38. Όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές και όλα τα νόμιμα ελεγκτικά γραφεία υπόκεινται σε δημόσια εποπτεία, η οποία ασκείται από την Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39.
39.-(1) Η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τρία μέλη, οι οποίοι είναι κατά πλειοψηφία μη επαγγελματίες, εγνωσμένου κύρους και ήθους και γνωρίζουν καλά τα θέματα που σχετίζονται με τον υποχρεωτικό έλεγχο.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), «μη επαγγελματίας» σημαίνει φυσικό πρόσωπο, το οποίο, τουλάχιστον τρία έτη πριν από το διορισμό του ως Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής Δημόσιας Εποπτείας, δεν διενήργησε υποχρεωτικούς ελέγχους, δεν είχε δικαιώματα ψήφου σε ελεγκτικό γραφείο, δεν υπήρξε μέλος του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου ελεγκτικού γραφείου και δεν απασχολήθηκε ούτε συνδέθηκε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο με ελεγκτικό γραφείο.
(3) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Εποπτείας είναι ο εκάστοτε Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας και ο εκάστοτε Βοηθός Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας, αντίστοιχα. Τα τρία μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Εποπτείας επιλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(4) Η διάρκεια της θητείας της Επιτροπής Δημόσιας Εποπτείας είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί μόνο μια φορά, εκτός στην περίπτωση του Γενικού Λογιστή και του Βοηθού Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας, για τους οποίους δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός.
(5) Η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας εκδίδει εσωτερικούς κανονισμούς προς ρύθμιση κάθε ζητήματος που έχει σχέση ή συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της για επίτευξη των σκοπών και αρμοδιοτήτων της.
(6)(α) Η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας έχει τη δική της διοίκηση με επαρκές προσωπικό, σε αριθμούς και δομή, για την εκτέλεση των εποπτικών λειτουργιών της.
(β) Μέχρι να καλυφθούν οι θέσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της που καθορίζονται στο εδάφιο (7), η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας λειτουργεί και ασκεί τις αρμοδιότητές της με προσωπικό που διατίθεται σε αυτήν με απόσπαση από υπηρεσίες του δημοσίου ή από φορείς του δημόσιου τομέα.
(γ) Η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας χρηματοδοτείται επαρκώς με χορηγία από τον κρατικό προϋπολογισμό.
(7) Η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας έχει την τελική ευθύνη για την εποπτεία:
(α) της έγκρισης και εγγραφής στο Μητρώο των νόμιμων ελεγκτών και των νόμιμων ελεγκτικών γραφείων.
(β) της υιοθέτησης προτύπων επαγγελματικής δεοντολογίας και εσωτερικού ελέγχου ποιότητας των νόμιμων ελεγκτικών γραφείων καθώς και ελεγκτικών προτύπων. και
(γ) της συνεχούς εκπαίδευσης, της διασφάλισης ποιότητας και των συστημάτων διερεύνησης και κυρώσεων.
(8) Η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας δύναται, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να απαιτεί την υποβολή στοιχείων και να διεξάγει έρευνες στα γραφεία των νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων για σκοπούς διερεύνησης ενδεχόμενης παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς επίσης για σκοπούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της αναφορικά με την προβλεπόμενη από τον παρόντα Νόμο συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλης χώρας, και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.
(9) Η Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας εκτελεί τα καθήκοντά της με διαφάνεια και δημοσιεύει ετήσια προγράμματα εργασίας και εκθέσεις δραστηριότητας.
40. H Επιτροπή Δημόσιας Εποπτείας έχει την ευθύνη για διασφάλιση της αποτελεσματικής συνεργασίας όσον αφορά την εποπτική δραστηριότητα στη Δημοκρατία με τις αντίστοιχες αρχές που ασκούν δημόσια εποπτεία σε άλλα κράτη μέλη.
41.-(1) Για τα θέματα που διέπει ο παρών Νόμος, εφαρμόζονται οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και έχουν αρμοδιότητα εποπτείας οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έλαβε άδεια ο ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο, το οποίο διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ και στο οποίο βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο της ελεγχόμενης οντότητας.
(2) Σε περίπτωση υποχρεωτικού ελέγχου ενοποιημένων λογαριασμών που απαιτείται από το δίκαιο της Δημοκρατίας, δεν επιβάλλονται για τους σκοπούς του εν λόγω ελέγχου, συμπληρωματικές απαιτήσεις για την εγγραφή στο Μητρώο, τον έλεγχο διασφάλισης ποιότητας, τα ελεγκτικά πρότυπα, τα πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας και την ανεξαρτησία στο νόμιμο ελεγκτή ή στο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο θυγατρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος.
(3) Σε περίπτωση εταιρείας που έχει το εγγεγραμμένο της γραφείο σε άλλο κράτος μέλος και της οποίας οι τίτλοι είναι εισηγμένοι για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά στη Δημοκρατία, δεν επιβάλλονται, για τους σκοπούς διενέργειας του υποχρεωτικού ελέγχου, συμπληρωματικές απαιτήσεις για –
(α) την εγγραφή στα μητρώα,
(β) τον έλεγχο της διασφάλισης ποιότητας,
(γ) τα πρότυπα ελέγχου,
(δ) τα πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας, και
(ε) την ανεξαρτησία,
στο νόμιμο ελεγκτή ή στο ελεγκτικό γραφείο, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 2 και 3, της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ, που διενεργεί τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων ή των ενοποιημένων λογαριασμών της εταιρείας σε σχέση με τις απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους όπου η εταιρεία έχει το εγγεγραμμένο της γραφείο.
42.-(1) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου συνεργάζονται για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους με τις αντίστοιχες αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε ελεγκτές, την εγγραφή στα μητρώα, τη διασφάλιση ποιότητας, τον έλεγχο και την πειθαρχία. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται στο πλαίσιο ερευνών που αφορούν τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου με τις αντίστοιχες αρχές των άλλων κρατών μελών.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), η υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όσους εργάζονται ή έχουν εργαστεί για λογαριασμό αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στο εδάφιο (1). Οι πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν αποκαλύπτονται σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή, εκτός αν αυτό απαιτείται από οποιασδήποτε μορφής νομοθετική (κανονιστική ή διοικητική) διάταξη.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν παρεμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας που αναφέρονται στο εδάφιο (1) να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με τις αρχές άλλων κρατών μελών. Οι ανταλλασσόμενες κατ’ αυτόν τον τρόπο πληροφορίες καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου στο οποίο υπόκεινται όσοι εργάζονται ή έχουν εργαστεί για τις αρμόδιες αρχές.
(4) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διαβιβάζουν αμελλητί, κατόπιν αιτήσεως, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τους σκοπούς που αναφέρονται στο εδάφιο (1). Εφόσον απαιτείται, όταν η αρμόδια αρχή παραλάβει αίτηση παροχής πληροφοριών, λαμβάνει αμελλητί όλα τα αναγκαία μέτρα για να συλλέξει τις αιτούμενες πληροφορίες:
Νοείται ότι, οι πληροφορίες που διαβιβάζονται με τον τρόπο αυτό καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, από το οποίο δεσμεύονται τα πρόσωπα που εργοδοτούνται ή έχουν εργοδοτηθεί από την αρμόδια αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες:
Νοείται, περαιτέρω, ότι, όταν η αρμόδια αρχή δεν δύναται να δώσει πληροφορίες χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με τους λόγους.
(5) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (4), η αρμόδια αρχή δύναται να αρνηθεί να ανταποκριθεί σε αίτημα παροχής πληροφοριών αν:
(α) η παροχή των πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. ή
(β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ίδιων νόμιμων ελεγκτών ή νόμιμων ελεγκτικών γραφείων ενώπιον των δικαστηρίων της Δημοκρατίας. ή
(γ) έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση εναντίον των ίδιων νόμιμων ελεγκτών ή νόμιμων ελεγκτικών γραφείων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι, άνευ επηρεασμού των υποχρεώσεων, στις οποίες οι νόμιμοι ελεγκτές ή τα νόμιμα ελεγκτικά γραφεία υπόκεινται σε δικαστική διαδικασία, αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), όταν λαμβάνει πληροφορίες δυνάμει του εδαφίου (1), τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την άσκηση των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο καθηκόντων της και εντός του πλαισίου των διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) συμπεραίνει ότι πράξεις αντίθετες προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, το ανακοινώνει και το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους. Στις περιπτώσεις που αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι παραλήπτης τέτοιας γνωστοποίησης, αυτή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους που είχε προβεί στην προς αυτήν γνωστοποίηση για τα αποτελέσματα των μέτρων που έλαβε και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.
(7) Οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να ζητήσει τη διενέργεια έρευνας, από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, στο έδαφος του τελευταίου.
(8) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που ζητά τη διενέργεια έρευνας όπως αναφέρεται στο εδάφιο (7) δύναται, επίσης, να ζητήσει να επιτραπεί σε μέλη του προσωπικού της να συνοδεύσουν το προσωπικό της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους κατά τη διενέργεια της έρευνας.
(9)(α) Η έρευνα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) υπόκειται στον πλήρη έλεγχο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διενεργείται.
(β) Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και στην περίπτωση που η έρευνα θα διεξαχθεί εντός του εδάφους της Δημοκρατίας.
(γ) Αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να αρνηθεί να διενεργήσει έρευνα που ζητείται από άλλη αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ή να μην επιτρέψει στο προσωπικό της εν λόγω αρχής να συνοδεύσει το δικό της προσωπικό κατόπιν αιτήματος που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (8), στις περιπτώσεις όπου:
(i) η έρευνα ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.
(ii) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον δικαστηρίων της Δημοκρατίας.
(iii) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση εναντίον των προσώπων αυτών από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας.
(10) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να προβεί στη λήψη εκτελεστικών μέτρων, υιοθετώντας, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5, τις αποφάσεις που εκάστοτε εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ.