59.-(1) Ως χρόνος λήψης εντολής πληρωμής θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής η οποία διαβιβάστηκε απευθείας από τον πληρωτή ή εμμέσως, από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου. Εάν ο χρόνος λήψης δεν είναι εντός εργάσιμης ημέρας του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ορίσει ένα χρονικό σημείο προς το τέλος της εργάσιμης ημέρας, πέραν του οποίου κάθε λαμβανόμενη εντολή πληρωμής θα λογίζεται ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
(2) Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που κίνησε εντολή πληρωμής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών συμφωνήσουν ότι η εκτέλεση της εντολής πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρηματικά ποσά στη διάθεση του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο συμφωνηθείς χρόνος ή ημέρα θεωρείται ως χρόνος λήψης της εντολής για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 63. Εάν συμφωνήθηκε ημέρα μη εργάσιμη για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
60.-(1) Με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων του παρόντος άρθρου, εντολή πληρωμής καθίσταται ανέκκλητη μόλις ληφθεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή.
(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (4) του άρθρου 53, εντολή πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού, καθίσταται ανέκκλητη για τον πληρωτή μόλις ο πληρωτής διαβιβάσει στο δικαιούχο την εντολή πληρωμής ή την εξουσιοδότηση για την πράξη πληρωμής.
(3) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 58, στην περίπτωση άμεσης χρέωσης ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της ημέρας που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των χρηματικών ποσών.
(4) Στην περίπτωση του εδαφίου (2) του άρθρου 59, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται του συμφωνηθέντος χρόνου.
(5) Μετά τα χρονικά όρια που ορίζονται στα εδάφια (1) έως (4), η εντολή πληρωμής μπορεί να ανακληθεί μόνο με συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, νοουμένου ότι, στην περίπτωση των εδαφίων (2) και (3), απαιτείται επιπρόσθετα η συμφωνία του δικαιούχου. Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για αυτή την ανάκληση. Η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και να αναλογεί στο πραγματικό κόστος που συνεπάγεται η ανάκληση για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
61.-(1) Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνηθεί να εκτελέσει εντολή πληρωμής, υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών την άρνηση.
(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιήσει τους λόγους της άρνησης και τη διαδικασία επανόρθωσης των τυχόν λαθών που οδήγησαν στην άρνηση, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλες διατάξεις του κυπριακού ή κοινοτικού δικαίου.
(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμη κατά το συμφωνηθέντα τρόπο τη γνωστοποίηση, μόλις καταστεί εφικτό, και εντός των προθεσμιών των άρθρων 63 έως 65.
(4) Παρά το άρθρο 49, στη σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να συμφωνείται χρέωση για τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εάν η άρνηση είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένη. Η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και να αναλογεί στο πραγματικό κόστος που συνεπάγεται η γνωστοποίηση για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Για τους σκοπούς των άρθρων 63 έως 65 και 69 έως 71, εντολή πληρωμής, την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνήθηκε να εκτελέσει, θεωρείται ως μη ληφθείσα.
62.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούνται να μεταφέρουν το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και να μην αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό:
Νοείται ότι, εάν τρίτοι που ενεργούν ως ενδιάμεσοι των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό-
(α) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό πράξης πληρωμής που κινείται από τον πληρωτή,
(β) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό πράξης πληρωμής που κινείται από το δικαιούχο ή μέσω αυτού.
(2) Ο δικαιούχος και ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αφαιρεί επιβαρύνσεις από το μεταβιβαζόμενο ποσό πριν αυτό τεθεί στη διάθεση του δικαιούχου, νοουμένου ότι το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και οι επιβαρύνσεις εμφαίνονται χωριστά κατά την πληροφόρηση του δικαιούχου για τις ατομικές πράξεις.