14ΙΒ. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«παράπονο» σημαίνει τη γραπτή υποβολή, από δικαιούχο πληρωμής στο Φορέα, διαμαρτυρίας ή αντίρρησης, εναντίον παρόχου υπηρεσιών πληρωμής σχετικά με διαφορά·
«διαφορά» σημαίνει διαφορά που προκύπτει στο πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 μεταξύ δικαιούχου πληρωμής και παρόχου υπηρεσιών πληρωμής·
14ΙΓ. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται στις περιπτώσεις διαφορών μεταξύ δικαιούχου πληρωμής και οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμής:
14ΙΔ. Δικαιούχος πληρωμής δύναται, για σκοπούς επίλυσης διαφοράς, να υποβάλει παράπονο στον Επίτροπο, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους.
14ΙΕ.-(1) Ο Επίτροπος επιλαμβάνεται διαφορών κατά παρόχων υπηρεσιών πληρωμής σε σχέση με τις οποίες πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το παράπονο υποβάλλεται από δικαιούχο πληρωμής·
(β) προτού υποβληθεί παράπονο κατά παρόχου υπηρεσιών πληρωμής στον Επίτροπο, ο δικαιούχος πληρωμής πρέπει να έχει υποβάλει το σχετικό παράπονο στον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληρωμής κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 14ΙΣΤ·
(γ) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής, εναντίον του οποίου υποβάλλεται το παράπονο, λειτουργούσε κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρεται το παράπονο βάσει νομίμως χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας η οποία εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα ή λειτουργούσε δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης:
(2) Ο δικαιούχος πληρωμής, με την υποβολή παραπόνου, δύναται να παραπονεθεί εναντίον περισσοτέρων του ενός παρόχων υπηρεσιών πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι το παράπονο εναντίον του κάθε παρόχου υπηρεσιών πληρωμής συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της διαφοράς.
(3) Ο Επίτροπος δεν επιλαμβάνεται παραπόνου το οποίο-
(α) Αφορά συναλλαγή, που δεν εμπίπτει στις εποπτικές αρμοδιότητες των αρχών της Δημοκρατίας οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751· ή
(β) κατά την ημερομηνία υποβολής του, εξετάζεται ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από τον Επίτροπο ή από άλλο φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ή από Δικαστήριο· ή
(γ) υποβάλλεται στον Επίτροπο μετά την πάροδο δεκαοκτώ (18) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος πληρωμής έλαβε γνώση, ή που λογικά θα έπρεπε κατά την κρίση του Επιτρόπου να είχε λάβει γνώση, της επιβλαβούς πράξης ή παράλειψης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής ή του γεγονότος ότι είχε έρεισμα για υποβολή παραπόνου.
(4) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος, σύμφωνα με το εδάφιο (3), δεν μπορεί να εξετάσει παράπονο που υποβάλλεται ενώπιόν του, κοινοποιεί και στα δύο μέρη το σκεπτικό της απόφασής του, εντός τριών (3) εβδομάδων από την παραλαβή του παραπόνου.
14ΙΣΤ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), οι διατάξεις των άρθρων 11 έως 14 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε παράπονα και διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφρμογής του παρόντος Μέρους και όπου γίνεται αναφορά στα άρθρα 11 έως 14 σε καταναλωτή ή χρηματοοικονομική επιχείρηση, θεωρείται ότι συνιστά κατ’ αναλογία αναφορά σε δικαιούχο πληρωμής ή πάροχο υπηρεσιών πληρωμής, αντίστοιχα, και όπου γίνεται αναφορά σε αυτά τα άρθρα σε παράπονο ή διαφορά, θεωρείται ότι συνιστά κατ’ αναλογία αναφορά σε παράπονο ή διαφορά, αντίστοιχα, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους.
(2) Δεν εφαρμόζονται κατ’ αναλογία -
(α) Τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) και στο εδάφιο (6) του άρθρου 14, αναφορικά με επιβαλλόμενη αποζημίωση, και
(β) το εδάφιο (7) του άρθρου 14.