29.-(1) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας και του κράτους μέλους καταγωγής συνεργάζονται στενά και παρέχουν αμοιβαία υποστήριξη με σκοπό την ευχερέστερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου. Οι εν λόγω αρχές διασφαλίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που ανταλλάσσουν.
(2) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας και των άλλων κρατών μελών ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τυχόν επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές ή ποινικές κυρώσεις ή τυχόν άλλες σοβαρές, ειδικές περιστάσεις που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην άσκηση δραστηριοτήτων δυνάμει των διατάξεων του Νόμου και τηρούν τους κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου.
(2Α) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν το σύστημα IMI.
30.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο ορίζει Εθνικό Συντονιστή των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 29 του Νόμου και ενημερώνει σχετικώς τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.
(2) Ο Εθνικός Συντονιστής:
(α) Προωθεί την ομοιόμορφη εφαρμογή του Νόμου·
(β) συγκεντρώνει κάθε χρήσιμη πληροφορία για την εφαρμογή του Νόμου και ιδίως τις πληροφορίες που αφορούν τους όρους πρόσβασης στα νομοθετικώς ρυθμιζόμενα επαγγέλματα στα κράτη μέλη και μπορεί για το σκοπό αυτό, να ζητά τη συνδρομή των κέντρων υποστήριξης που αναφέρονται στο άρθρο 31 του Νόμου·
(γ) εξετάζει προτάσεις για κοινά πλαίσια εκπαίδευσης και κοινές δοκιμασίες εκπαίδευσης·
(δ) ανταλλάσσει πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές με σκοπό τη βελτιστοποίηση της συνεχούς επαγγελματικής εξέλιξης στα κράτη μέλη·
(ε) ανταλλάσσει πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές σχετικά με την εφαρμογή των αντισταθμιστικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 18 του Νόμου·
(στ) εκπροσωπεί τη Δημοκρατία στην Ομάδα Συντονιστών που συγκαλείται από την Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τους Εθνικούς Συντονιστές των κρατών μελών και η οποία συστάθηκε με την Απόφαση 2007/172/ΕΚ της Επιτροπής της 19ης Μαρτίου 2007 για τη σύσταση της ομάδας συντονιστών για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.
31.-(1) Το Τμήμα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ορίζεται ως Κέντρο Υποστήριξης με αρμοδιότητα την παροχή υποστήριξης στους πολίτες καθώς και στα κέντρα υποστήριξης των άλλων κρατών μελών σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την εθνική νομοθεσία που διέπει τα επαγγέλματα και την άσκησή τους, την κοινωνική νομοθεσία και, εάν συντρέχει περίπτωση, τους κανόνες δεοντολογίας.
(2) Το Κέντρο Υποστήριξης υποστηρίζει τους πολίτες στην άσκηση των δικαιωμάτων που τους εκχωρούνται μέσω του παρόντος Νόμου σε συνεργασία, εάν συντρέχει περίπτωση, με το κέντρο υποστήριξης στο κράτος μέλος καταγωγής, τις αρμόδιες αρχές και το Ενιαίο Κέντρο Εξυπηρέτησης.
(3) Οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ή του κράτους μέλους καταγωγής υποχρεούται να συνεργάζεται πλήρως με το Κέντρο Υποστήριξης και κατά περίπτωση με το αντίστοιχο κέντρο στο κράτος μέλος καταγωγής και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες αναφορικά με μεμονωμένες περιπτώσεις στα εν λόγω κέντρα υποστήριξης κατόπιν αιτήματός τους και με την επιφύλαξη των κανόνων προστασίας δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου.
(4) Το Κέντρο Υποστήριξης ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την έκβαση των αιτημάτων πληροφοριών που υποβάλλει σε αυτό, τα οποία επεξεργάζεται εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη τους.
(5) Το Κέντρο Υποστήριξης συνεργάζεται με τον Εθνικό Συντονιστή για την εφαρμογή του Νόμου.
31Α.-(1) Οι ακόλουθες πληροφορίες διατίθενται στο διαδίκτυο μέσω του Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης και επικαιροποιούνται τακτικά:
(α) Κατάλογος όλων των νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων στη Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων και των στοιχείων επικοινωνίας των αρμόδιων οργάνων για κάθε νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα και του Κέντρου Υποστήριξης που αναφέρεται στο άρθρο 31 του Νόμου·
(β) κατάλογος των επαγγελμάτων για τα οποία διατίθεται ευρωπαϊκή επαγγελματική ταυτότητα, η λειτουργία της ταυτότητας αυτής, περιλαμβανομένων όλων των σχετικών τελών που πρέπει να καταβάλουν οι επαγγελματίες, και οι αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση της ταυτότητας·
(γ) κατάλογος όλων των επαγγελμάτων για τα οποία εφαρμόζεται το εδάφιο (5) του άρθρου 11 του Νόμου·
(δ) κατάλογος της νομοθετικά ρυθμιζόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης καθώς και της εκπαίδευσης με ειδική διάρθρωση, όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 15·
(ε) οι απαιτήσεις και οι διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 11, 24, 25 και 27 του Νόμου για τα νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα στη Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών τελών που πρέπει να καταβληθούν από τους πολίτες και των εγγράφων που πρέπει να υποβληθούν από τους πολίτες στα αρμόδια όργανα·
(στ) λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο άσκησης έφεσης, δυνάμει των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, κατά αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων που εκδίδονται βάσει του Νόμου.
(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου -
(α) Παρέχονται με τρόπο σαφή και περιεκτικό για τους χρήστες,
(β) η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα, και
(γ) επικαιροποιούνται.
(3) Όλα τα αιτήματα για παροχή πληροφοριών που απευθύνονται στο Ενιαίο Κέντρο Εξυπηρέτησης διεκπεραιώνονται το συντομότερο δυνατόν.
(4) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας και των κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή.
31Β.-(1) Όλες οι απαιτήσεις, οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις που αφορούν ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο μπορούν να ολοκληρωθούν εύκολα, εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω του Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης ή των σχετικών αρμόδιων οργάνων:
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα πλαίσια της διεξαγωγής δοκιμασίας επάρκειας ή στην περίοδο προσαρμογής.
(3) Στις περιπτώσεις που οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας δικαιολογούνται να ζητήσουν προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές όπως ορίζεται στον περί του Νομικού Πλαισίου για τις Ηλεκτρονικές Υπογραφές καθώς και για Συναφή Θέματα Νόμου, για την ολοκλήρωση των διαδικασιών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, οι αρχές αυτές δέχονται ηλεκτρονικές υπογραφές σύμφωνα με την Απόφαση 2009/767/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης» βάσει της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και προβλέπουν τεχνικά μέσα για την επεξεργασία των μορφότυπων προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών που ορίζονται με την Απόφαση 2011/130/ΕΕ της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, περί καθιέρωσης ελάχιστων απαιτήσεων για τη διασυνοριακή επεξεργασία εγγράφων τα οποία έχουν υπογραφεί ηλεκτρονικά από αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.
(4)(α) Όλες οι διαδικασίες του Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης διεκπεραιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί της Ελευθερίας Εγκατάστασης Υπηρεσιών και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Υπηρεσιών Νόμου.
(β) Τα διαδικαστικά χρονικά περιθώρια που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 11 και του άρθρου 25 του Νόμου ξεκινούν τη στιγμή κατά την οποία μια αίτηση ή τυχόν ελλείποντα έγγραφα υποβάλλονται από πολίτη στο Ενιαίο Κέντρο Εξυπηρέτησης ή απευθείας στο σχετικό αρμόδιο όργανο:
31Γ.-(1) Τα αρμόδια όργανα της Δημοκρατίας ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών σχετικά με την ταυτότητα επαγγελματία στον οποίο έχει περιοριστεί ή έχει απαγορευτεί από τις εθνικές αρχές ή τα δικαστήρια η άσκηση, ακόμα και προσωρινά, των ακόλουθων επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο σύνολό τους ή μερικώς στην επικράτεια της Δημοκρατίας:
(α) Ιατρός και γενικός ιατρός που κατέχει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στα σημεία 5.1.1 και 5.1.4 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(β) ειδικός ιατρός που κατέχει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο σημείο 5.1.3 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(γ) νοσηλευτής υπεύθυνος για γενική περίθαλψη που κατέχει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο σημείο 5.2.2 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(δ) οδοντίατρος που κατέχει απόδειξη των τυπικών προσόντων που αναφέρονται στο σημείο 5.3.2 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(ε) ειδικός οδοντίατρος που κατέχει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο σημείο 5.3.3 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(στ) κτηνίατρος που κατέχει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο σημείο 5.4.2 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(ζ) μαία που κατέχει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο σημείο 5.5.2 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(η) φαρμακοποιός που κατέχει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο σημείο 5.6.2 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(θ) κάτοχοι πιστοποιητικών που αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος VII της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων τα οποία βεβαιώνουν ότι ο κάτοχος έχει ολοκληρώσει μια εκπαίδευση που πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 40 ή 44 αντίστοιχα της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων, η οποία ξεκίνησε νωρίτερα από τις ημερομηνίες αναφοράς των προσόντων που αναφέρονται στα σημεία 5.1.3, 5.1.4, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.5.2, 5.6.2 του παραρτήματος V της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(ι) κάτοχοι πιστοποιητικών κεκτημένων δικαιωμάτων που αναφέρονται στα άρθρα 23, 27, 29, 33, 33α, 37, 43 και 43α της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων·
(ια) άλλοι επαγγελματίες που ασκούν δραστηριότητες με επιπτώσεις στην ασφάλεια των ασθενών, όταν ο επαγγελματίας ασκεί επάγγελμα που είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο στη Δημοκρατία·
(ιβ) επαγγελματίες που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την εκπαίδευση ανηλίκων, περιλαμβανομένου του τομέα παιδικής μέριμνας και της προσχολικής εκπαίδευσης, όταν ο επαγγελματίας ασκεί επάγγελμα που είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο στη Δημοκρατία.
(2) Τα αρμόδια όργανα αποστέλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου μέσω ειδοποίησης του IMI το αργότερο εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που περιορίζει ή απαγορεύει στον ενδιαφερόμενο επαγγελματία να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του και οι πληροφορίες αυτές περιορίζονται στα ακόλουθα:
(α) Την ταυτότητα του επαγγελματία·
(β) το σχετικό επάγγελμα·
(γ) πληροφορίες σχετικά με την εθνική αρχή ή το δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση περιορισμού ή απαγόρευσης· και
(δ) το πεδίο εφαρμογής και την περίοδο ισχύος του περιορισμού ή της απαγόρευσης.
(3) Τα αρμόδια όργανα, το αργότερο εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου, ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών, μέσω ειδοποίησης του ΙΜΙ, σχετικά με την ταυτότητα των επαγγελματιών οι οποίοι έχουν υποβάλει αίτηση για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων δυνάμει του παρόντος Νόμου και για τους οποίους στη συνέχεια διαπιστώθηκε από τα δικαστήρια ότι έχουν χρησιμοποιήσει παραποιημένους τίτλους επαγγελματικής εκπαίδευσης σε αυτό το πλαίσιο.
(4)(α) Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (3) του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου.
(β) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή πραγματοποιείται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
(5) Οι αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών ενημερώνονται πάραυτα όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός που αναφέρεται στο εδάφιο (1) έχει λήξει και για το σκοπό αυτό, το αρμόδιο όργανο που παρέχει τις πληροφορίες σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου παρέχει και την ημερομηνία λήξης καθώς και κάθε μεταγενέστερη αλλαγή όσον αφορά την εν λόγω ημερομηνία.
(6) Οι επαγγελματίες, σχετικά με τους οποίους έχουν αποσταλεί ειδοποιήσεις σε άλλα κράτη μέλη, ενημερώνονται γραπτώς σχετικά με αποφάσεις έκδοσης ειδοποιήσεων ταυτόχρονα με την έκδοση της εν λόγω ειδοποίησης και μπορούν να ασκήσουν έφεση δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας κατά της απόφασης ή να ζητήσουν τη διόρθωση των εν λόγω αποφάσεων και έχουν πρόσβαση σε ένδικα μέσα όσον αφορά τυχόν ζημιά που προκλήθηκε από ψευδείς ειδοποιήσεις που στάλθηκαν προς άλλα κράτη μέλη και σε αυτές τις περιπτώσεις η απόφαση για την ειδοποίηση αναφέρει ότι ο επαγγελματίας έχει κινήσει δικαστικές διαδικασίες σχετικά μ’ αυτή.
(7)(α) Τα δεδομένα που αφορούν τις ειδοποιήσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας εντός του ΙΜΙ μόνο για το διάστημα κατά το οποίο παραμένουν έγκυρα.
(β) Οι ειδοποιήσεις διαγράφονται εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ανάκλησης ή από τη λήξη της απαγόρευσης ή του περιορισμού που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
31Δ.-(1)(α) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας κοινοποιούν στην Επιτροπή κατάλογο των υφιστάμενων νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων, στον οποίο προσδιορίζουν τις δραστηριότητες που καλύπτονται από κάθε επάγγελμα και κατάλογο νομοθετικά ρυθμιζόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης και κατάρτισης με ειδική διάρθρωση στην επικράτεια της Δημοκρατίας, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 15.
(β) Οποιαδήποτε αλλαγή στους εν λόγω καταλόγους κοινοποιείται στην Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και η Επιτροπή δημιουργεί και διατηρεί μια δημόσια βάση δεδομένων η οποία περιέχει νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα, συμπεριλαμβανομένης της γενικής περιγραφής των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από κάθε επάγγελμα.
(2) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας κοινοποιούν στην Επιτροπή τον κατάλογο των επαγγελμάτων για τα οποία ο προηγούμενος έλεγχος των προσόντων είναι απαραίτητος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 11 και παρέχουν στην Επιτροπή ειδική αιτιολογία για τη συμπερίληψη καθενός από τα υπό αναφορά επαγγέλματα στον εν λόγω κατάλογο.
(3) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας εξετάζουν, δυνάμει των διατάξεων του εθνικού δικαίου, εάν οι απαιτήσεις για τον περιορισμό της πρόσβασης σε επάγγελμα ή για την άσκησή του από κατόχους ειδικών επαγγελματικών προσόντων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης επαγγελματικών τίτλων και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που επιτρέπονται δυνάμει του εν λόγω τίτλου, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο ως “απαιτήσεις”, συνάδουν με τις ακόλουθες αρχές:
(α) Δεν εισάγουν διακρίσεις, άμεσα ή έμμεσα, βάσει ιθαγένειας ή τόπου διαμονής·
(β) δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος·
(γ) είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και δεν υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου.
(4) Το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται επίσης σε επαγγέλματα που είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενα στη Δημοκρατία από ένωση ή οργάνωση, υπό την έννοια του άρθρου 6, και σε τυχόν απαιτήσεις που σχετίζονται με την ιδιότητα μέλους των εν λόγω ενώσεων ή των οργανώσεων.
(5) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας –
(α) Παρέχουν πληροφορίες στην Επιτροπή σχετικά με τις απαιτήσεις που σκοπεύουν να διατηρήσουν και τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι εν λόγω απαιτήσεις τους συμμορφώνονται με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου·
(β) παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις που εισήγαγαν στη συνέχεια και τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι απαιτήσεις τους συμμορφώνονται με τις διατάξεις του εδαφίου (3) εντός έξι (6) μηνών από τη θέσπιση του μέτρου.
(6) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ανά διετία υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις απαιτήσεις που καταργήθηκαν ή που κατέστησαν λιγότερο αυστηρές.