, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στα ΜΕΡΗ III και VI.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται και στα μέλη της οικογένειας, που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και που έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στη Δημοκρατία για συνεχή περίοδο πέντε ετών.

(3) Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν επηρεάζεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ή από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ’ ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, περιλαμβανομένης εγκυμοσύνης και μητρότητας, σοβαρής ασθένειας, σπουδών ή επαγγελματικής κατάρτισης ή απόσπασης σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

(4) Από τη στιγμή που θα αποκτηθεί το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, η απώλεια του δικαιώματος αυτού επέρχεται μόνο σε περίπτωση απουσίας από τη Δημοκρατία για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο συνεχόμενα έτη.

Παρεκκλίσεις για τα πρόσωπα τα οποία δεν εργάζονται πλέον στη Δημοκρατία και για τα μέλη των οικογενειών τους

15.-(1) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 14, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία πριν από τη συμπλήρωση συνεχούς περιόδου πέντε ετών διαμονής στη Δημοκρατία απολαύουν-

(α) Οι μισθωτοί εργαζόμενοι ή οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο παύσης της εργασίας τους, έχουν φθάσει στην ηλικία που καθορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία περί κοινωνικών ασφαλίσεων για την απόκτηση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, ή μισθωτοί εργαζόμενοι, οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εργασθεί στη Δημοκρατία τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και ότι έχουν διαμείνει στη Δημοκρατία συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη∙

(β) στους μισθωτούς εργαζόμενους ή μη μισθωτούς εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν διαμείνει συνεχώς για περισσότερα από δύο έτη στη Δημοκρατία και έχουν παύσει να εργάζονται στη Δημοκρατία λόγω μόνιμης ανικανότητας για εργασία:

Νοείται ότι, αν η ως άνω ανικανότητα προήλθε συνεπεία εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, που παρέχει δικαίωμα σε σύνταξη πληρωτέα ολικώς ή μερικώς από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή άλλο ευεργέτημα το οποίο καταβάλλεται στον ενδιαφερόμενο εν όλω ή εν μέρει από αρμόδιο φορέα δυνάμει άλλης σχετικής νομοθεσίας, δεν επιβάλλονται όροι όσον αφορά τη διάρκεια διαμονής στη Δημοκρατία∙

(γ) στους μισθωτούς εργαζόμενους ή μη μισθωτούς εργαζόμενους, οι οποίοι, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών συνεχούς απασχόλησης και διαμονής στη Δημοκρατία, ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, διατηρώντας τον τόπο διαμονής τους στη Δημοκρατία, στην οποία επιστρέφουν, τουλάχιστον, μία φορά την εβδομάδα.

(2) Για τους σκοπούς της απόκτησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), οι περίοδοι απασχόλησης στο κράτος μέλος όπου εργάζεται ο ενδιαφερόμενος λογίζονται ως περίοδοι απασχόλησης οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Δημοκρατία. Οι περίοδοι ακούσιας ανεργίας, οι οποίες έχουν καταγραφεί δεόντως από το Τμήμα Εργασίας, οι περίοδοι διακοπής δραστηριότητας που δεν οφείλονται στη βούληση του ενδιαφερομένου και οι απουσίες από την εργασία ή η διακοπή της εργασίας λόγω ασθενείας ή ατυχήματος λογίζονται ως περίοδοι απασχόλησης.

(3) Οι όροι για τη διάρκεια διαμονής και απασχόλησης στη Δημοκρατία που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και ο όρος για τη διάρκεια διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εν λόγω εδαφίου, δεν ισχύουν στην περίπτωση που η σύζυγος του μισθωτού εργαζομένου ή του μη μισθωτού εργαζομένου είναι υπήκοος της Δημοκρατίας ή απώλεσε αυτήν την υπηκοότητα λόγω του γάμου της με το μισθωτό εργαζόμενο ή το μη μισθωτό εργαζόμενο.

(4) Ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα μέλη της οικογένειας μισθωτού εργαζομένου ή μη μισθωτού εργαζομένου που διαμένουν μαζί του στη Δημοκρατία, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εφόσον ο ίδιος ο μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1):

Νοείται ότι, αν ο μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος απεβίωσε ενόσω ακόμη εργαζόταν αλλά πριν αποκτήσει το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), τα μέλη της οικογένειάς του που διαμένουν μαζί του στη Δημοκρατία, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του διαμείνει συνεχώς επί δύο συνεχόμενα έτη στη Δημοκρατία∙ ή

(β) ο θάνατός του οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο∙ ή

(γ) η επιζούσα σύζυγος έχει απολέσει την  υπηκοότητα της Δημοκρατίας λόγω του γάμου της με το μισθωτό εργαζόμενο ή μη μισθωτό εργαζόμενο.

Απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής από ορισμένα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους

16. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 15, τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης για τα οποία εφαρμόζονται το εδάφιο (2) του άρθρου 25 και το εδάφιο (2) του άρθρου 26 και, τα οποία, πληρούν τους προβλεπόμενους από τα εν λόγω εδάφια όρους, αποκτούν το δικαίωμα μόνιμης διαμονής εάν διαμείνουν νομίμως στη Δημοκρατία για περίοδο πέντε συνεχόμενων ετών.