28.-(1) Υπό την επιφύλαξη του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου, η Επιτροπή δύναται να απευθύνεται στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Χρηματιστήριο, σε ρυθμιζόμενη αγορά και οποιαδήποτε άλλη κρατική ή μη υπηρεσία ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που οφείλουν να της παρέχουν κάθε αναγκαία συνδρομή και πληροφορία, έγγραφα και άλλα στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
(2) Η ανακοίνωση προς την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται από οποιοδήποτε νόμο.
29.-(1) Η Επιτροπή, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές και άλλους οργανισμούς της αλλοδαπής, να ανταλλάσσει τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, καθώς και των πιο πάνω αρχών και οργανισμών και να προβαίνει στην εκ μέρους των οργανισμών αυτών και για λογαριασμό τους, συλλογή πληροφοριών και διεξαγωγή ερευνών.
(2) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής ή με άλλους οργανισμούς, πρωτόκολλα συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, την εκ μέρους τους και για λογαριασμό τους συλλογή πληροφοριών και διεξαγωγή ερευνών, μόνο εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι εν λόγω αρχές και οργανισμοί από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.
(3) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος Άρθρου πληροφορίες είναι εμπιστευτικές και η κοινοποίησή τους απαγορεύεται, εκτός εάν η αρμόδια εποπτική αρχή ή ο οργανισμός που τις ανακοίνωσε, ρητά συγκατατίθεται και η κοινοποίηση γίνεται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρχή ή ο οργανισμός έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
(4) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής ή σε οργανισμούς δυνάμει του παρόντος άρθρου, δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 30.
(5) Η Επιτροπή δύναται να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και γενικά να παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια και να ασκεί τις εξουσίες που της παρέχουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και της κειμένης νομοθεσίας, μετά από αίτημα της αρμόδιας εποπτικής αρχής του εξωτερικού ή άλλου οργανισμού.
(6) Η Επιτροπή δύναται να διερευνά ενδεχόμενη παράβαση οποιουδήποτε νόμου της αλλοδαπής εκ μέρους αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής ή άλλου οργανισμού, έστω και αν η υπό διερεύνηση παράβαση δεν συνιστά παράβαση του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας.
(7) Η Επιτροπή δύναται να αρνείται να απαντήσει σε αίτημα παροχής πληροφοριών αρμόδιας εποπτικής αρχής ή οργανισμού της αλλοδαπής ή να αρνείται να διενεργεί έρευνα που ζητείται από άλλη αρμόδια εποπτική αρχή ή οργανισμό της αλλοδαπής, όταν-
(α) η ανακοίνωση των πληροφοριών ή η έρευνα, ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας,
(β) έχουν ήδη ληφθεί νομικά μέτρα ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου της Δημοκρατίας για τα ίδια πραγματικά γεγονότα,
(γ) για τα πρόσωπα αυτά έχει ήδη εκδοθεί τελική απόφαση δικαστηρίου για τα ίδια πραγματικά γεγονότα στη Δημοκρατία.
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ), η Επιτροπή ενημερώνει την αιτούσα αρμόδια αρχή ή τον οργανισμό για την εν λόγω δικαστική διαδικασία ή απόφαση, παρέχοντας όσο το δυνατό λεπτομερέστερες πληροφορίες.
30.-(1) Η Επιτροπή και τα μέλη του Συμβουλίου ή πρόσωπο που διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου ή πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Επιτροπή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, οι οποίες παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κειμένης νομοθεσίας, έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και οφείλει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του και να μην τις κοινοποιεί, παρά μόνο στην έκταση που η κοινοποίησή τους είναι αναγκαία βάσει νόμου ή στα πλαίσια διοικητικής προσφυγής που αφορά την άσκηση των καθηκόντων του ή των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής ή εφόσον συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος ή ως προβλέπεται στο εδάφιο (4).
(2) Το απόρρητο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που η Επιτροπή ή πρόσωπο λαμβάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του δύναται να ανακοινωθούν μόνο σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας ή της αλλοδαπής ή σε οργανισμούς και στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εφόσον αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στις κατά νόμο αρμοδιότητές τους.
(3) Οι αρχές, οργανισμοί, σύνδεσμοι ή σώματα ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή προς τους οποίους ανακοινώνονται εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες κατά τις διατάξεις του παρόντος Άρθρου δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
(4) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα-
(α) εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας του επενδυτικού κοινού ή διαφάνειας επιβάλλεται να δημοσιοποιεί αυτούσια ή περιληπτικά οποιεσδήποτε αποφάσεις ή πορίσματά της που λαμβάνει ή συντάσσει αντίστοιχα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών και οδηγιών και δυνάμει της κειμένης νομοθεσίας,
(β) στο πλαίσιο αστικής ή ποινικής ή άλλης δικαστικής διαδικασίας ή στο πλαίσιο διαιτησίας ή εξώδικου διακανονισμού, όπου η Επιτροπή καλείται να προσκομίσει στοιχεία ή να δώσει μαρτυρία ή κατά τη λήψη καταθέσεων σε ποινική ή πειθαρχική διαδικασία:
(γ) στα πλαίσια που η Επιτροπή προβαίνει σε καταγγελίες σε οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές, συνδέσμους, οργανισμούς ή σώματα στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό.
31. Πρόσωπο, το οποίο εν γνώσει του παραβιάζει την υποχρέωση προς εχεμύθεια και προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 30, διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες και πεντακόσια ευρώ ή σε αμφότερες τις ποινές και, προκειμένου περί υπαλλήλου της Επιτροπής, η παραβίαση αυτή συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται μέχρι και με την ποινή της απόλυσής του από την υπηρεσία της Επιτροπής.
Νοείται ότι προκειμένου περί υπαλλήλου της δημόσιας υπηρεσίας, το ενδεχόμενο πειθαρχικής εξουσίας ασκείται κατά τα οριζόμενα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο.