36.-(1) Ιδρύεται επιτροπή με την ονομασία «Τεχνική Επιτροπή Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων» στην οποία συμμετέχουν με ένα εκπρόσωπο -
(α)η Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·
(β)η Υπηρεσία Μεταλλείων του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·
(γ)το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·
(δ)το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·
(ε)το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
(στ)το Υπουργείο Εσωτερικών·
(ζ)το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου·
(η)η Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων Κύπρου·
(θ)το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο·
(ι)η Ένωση Δήμων Κύπρου· και
(ια)η Ένωση Κοινοτήτων Κύπρου.
(2) Το καθένα από τα Υπουργεία μπορεί να εκπροσωπείται στην κάθε συνεδρία της Τεχνικής Επιτροπής Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων από διαφορετικό λειτουργό.
(3) Πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων είναι ο εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και, σε περίπτωση απουσίας του, τα υπόλοιπα μέλη εκλέγουν ένα εκ των παρόντων μελών για να προεδρεύσει της συνεδρίας.
(4) Η Τεχνική Επιτροπή Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων μπορεί, μέσω του προέδρου της, να καλέσει σε οποιαδήποτε συνεδρία οποιοδήποτε λειτουργό κρατικής υπηρεσίας ή οργανισμού δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου οι απόψεις ή οι εξειδικευμένες γνώσεις σε συγκεκριμένο θέμα κριθούν χρήσιμες ή αναγκαίες.
(5) Σε κάθε συνεδρία της Τεχνικής Επιτροπής Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων, η παρουσία έξι μελών αποτελεί απαρτία.
(6)(α) Οι συνεδρίες της Τεχνικής Επιτροπής Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων συγκαλούνται από τον Πρόεδρο.
(β) Οποιοδήποτε μέλος της Τεχνικής Επιτροπής Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων μπορεί να ζητήσει έκτακτη συνεδρία, αφού δηλώσει τους λόγους που την επιβάλλουν και το θέμα που πρέπει να συζητηθεί. Η έκτακτη συνεδρία συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Τεχνικής Επιτροπής Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων μέσα σε δεκατέσσερις (14) ημέρες από την ημερομηνία που ζητείται η σύγκλησή της.
37. Η Τεχνική Επιτροπή Διαχείρισης Εξορυκτικών Αποβλήτων έχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α)να εξετάζει το περιεχόμενο των σχεδίων διαχείρισης εξορυκτικών αποβλήτων που παραπέμπονται από την Περιβαλλοντική Αρχή σε αυτή και να συμβουλεύει την Περιβαλλοντική Αρχή για την έγκρισή τους ή για τυχόν τροποποιήσεις των σχεδίων αυτών, πριν από την έγκρισή τους·
(β)να εξετάζει το περιεχόμενο των αιτήσεων για άδεια εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων και να εισηγείται στην αρμόδια αρχή την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης·
(γ)να καθορίζει τους όρους στις άδειες εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων·
(δ)να εξετάζει και να συμβουλεύει την αρμόδια αρχή σχετικά με το ύψος της χρηματικής εγγύησης που καταβάλλει ο φορέας σύμφωνα με το άρθρο 28·
(ε)να εξετάζει το περιεχόμενο των αιτήσεων για έκδοση πιστοποιητικού κατάλληλης χωροθέτησης και να συμβουλεύει την αρμόδια αρχή για έγκριση ή απόρριψη των αιτήσεων.
38.-(1) Η αρμόδια αρχή, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίζει λειτουργούς του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ως εντεταλμένους επιθεωρητές, για σκοπούς εποπτείας, επιθεώρησης, ελέγχου και εφαρμογής του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών ή διαταγμάτων.
(2) Η αρμόδια αρχή, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίζει ένα λειτουργό της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ως Αρχιεπιθεωρητή.
(3) Η αρμόδια αρχή, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται να εξουσιοδοτεί γραπτώς οποιαδήποτε πρόσωπα που δεν υπηρετούν στην δημόσια υπηρεσία, τα οποία κρίνει ότι κατέχουν τα κατάλληλα προσόντα, να ασκούν τέτοιες από τις εξουσίες και τα καθήκοντα εντεταλμένων επιθεωρητών και να υπόκεινται σε τέτοιους όρους, όπως θα καθορίζεται στην εξουσιοδότηση.
(4) Ο Αρχιεπιθεωρητής ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εντεταλμένοι επιθεωρητές εκτελούν τα καθήκοντα και ασκούν τις εξουσίες που τους παρέχονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39.
(5) Η αρμόδια αρχή δύναται να διορίσει αναπληρωτή Αρχιεπιθεωρητή, ο οποίος θα αντικαθιστά τον Αρχιεπιθεωρητή σε περίπτωση απουσίας, ασθένειας ή ανικανότητας αυτού.
(6) Κάθε εντεταλμένος επιθεωρητής εφοδιάζεται με κατάλληλη ταυτότητα, την οποία οφείλει να επιδεικνύει κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
(7) Καμιά ευθύνη δεν καταλογίζεται σε οποιοδήποτε εντεταλμένο επιθεωρητή για οποιαδήποτε πράξη ή απόφασή του που έγινε ή λήφθηκε καλόπιστα, μέσα στα πλαίσια των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο εξουσιών, αρμοδιοτήτων ή καθηκόντων του.
39.-(1) Κάθε εντεταλμένος επιθεωρητής έχει εξουσία -
(α)να εισέρχεται ελεύθερα και χωρίς προειδοποίηση σε οποιαδήποτε εγκατάσταση εξορυκτικών αποβλήτων, στην οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι διεξάγεται δραστηριότητα κατά παράβαση του παρόντος Νόμου·
(β)να ασκεί το ανωτέρω δικαίωμα εισόδου και ελέγχου, συνοδευόμενος από αστυνομικό αν έχει εύλογη αιτία να αναμένει παρεμπόδιση στην άσκηση των εξουσιών του·
(γ)να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που θα το βοηθήσει στην άσκηση των καθηκόντων του, καθώς και να φέρει και να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε εξοπλισμό ή οποιαδήποτε υλικά απαιτούνται για την άσκηση των εξουσιών του ·
(δ)να διεξάγει ή να φροντίζει για τη διεξαγωγή των δοκιμών, αναλύσεων και μετρήσεων που κρίνονται αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών του·
(ε)να επιθεωρεί, να εξετάζει και να ελέγχει τη λειτουργία οποιασδήποτε εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων, εξοπλισμού ή αντικειμένου που βρίσκει στην εγκατάσταση αυτή και να προβαίνει στις μετρήσεις και στη λήψη φωτογραφιών που κρίνει αναγκαίες για τη σωστή άσκηση των εξουσιών του·
(στ)να δίνει οδηγίες ώστε η εγκατάσταση εξορυκτικών αποβλήτων ή οποιοδήποτε μέρος αυτής ή οποιοσδήποτε εξοπλισμός, αντικείμενο, ουσία, απόβλητο, εξορυκτικό απόβλητο και/ ή επικίνδυνο απόβλητο, ανάλογα με την περίπτωση, να παραμένουν όπως έχουν, για όσο χρόνο θεωρείται εύλογα αναγκαίος για τη διεξαγωγή οποιασδήποτε δοκιμής, μέτρησης, εξέτασης και ελέγχου, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (δ) και (ε)·
(ζ)να ζητά την παρουσίαση για επιθεώρηση οποιωνδήποτε αρχείων, βιβλίων, εγγράφων ή άλλων στοιχείων σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορίες σχετιζόμενες με το σκοπό της διερεύνησής του·
(η)να ζητά από -
(i) το φορέα,
(ii) οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο βρίσκει στην εγκατάσταση εξορυκτικών αποβλήτων, και
(iii) οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είχε απασχοληθεί στην εγκατάσταση εξορυκτικών αποβλήτων ή είχε σχέση με τη δραστηριότητα οποιωνδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τριών μηνών,
να δίνει οποιεσδήποτε πληροφορίες, είτε προφορικώς είτε γραπτώς, που μπορεί να έχει ή στις οποίες έχει πρόσβαση και που είναι σχετικές με το σκοπό της έρευνας ή της διερεύνησής του· και
(θ)να λαμβάνει και να μεταφέρει οποιοδήποτε αντικείμενο ή οποιο δήποτε δείγμα οποιουδήποτε εξοπλισμού, αντικειμένου, ουσίας, απόβλητου, εξορυκτικού απόβλητου και/ ή επικίνδυνου απόβλητου, ανάλογα με την περίπτωση, το οποίο δυνατό να απαιτείται για σκοπούς περαιτέρω διερεύνησης ή μαρτυρίας κατά την εκδίκαση αδικήματος που διαπράττεται κατά παρά βαση του παρόντος Νόμου, και να ζητά από το φορέα ή οποιοδήποτε από τους αντιπροσώπους τους ή τους εργοδοτουμένους τους, που είναι παρόντες -
(i) να του παράσχει ασφαλή πρόσβαση προς οποιοδήποτε μέρος της εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων, και/ ή
(ii) να θέσει στη διάθεσή του οποιαδήποτε ευλόγως διαθέσιμα μέσα για τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων που κρίνονται αναγκαίες για τους σκοπούς της διερεύνησης.
(2) Το χρηματικό ποσό για τη διεξαγωγή των δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii), της παραγράφου (θ), του εδαφίου (1), καταβάλλεται από το φορέα.
(3)(α) Πριν από την έναρξη των εργασιών εναπόθεσης αποβλήτων και μετέπειτα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή, περιλαμβανομένης της μετά το κλείσιμο εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων φάσης, ο εντεταλμένος επιθεωρητής επιθεωρεί την εγκατάσταση εξορυκτικών αποβλήτων για την οποία απαιτείται άδεια εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων ώστε να εξασφαλίζει ότι ο φορέας συμμορφώνεται με την άδεια αυτή.
(β) Το αποτέλεσμα της επιθεώρησης που αναφέρεται στη παράγραφο (α) δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις και την ευθύνη του φορέα δυνάμει της άδειας εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων.
40.-(1) Με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η αρμόδια αρχή μπορεί να εκχωρήσει οποιαδήποτε από τις εξουσίες ή αρμοδιότητες της που είναι σχετικές με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου -
(α)σε οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει τα κατάλληλα προσόντα, ή
(β)σε οποιαδήποτε αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, ή
(γ)σε οποιοδήποτε τμήμα ή υπηρεσία Υπουργείου της Δημοκρατίας, ή
(δ)σε οποιοδήποτε οργανισμό δημόσιας ωφέλειας που ιδρύθηκε με νόμο για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος,
αφού εξασφαλίσει προηγουμένως τη σχετική συγκατάθεση του προσώπου, της αρχής, του τμήματος, της υπηρεσίας ή του οργανισμού προς το οποίο εκχωρούνται οι εξουσίες.
(2) Η απόφαση της αρμόδιας αρχής για εκχώρηση οποιωνδήποτε εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της με βάση το εδάφιο (1), μπορεί να ανακληθεί ή τροποποιηθεί οποτεδήποτε, όπως η αρμόδια αρχή κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή εκχωρεί οποιεσδήποτε εξουσίες σύμφωνα με το εδάφιο (1), η εν λόγω εκχώρηση δεν παρεμποδίζει τον Υπουργό να ασκεί οποτεδήποτε αυτοπροσώπως ή μέσω του Αρχιεπιθεωρητή τις εκχωρηθείσες εξουσίες.
41.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 5, του εδαφίου (1) του άρθρου 6, του εδαφίου (1) του άρθρου 8, του εδαφίου (3) του άρθρου 10, του εδαφίου (1) του άρθρου 12, του εδαφίου (2) του άρθρου 13, της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) και του εδαφίου (4) του άρθρου 16, του εδαφίου (1) του άρθρου 19, του εδαφίου (9) του άρθρου 20, του εδαφίου (1) του άρθρου 22, του εδαφίου (1) του άρθρου 25, του εδαφίου (2), της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) και της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 27, του εδαφίου (1) του άρθρου 28, του άρθρου 29, των εδαφίων (1) και (2), των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (4) του άρθρου 30 και των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 31, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα έξι χιλιάδες ευρώ (€86.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου με βάση το εδάφιο (1) το δικαστήριο δύναται, εκτός από την ποινή που επιβάλλει, να διατάξει και την πώληση ή την κατ’ άλλο τρόπο διάθεση των κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του φορέα.
(3) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος, αν:
(α)σκόπιμα καθυστερεί ή παρεμποδίζει εντεταλμένο επιθεωρητή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξου σιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(β)παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήπο τε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο που εισήλθε σε υποστατικό μαζί με εντεταλμένο επιθεωρητή, σύμ φωνα με τις παραγράφους (β) και/ ή (γ), του εδαφίου (1), του άρθρου 39, αντίστοιχα, το οποίο παρέχει βοήθεια στον εντεταλμένο επιθεωρητή·
(γ)παραλείπει να συμμορφωθεί προς οδηγία που δίδεται σ' αυτόν από εντεταλμένο επιθεωρητή δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39·
(δ)παραλείπει να παρουσιάσει μέσα σε εύλογο χρονικό διά στημα οποιοδήποτε αρχείο, βιβλίο, έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, που απαιτείται να παρουσιάσει δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39, εκτός αν αποδείξει ότι:
(i) δεν γνώριζε ότι την παρουσίαση την απαιτούσε εντεταλμένος επιθεωρητής, ή
(ii) δεν είχε πρόσβαση στο αρχείο, βιβλίο, έγγραφο ή στοιχείο, ή
(iii) δεν είχε εξουσία να το πάρει·
(ε)ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις των υπο παραγράφων (i), (ii) και/ ή (iii), της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρ θρου 39, παραλείπει να δώσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διά στημα, πληροφορίες που του ζητήθηκαν από εντεταλμένο επιθεωρητή, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο ή δίδει πληροφορίες που είναι αναληθείς ή λανθασμένες ή ατε λείς·
(στ)ενώ είναι ένα από τα πρόσωπα ή εμπίπτει στις κατηγορίες των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39 παραλείπει, κατόπιν νόμιμης απαίτησης εντεταλμένου επιθεωρητή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα -
(i) να παράσχει στον εντεταλμένο επιθεωρητή ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εισήλθε σε υποστατικό μαζί του, ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος αυτών, και/ ή
(ii) να θέσει στη διάθεση του εντεταλμένου επιθεωρητή ή οποιουδήπο τε προσώπου, το οποίο εισήλθε σε υποστατικό μαζί του, οποιαδήποτε μέσα για τη διε ξαγωγή δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων,
νοουμένου ότι, σε κάθε περίπτωση, έχει την εξουσία να το πράξει και ότι τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαρά γραφο (ii) της παραγράφου (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 39 είναι ευλόγως διαθέσι μα·
(ζ)εν γνώσει του παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί αρχείο, βιβλίο, έγγραφο ή άλλο στοιχείο που έχει πλαστογραφηθεί ή είναι ψευδές σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο·
(η)προσποιείται ψευδώς ότι είναι εντεταλμένος επιθεωρητής·
(θ)εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή καταχώρηση σε κατάλογο, βιβλίο, ειδοποίηση, πιστοποιητικό ή έγγραφο που απαιτεί ται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(ι)εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή δήλωση ή υπογράφει ψευδή δήλωση που απαιτείται από τον παρόντα Νόμο· και/ ή
(ια)εν γνώσει του κάνει χρήση τέτοιας ψευδούς καταχώρισης ή δήλωσης, όπως αναφέρονται στις υποπαραγράφους (θ) και (ι) πιο πάνω.
(4) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα που προβλέπεται στο εδάφιο (3), αυτό υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
42.-(1) Σε περίπτωση που διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, από νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συναίνεση ή τη συμπαιγνία ή αποδίδεται σε παράλειψη προσώπου που είναι διευθύνων σύμβουλος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή πρόσωπο που εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς επίσης και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχοι ποινικού αδικήματος και υπόκεινται σε ποινική δίωξη σε σχέση με το εν λόγω ποινικό αδίκημα.
(2) Όταν μέλος νομικού προσώπου, χωρίς να είναι διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής, ασκεί αρμοδιότητες διευθύνοντος συμβούλου ή διευθυντή, τότε εφαρμόζεται, σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις του, το εδάφιο (1), ωσάν το πρόσωπο αυτό να ήταν διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής του νομικού προσώπου.
43.-(1) Κατά την εκδίκαση οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχθηκε από το φορέα και είναι σοβαρής φύσης, το δικαστήριο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται -
(α)ο τερματισμός της λειτουργίας της εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων οριστικά ή για χρονικό διάστημα και υπό τους όρους που καθορίζει το δικαστήριο· ή
(β)η λήψη από -
(i) το φορέα, ή
(ii) την αρμόδια αρχή αλλά με δαπάνες του φορέα,
οποιωνδήποτε μέτρων για αποκατάσταση του περιβάλλοντος που τυχόν επηρεάζεται δυσμενώς από την εγκατάσταση εξορυκτικών αποβλήτων.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο φορέας εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων, για τον οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι προκαλεί μόλυνση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, κυρίως σε περιοχές που προτείνονται ως τόποι κοινοτικής σημασίας, σε τόπους κοινοτικής σημασίας, ειδικές ζώνες διατήρησης και ζώνες ειδικής προστασίας, θεωρείται ότι κατηγορείται για αδίκημα σοβαρής φύσης.
44.-(1)(α) Σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, κατά τρόπο που ρυπαίνει ή υποβαθμίζει το περιβάλλον εντός περιοχών που προτείνονται ως τόποι κοινοτικής σημασίας, τόπων κοινοτικής σημασίας, ειδικών ζωνών διατήρησης και ζωνών ειδικής προστασίας, ανεξάρτητα από την αστική ή την ποινική του ευθύνη, μπορεί να του επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο μέχρι του ποσού των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000), με απόφαση της αρμόδιας αρχής.
(β) Σε περίπτωση εξαιρετικά σοβαρής ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ιδίως σε περίπτωση που από το είδος ή την ποσότητα των ρύπων ή από την έκταση και τη σημασία της υποβάθμισης του περιβάλλοντος προκαλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρείας οικολογικής διατάραξης ή καταστροφής, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο στο πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) μέχρι του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (€500.000).
(γ) Εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι και ιδίως σε περίπτωση που από το είδος ή από την έκταση και τη σημασία της μόλυνσης ή της ρύπανσης ή της υποβάθμισης προκαλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρείας οικολογικής διατάραξης ή καταστροφής, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει την επιβολή διοικητικού προστίμου στο πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α), το οποίο δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
(2) Το επιβαλλόμενο, δυνάμει του εδαφίου (1), διοικητικό πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(3)(α) Η διαδικασία επιβολής διοικητικού προστίμου, που προβλέπεται στο εδάφιο (1), αρχίζει με την κοινοποίηση στον παραβάτη σχετικής έκθεσης που συντάσσεται από την αρμόδια αρχή και έγγραφης κλήτευσης προς τον παραβάτη να υποβάλει τις απόψεις του εντός διαστήματος πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της κλήτευσης.
(β) Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, ύστερα από αίτηση του παραβάτη, για πέντε (5) επιπλέον μέρες.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία, ο φορέας δεν συμφωνεί με το διοικητικό πρόστιμο που του επιβλήθηκε, έχει το δικαίωμα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής στο Υπουργικό Συμβούλιο εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν παρέλθει η, προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών, από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με το εδάφιο (4), από την ημερομηνία κοινοποίησης της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής των, δυνάμει του παρόντος Νόμου, επιβαλλόμενων από την αρμόδια αρχή διοικητικών προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
45.-(1) Όλες οι εγκαταστάσεις εξορυκτικών αποβλήτων, στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια ή οι οποίες λειτουργούν ήδη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου έως την 1η Μαΐου 2012, με εξαίρεση -
(α)τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 28, με τις οποίες πρέπει να συμμορφωθούν έως την 1η Μαΐου 2014·
(β)τις διατάξεις του άρθρου 31, με τις οποίες οι οποίες πρέπει να συμμορφωθούν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπονται σε αυτό.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται στις εγκαταστάσεις εξορυκτικών αποβλήτων που είναι κλειστές κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(3) Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε κλείσιμο εγκατάστασης εξορυκτικών αποβλήτων, μετά την ημερομηνία αυτή, η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων γίνεται κατά τρόπο που δεν επηρεάζει την τήρηση του άρθρου 5 και των διατάξεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, και ιδίως τον περί Προστασίας και Διαχείρισης των Υδάτων Νόμο.
(4)(α) Οι διατάξεις των άρθρων 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 16, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 17, του άρθρου 19, των εδαφίων (3), (5) και (8) του άρθρου 20, των άρθρων 21, 22, 23, 24, των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 28, του άρθρου 29 και των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 30, δεν εφαρμόζονται στις εγκαταστάσεις εξορυκτικών αποβλήτων, οι οποίες -
(i) σταμάτησαν να δέχονται απόβλητα πριν από την 1η Μαΐου 2006·
(ii) ολοκληρώνουν τις διαδικασίες κλεισίματος, σύμφωνα με την περιβαλλοντική νομοθεσία ή σύμφωνα με προγράμματα που έχει εγκρίνει η αρμόδια αρχή· και
(iii) θα έχουν κλείσει οριστικά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010.
(β) Η αρμόδια αρχή ανακοινώνει τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, και εξασφαλίζει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις εξορυκτικών αποβλήτων αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης, κατά τρόπο που δεν επηρεάζει την επίτευξη του σκοπού του παρόντος Νόμου, και ιδίως την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, περιλαμβανομένου του περί Προστασίας και Διαχείρισης των Υδάτων Νόμου.