68. (1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο εκδίδει αξιόγραφα και σε οποιοδήποτε πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες σε σχέση με έκδοση αξιογράφων, να χρησιμοποιεί, σε οποιαδήποτε αλφάβητο, τις λέξεις «καλυμμένα αξιόγραφα» ή οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή των λέξεων αυτών, ή, οποιαδήποτε αναφορά στο παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες Οδηγίες, αναφορικά με τα αξιόγραφα που εκδίδει ή σε σχέση, με τα οποία παρέχει υπηρεσίες, εκτός από εγκεκριμένο ίδρυμα αναφορικά με τα αξιόγραφα που εκδίδει δυνάμει του παρόντος Νόμου και από πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες σε σχέση με τέτοια αξιόγραφα αναφορικά με αυτές τις υπηρεσίες.
(2) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1), είναι ένοχο αδικήματος, το οποίο, σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000) ή και τις δύο ποινές αυτές.
(3) Σε περίπτωση, κατά την οποία διαπράττεται το αδίκημα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), από νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ή διευθυντής του, ο οποίος εξουσιοδότησε ή, εν γνώσει του, επέτρεψε τη διάπραξη του αδικήματος, είναι ένοχος του αδικήματος αυτού.
69. Άνευ επηρεασμού των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που αναθέτουν εξουσίες στην αρμόδια αρχή, η αρμόδια αρχή δύναται -
(α)σε περίπτωση που ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιασδήποτε Οδηγίας που εκδόθηκε δυνάμει αυτού, να απαιτήσει από το ίδρυμα αυτό να λάβει αμέσως μέτρα για θεραπεία της κατάστασης όπως η αρμόδια αρχή ήθελε ορίσει,
(β)να εκδίδει Οδηγία για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
70. Η αρμόδια αρχή και οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο είναι σύμβουλος ή μέλος της Επιτροπής ΥΕΑΣΕ ή λειτουργός ή αντιπρόσωπος της αρμόδιας αρχής, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της αρμόδιας αρχής δυνάμει του παρόντος Νόμου, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν γίνεται καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.
71. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και η ΥΕΑΣΕ συνεργάζονται και ανταλλάσουν πληροφορίες μεταξύ τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή του πλαισίου που θεσπίζεται δυνάμει του παρόντος Νόμου και η ομοιόμορφη εφαρμογή του εφ΄ όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
72. Η αρμόδια αρχή δύναται, με Οδηγία της να απαιτεί τέλη:
(α) από τα πιστωτικά ιδρύματα που αιτούνται εγγραφής τους στο μητρώο εγκεκριμένων ιδρυμάτων∙
(β) από τα εγκεκριμένα ιδρύματα που αιτούνται εγγραφής αξιογράφου στο μητρώο καλυμμένων αξιογράφων∙ και
(γ) από τα ιδρύματα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων για την εποπτεία και εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
73. (1) Ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων δεν υποχρεούται να γνωστοποιεί την εισαγωγή περιουσιακού στοιχείου στο κάλυμμα, στο πρόσωπο, έναντι του οποίου το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο υφίσταται ως άνοιγμα, εκτός εάν αυτό προβλέπεται στις συμβατικές του υποχρεώσεις.
(2) Το περιουσιακό στοιχείο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), καθίσταται καλυπτικό περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με το άρθρο 24, παρά τη τυχόν μη συμμόρφωση του ιδρύματος με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων με το εδάφιο (1).
74. (1) Πρόσωπο, το οποίο αποκαλύπτει σε εξουσιοδοτημένο λήπτη πληροφορίες σχετικά με στις εργασίες καλυμμένων αξιογράφων, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) ή σχετικά με καλυπτικό περιουσιακό στοιχείο, δεν υπέχει οποιαδήποτε αστική ή ποινική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε προσώπου, δυνάμει των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2009 ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως (Αρ. 2) του 2009 ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που απαγορεύει την αποκάλυψη σχετικών πληροφοριών, ή οποιασδήποτε συμβατικής σχέσης, σε σχέση με τέτοια αποκάλυψη, σε περίπτωση, κατά την οποία η αποκάλυψη έχει γίνει καλή τη πίστει με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων του λήπτη δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Για στις σκοπούς του εδαφίου (1), τα ακόλουθα πρόσωπα είναι εξουσιοδοτημένοι λήπτες:
(α)Η αρμόδια αρχή∙
(β)επόπτης καλυμμένων αξιογράφων, που διορίζεται σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων, σύμφωνα με στις διατάξεις του Μέρους VIII∙
(γ)διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων, που διορίζεται σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων, σύμφωνα με στις διατάξεις του Μέρους IX∙
(δ)αξιωματούχοι, εργοδοτούμενοι, και αντιπρόσωποι οποιουδήποτε προσώπου, που αναφέρεται στις παραγράφους (α) μέχρι (γ)∙
(ε)αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει του Μέρους VI∙
(στ)πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να αποκαλυφθούν πληροφορίες για σκοπούς ανάληψης εργασιών ή προτιθέμενης ανάληψης εργασιών σύμφωνα με το Μέρος VI, νοουμένου ότι το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε εμπιστευτικότητα σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα.
75. (1) Οι πρόνοιες των άρθρων 334 και 344 του περί Εταιρειών Νόμου δεν εφαρμόζονται σε σχέση με τον διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων.
(2) Η εξασφάλιση που δημιουργείται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του άρθρου 16 δεν συνιστά κυμαινόμενη επιβάρυνση κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Εταιρειών Νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο.
(3) Οι πρόνοιες του άρθρου 56 του περί Πτωχεύσεως Νόμου δεν εφαρμόζονται επί καλύμματος και επί των εξουσιών του διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων που απορρέουν από το εδάφιο (7) του άρθρου 40.
(4) Επί του μέρους των απαιτήσεων των πιστωτών καλύμματος, σε σχέση με το οποίο αυτοί είναι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές του ιδρύματος με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 43, δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 62 του περί Πτωχεύσεως Νόμου.
76. Μέτρα εξυγιάνσεων, σύμφωνα με το άρθρο 33 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων ή το Μέρος ΧΙΙΑ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως (Αρ. 2) του 2009, που λαμβάνονται σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων, δεν εφαρμόζονται στις απαιτήσεις των πιστωτών καλύμματος.
77.(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου σε ισχύ στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που η εξασφάλιση, εγγύηση, υποχρέωση κάλυψης ή ασφάλεια ανάλογα με την περίπτωση, που κατέχεται από ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων ή διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων σε σχέση με καλυπτικό περιουσιακό στοιχείο που προσμετράται στα κριτήρια επάρκειας, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (6) του άρθρου 18, κατέχεται επιπρόσθετα από πιστωτικό ίδρυμα και σε σχέση με άλλο στοιχείο του ενεργητικού του, οποιοδήποτε ποσό προκύπτει από την εξασφάλιση, εγγύηση, υποχρέωση κάλυψης ή ασφάλεια, ανάλογα με την περίπτωση, καταλογίζεται κατά προτεραιότητα προς εξόφληση του καλυπτικού περιουσιακού στοιχείου.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου -
(α) το κάλυμμα εκποιείται σε άλλο εγκεκριμένο ίδρυμα, το οποίο αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις έναντι των πιστωτών καλύμματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙
(β) το εκτός καλύμματος στοιχείο ενεργητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (1), πωλείται ή μεταβιβάζεται ή άλλως πως περιέρχεται σε τρίτο πρόσωπο.
78. Σε περίπτωση, κατά την οποία απαιτείται ή δύναται να δοθεί ειδοποίηση σε πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τέτοια ειδοποίηση δύναται να δοθεί -
(α)όπου το πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται είναι φυσικό πρόσωπο, με δια χειρός παράδοση έναντι αποδείξεως ή με αποστολή με συστημένη επιστολή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση οικίας ή εργασίας του προσώπου αυτού∙
(β)όπου το πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται είναι νομικό πρόσωπο -
(i)με δια χειρός παράδοση έναντι αποδείξεως, σε πρόσωπο το οποίο αντιπροσωπεύει ή εμφανίζεται να αντιπροσωπεύει το εν λόγω πρόσωπο∙
(ii)με δια χειρός παράδοση έναντι αποδείξεως στο εγγεγραμμένο γραφείο του προσώπου, σε πρόσωπο που εργάζεται στο γραφείο αυτό∙ ή
(iii)με αποστολή με συστημένη επιστολή στο εγγεγραμμένο γραφείο του προσώπου αυτού.
79. (1) Σε περίπτωση, κατά την οποία η αρμόδια αρχή, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο ή στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες Οδηγίες, διαπιστώνει ότι οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, η αρμόδια αρχή, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το εν λόγω ίδρυμα, έχει εξουσία να επιβάλει για κάθε παράβαση, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η αρμόδια αρχή έχει επιπρόσθετα εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, ποσού που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία η αρμόδια αρχή, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο ή στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες Οδηγίες, διαπιστώνει ότι οποιοσδήποτε Διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων ή Επόπτης καλυμμένων αξιογράφων, παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, η αρμόδια αρχή, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον εν λόγω Διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων ή Επόπτη Καλυμμένων Αξιογράφων, ανάλογα με την περίπτωση, έχει εξουσία να επιβάλλει για κάθε παράβαση, διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η αρμόδια αρχή έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, ποσού που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.
80. Τα καλυμμένα αξιόγραφα δύναται να εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, κατά την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, τηρουμένων των προνοιών του δικαίου και των κανόνων που διέπουν την εισαγωγή αξιών προς διαπραγμάτευση στην εκάστοτε ρυθμιζόμενη αγορά ή στον εκάστοτε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης.