ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΥΔΑΤΟΡΕΜΑΤΩΝ
Γενικός έλεγχος για αποστράγγιση γης μέσω φυσικών υδατορεμάτων

115. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε περαιτέρω από τον περί Τροποποίησης των Παραρτημάτων και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου, Διάταγμα του 2007 και ειδικότερα το άρθρο 16 αυτού, ο Διευθυντής ασκεί γενικό έλεγχο και εποπτεία επί όλων των θεμάτων που σχετίζονται με την αποστράγγιση γης μέσω φυσικών υδατορεμάτων, που στο εξής θα καλούνται "υδατορέματα" και έχει εξουσία -

(α) να καθαρίζει, να συντηρεί, να επιδιορθώνει ή άλλως πως να διατηρεί σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση οποιαδήποτε υφιστάμενα έργα επί υδατορεμάτων,

(β) να εκβαθύνει, να διαπλατύνει, να ευθυγραμμίζει ή άλλως πως να βελτιώνει οποιαδήποτε υφιστάμενα έργα επί υδατορεμάτων ή να αφαιρεί ή μετατρέπει φράγματα, ή άλλα φυσικά ή τεχνητά εμπόδια υδατορεμάτων,

(γ) να εκβαθύνει, να διαπλατύνει, να ευθυγραμμίζει ή άλλως πως να βελτιώνει την κοίτη, τις όχθες ή το ρουν υδατορεμάτων, και

(δ) να κατασκευάζει οποιοδήποτε νέο έργο επί υδατορεμάτων ή να τοποθετεί ή να εγκαθιστά οποιοδήποτε μηχάνημα ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που απαιτείται για την κατασκευή έργων στο υδατόρεμα.

Άδεια επέμβασης σε υδατορέματα και Ιεραρχική Προσφυγή στον Υπουργό

116.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να προβαίνει σε εκσκαφή ή άλλης μορφής επέμβαση, ή βλάβη, ή καταστροφή σε όχθη, τοίχο ή κοίτη υδατορέματος.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 16 του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε περαιτέρω από τον περί Τροποποίησης των Παραρτημάτων του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου, Διάταγμα του 2007, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) ή (δ) κατωτέρω, εκτός αν προηγουμένως εξασφαλίσει άδεια του Διευθυντή και σύμφωνα με οποιουσδήποτε όρους που αυτός ήθελε επιβάλει, καθώς και σύμφωνα με μελέτες και σχέδια που ήθελε εγκρίνει στις περιπτώσεις που αφορούν ανέγερση, μετατροπή ή επιδιόρθωση οποιασδήποτε κατασκευής:

(α) Αφαίρεση ή μεταφορά λίθων, χαλίκων, άμμου ή άλλων υλικών από την κοίτη, την όχθη ή τον τοίχο οποιουδήποτε υδατορέματος ή μέρους οποιουδήποτε υδατορέματος˙

(β) απόρριψη οποιωνδήποτε αποβλήτων, αντικειμένων, άχρηστων υλικών ή άλλων σκυβάλων στην κοίτη, στον τοίχο ή στην όχθη οποιουδήποτε υδατορέματος ή μέρους οποιουδήποτε υδατορέματος˙

(γ) τοποθέτηση ή εγκατάσταση οποιουδήποτε οχήματος, μηχανήματος ή άλλου αντικειμένου εντός ή επί της κοίτης, του τοίχου, ή της όχθης οποιουδήποτε υδατορέματος ή μέρους οποιουδήποτε υδατορέματος υπό συνθήκες που δημιουργούν εύλογη υποψία ότι η τοποθέτηση ή εγκατάσταση οποιουδήποτε τέτοιου οχήματος, μηχανήματος ή αντικειμένου έγινε προς το σκοπό μετακίνησης ή μεταφοράς λίθων, χαλίκων, άμμου ή άλλων υλικών από το υδατόρεμα ή μέρος αυτού˙ ή

(δ) ανέγερση, τροποποίηση ή επιδιόρθωση οποιασδήποτε κατασκευής εντός, υπό ή υπεράνω οποιουδήποτε υδατορέματος, εκτός αν αυτή εκτελείται δυνάμει άδειας συγκράτησης που εκδόθηκε δυνάμει του Μέρους VIII του παρόντος Νόμου·

(ε) αποθήκευση οποιωνδήποτε αντικειμένων ή στάθμευση οχημάτων˙

(στ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια εντός του υδατορέματος που επηρεάζει ή δυνατό να επηρεάζει τη ροή του νερού ή δυνατό να προκαλεί ρύπανση ή ζημιά στο υδατόρεμα ή ζημιά σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή περιουσία.

(3) Κάθε αίτηση για άδεια δυνάμει του εδαφίου (2) υποβάλλεται στο Διευθυντή εγγράφως και ο Διευθυντής τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 16 του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε περαιτέρω από τον περί Τροποποίησης των Παραρτημάτων του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου, Διάταγμα του 2007, μπορεί να χορηγήσει υπό όρους την άδεια, εκτός αν κρίνει ότι η προτεινόμενη ενέργεια είναι δυνατό να είναι ζημιογόνα για το υδατόρεμα, ή για το περιβάλλον, ή για την περιουσία που συνορεύει ή γειτνιάζει με το υδατόρεμα, ή είναι πιθανό να επηρεάσει τη ροή του νερού εντός του υδατορέματος, ή για οποιαδήποτε άλλη εύλογη αιτία η οποία σχετίζεται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Κατά την εξέταση της ανωτέρω αίτησης, ο Διευθυντής μπορεί να ζητήσει από τον αιτητή όπως του υποβάλει -

(α) υδρολογική μελέτη, μελέτη πλημμυρών ή μελέτη διαρρύθμισης της κοίτης του υδατορέματος˙

(β) μελέτη οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων˙

(γ) υδρολογική ή υδρογεωλογική μελέτη ποσοτικών ή ποιοτικών επιπτώσεων στους υδατικούς πόρους της περιοχής.

(5) Ο Διευθυντής λαμβάνει και κοινοποιεί στον αιτητή την απόφασή του επί της ανωτέρω αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής όλων των πληροφοριών που απαιτούνται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει τούτου Κανονισμών.

(6) Κάθε ενδιαφερόμενος που δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Διευθυντή, δύναται, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα που κοινοποιείται σε αυτόν η εν λόγω απόφαση, να την προσβάλει με έγγραφη προσφυγή του στον Υπουργό, στην οποία να εκτίθενται οι λόγοι που επέβαλαν την προσβολή της απόφασης αυτής.

(7) Ο Υπουργός εξετάζει, χωρίς καθυστέρηση, κάθε προσφυγή που έγινε δυνάμει του εδαφίου (6) και, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει σχετικά και κοινοποιεί την απόφασή του στον προσφεύγοντα:

Νοείται ότι, ο Υπουργός δύναται να αναθέτει σε λειτουργό ή επιτροπή από λειτουργούς του Υπουργείου του να εξετάζει ορισμένα θέματα που περιλαμβάνει η προσφυγή και να υποβάλλει σε αυτόν το πόρισμα της εξέτασης αυτής πριν από την έκδοση της απόφασής του για την προσφυγή.

(8) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία κατά παράβαση των παραγράφων (α), (β), (δ) και (ε) του εδαφίου (2), ο Διευθυντής δύναται, αν κρίνει ότι δημιουργείται κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές, ή περιουσία, ή το περιβάλλον, να αφαιρέσει, να μετατρέψει ή να κατεδαφίσει την εκτελεσθείσα εργασία, να επαναφέρει το υδατόρεμα στη φυσική του κατάσταση και να απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό τα έξοδα στα οποία έχει υποστεί.

(9) Η απαγόρευση των παραγράφων (α), (δ) και (ε) του εδαφίου (2) δεν ισχύει στην περίπτωση οποιασδήποτε εργασίας που εκτελέστηκε σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, αλλά οποιοδήποτε πρόσωπο εκτελεί τέτοια εργασία ενημερώνει εγγράφως το Διευθυντή το συντομότερο πρακτικά δυνατό για την εκτέλεσή της και για τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή εκτελέστηκε και ο Διευθυντής δύναται να απαιτήσει όπως η εργασία αυτή αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για άδεια δυνάμει του παρόντος άρθρου, ή όπως ο χώρος επανέλθει στη φυσική του κατάσταση όταν οι λόγοι έκτακτης ανάγκης εκλείψουν.

Αδικήματα και ποινές

117.-(1) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 116 ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τους όρους άδειας που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 116, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Σε περίπτωση καταδίκης προσώπου για αδίκημα λόγω παράβασης της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 116, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως κατεδαφιστεί ή καταστραφεί οποιαδήποτε κατασκευή που ανεγέρθηκε ή οποιαδήποτε μετατροπή ή επιδιόρθωση σε κατασκευή που έγινε, χωρίς άδεια ή κατά παρέκκλιση από τους όρους ή περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην άδεια και όπως, σε περίπτωση μετατροπής ή επιδιόρθωσης, επαναφερθεί η κατασκευή σε κατάσταση η οποία να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των όρων της άδειας σύμφωνα με την οποία ανεγέρθηκε η κατασκευή ή σε περίπτωση που δεν απαιτείτο τέτοια άδεια κατά το χρόνο ανέγερσης της κατασκευής, όπως επαναφερθεί η κατασκευή στην κατάσταση στην οποία ευρίσκετο πριν από την παράνομη μετατροπή ή επιδιόρθωσή της, με έξοδα του προσώπου που καταδικάστηκε, εντός τέτοιας περιόδου όπως καθορίζεται στη διαταγή του Δικαστηρίου, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, εκτός αν χορηγηθεί ή ληφθεί στο μεταξύ η άδεια ή η γραπτή συγκατάθεση του Διευθυντή:

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), σε ποινική δίωξη για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση του άρθρου 116, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση καταδίκης, επιπλέον οποιασδήποτε ποινής την οποία δύναται να επιβάλει, να διατάξει-

(α) την περισυλλογή των αντικειμένων, αχρήστων υλικών ή άλλων σκυβάλων που τοποθετήθηκαν ή απερρίφθησαν, με έξοδα του προσώπου που καταδικάστηκε,

(β) τη δήμευση οποιουδήποτε οχήματος, μηχανήματος ή άλλου αντικειμένου χρησιμοποιηθέντος για τη διάπραξη του αδικήματος, και

(γ) την καταβολή αποζημιώσεων για οποιαδήποτε ζημιά που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα του αδικήματος.

(4) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (3) παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με το διάταγμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να εξουσιοδοτήσει το Διευθυντή να εκτελέσει το διάταγμα. Οποιαδήποτε έξοδα προκύψουν από την εκτέλεση του διατάγματος αυτού καταβάλλονται στο Διευθυντή από το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και τα έξοδα αυτά θεωρούνται ότι αποτελούν ποινή κατά την έννοια του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η καταβολή αυτών εκτελείται ανάλογα.

(5) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (3) και το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με το διάταγμα αυτό, ανεξάρτητα αν ο Διευθυντής έχει προβεί στην εκτέλεση του διατάγματος αυτού ή όχι, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(6) Πρόσωπο το οποίο παρακωλύει ή εμποδίζει οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή να εκτελέσει οποιοδήποτε διάταγμα που εκδόθηκε από το Δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (2) ή του εδαφίου (3) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια εφτακόσια ευρώ (€1.700) ή και στις δύο αυτές ποινές.