14Ε. Για σκοπούς του παρόντος Μέρους, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«καταγγελία» σημαίνει υποβολή από καταναλωτή στο Φορέα γραπτής διαμαρτυρίας, αντίρρησης ή διαφοράς εναντίον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων, εξαιρουμένων καταγγελιών τρίτων εκτός από την περίπτωση που ο καταγγέλλων είναι πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάζεται το όφελος της απαίτησης βάσει ασφαλιστηρίου, με σύμβαση εκχώρησης δικαιωμάτων, σύμβαση υποκατάστασης ή δυνάμει νομοθεσίας∙
«καταναλωτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Νόμο∙
«μεσίτης πιστώσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Νόμο·
«Νόμος» σημαίνει τον περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε σχέση με Ακίνητα που προορίζονται για Κατοικία Νόμο του 2017∙
«Οδηγία 2014/17/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, όπως διορθώθηκε και όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και όπως εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«πιστωτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Νόμο∙
«σύμβαση πίστωσης» σημαίνει σύμβαση πίστωσης η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου ή/και των εθνικών νομοθεσιών άλλων κρατών μελών, δυνάμει των οποίων μεταφέρονται στο εθνικό τους δίκαιο οι πρόνοιες της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ.
14ΣΤ. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται στις περιπτώσεις διαφορών μεταξύ καταναλωτή αφενός και πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων αφετέρου, σχετικά με τα δικαιώματα του καταναλωτή και τις υποχρεώσεις του πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων, όπως προκύπτουν από τις διατάξεις του Νόμου:
14Ζ.-(1) Καταναλωτής δύναται, για σκοπούς επίλυσης διαφορών του με πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων, σχετικά με τα δικαιώματα του καταναλωτή και τις υποχρεώσεις πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων όπως προκύπτουν από τις διατάξεις του Νόμου, να υποβάλει καταγγελία στον Επίτροπο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 14Η.
14Η.-(1) Ο Επίτροπος επιλαμβάνεται καταγγελίας σε σχέση με την οποία πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η καταγγελία υποβάλλεται από καταναλωτή∙
(β) ο πιστωτής ή/και μεσίτης πιστώσεων εναντίον του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία, λειτουργούσε κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρεται η καταγγελία βάσει νομίμως χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου ή λειτουργούσε δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης:
(2) Ο καταναλωτής, με την υποβολή καταγγελίας, δύναται να καταγγείλει περισσότερους του ενός πιστωτές ή/και μεσίτες πιστώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία εναντίον του κάθε πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της διαφοράς.
(3) Ο Επίτροπος δεν επιλαμβάνεται καταγγελίας-
(α) για την οποία, κατά την ημέρα υποβολής της, είχε ήδη εκδοθεί απόφαση για ζητήματα της υποκείμενης της καταγγελίας διαφοράς που επηρεάζουν την επί της ουσίας εξέταση της καταγγελίας, από δικαστήριο της Δημοκρατίας ή ευρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία για την εξέταση της ίδιας καταγγελίας ή ζητημάτων της υποκείμενης της καταγγελίας διαφοράς που επηρεάζουν την επί της ουσίας εξέταση της καταγγελίας:
(β) για την οποία κατά την κρίση του Επιτρόπου δεν υπάρχει βάση για την υποβολή παραπόνου· ή
(γ) η οποία κατά την ημερομηνία υποβολής της εξετάζεται ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από τον Επίτροπο ή από άλλο φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ή από Δικαστήριο.
14Θ.-(1) Ο καταναλωτής δύναται να υποβάλλει στον Επίτροπο καταγγελία, υπό τον όρο ότι αυτή φέρει την υπογραφή του καταναλωτή.
(2) Η καταγγελία υποβάλλεται στον Επίτροπο δια χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
(3) Ο Επίτροπος δύναται να εκδίδει Οδηγίες για την περαιτέρω ρύθμιση του τύπου και του τρόπου υποβολής καταγγελίας.
(4) Ο Επίτροπος εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή καταγγελίας από καταναλωτή ενημερώνει γραπτώς τον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων για την υποβολή της καταγγελίας, παρέχοντας ταυτόχρονα σε αυτόν τα στοιχεία του καταναλωτή και περιγραφή της καταγγελίας.
(5) Ο Επίτροπος, πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξέτασης της καταγγελίας, ενημερώνει γραπτώς τον καταναλωτή και τον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων ότι η απόφασή του δεν είναι δεσμευτική και ζητά από αυτούς όπως δηλώσουν γραπτώς, μέχρι την ημερομηνία ολοκλήρωσης της εξέτασης της καταγγελίας και πριν την έκδοση της απόφασής του, κατά πόσον ρητά αποδέχονται τη δεσμευτικότητα της απόφασής του:
(6) Καταναλωτής ο οποίος υποβάλλει καταγγελία στον Επίτροπο δύναται με γραπτή ειδοποίηση προς αυτόν να την αποσύρει και, εφόσον το πράξει, δεν δύναται να υποβάλει νέα καταγγελία στον Επίτροπο αναφορικά με την ίδια σύμβαση πίστωσης.
(7) Ο καταναλωτής καταβάλλει, κατά την υποβολή της καταγγελίας του στον Επίτροπο, τέλος ύψους είκοσι ευρώ (€20) ανά καταγγελία.
14Ι.-(1) Σε περίπτωση που μετά την υποβολή καταγγελίας ο καταναλωτής καταχωρεί αγωγή με αντικείμενο ίδιο με αυτό της καταγγελίας, τότε ειδοποιεί αυθημερόν τον Επίτροπο για την ενέργεια αυτή:
(2) Σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα στην καταγγελία μέρη καταλήξουν σε διευθέτηση ειδοποιούν προς τούτο τον Επίτροπο παρέχοντάς του λεπτομέρειες για τη συμφωνία που επήλθε:
14ΙΑ.-(1) Ο Επίτροπος, αφού ολοκληρώσει την εξέταση της καταγγελίας, εκδίδει γραπτώς την τελική του απόφαση και την κοινοποιεί στον καταναλωτή που υπέβαλε την καταγγελία και στον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων εναντίον του οποίου ο καταναλωτής υπέβαλε την καταγγελία:
(2) Ο Επίτροπος στη γραπτή απόφασή του, η οποία είναι αιτιολογημένη και φέρει την υπογραφή του, καθορίζει τα ακόλουθα:
(α) Το διακανονισμό που επιτεύχθηκε ή, ανάλογα με την περίπτωση, το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε διακανονισμός και επίλυση της καταγγελίας με τη μέθοδο της διαμεσολάβησης∙
(β) σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έχουν αποδεχτεί τη δεσμευτικότητα της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 14Θ, αίτημα προς τους εμπλεκόμενους όπως τον ειδοποιήσουν γραπτώς εντός δύο (2) μηνών κατά πόσο αποδέχονται την εκδοθείσα απόφασή του ως δεσμευτική προς τους ίδιους∙
(γ) την προθεσμία εντός της οποίας τα εμπλεκόμενα μέρη οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση, όπου αυτό εφαρμόζεται∙
(δ) ότι η αποδοχή και από τα δύο μέρη της δεσμευτικότητας της απόφασης καθιστά την απόφαση τελική και μη υποκείμενη σε έφεση ενώπιον Δικαστηρίου, όπου αυτό εφαρμόζεται.
(3) Σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας των δύο (2) μηνών που καθορίζεται στην απόφαση, ο καταναλωτής ή ο πιστωτής ή/και ο μεσίτης πιστώσεων ή όλα τα εμπλεκόμενα μέρη απορρίψουν την απόφαση ή και δεν ειδοποιήσουν γραπτώς τον Επίτροπο κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), ο Επίτροπος αμέσως μετά την εκπνοή της προθεσμίας θεωρεί ότι ο καταναλωτής ή/και ο πιστωτής ή/και ο μεσίτης πιστώσεων έχουν απορρίψει την απόφασή του και ως εκ τούτου η απόφαση δεν θεωρείται πλέον δεσμευτική για οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα μέρη.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), μετά την εκπνοή της προθεσμίας των δύο (2) μηνών που καθορίζεται στην απόφαση ο Επίτροπος ενημερώνει τον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων κατά πόσον ο καταναλωτής έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και τον καταναλωτή, κατά πόσο ο πιστωτής ή/και ο μεσίτης πιστώσεων έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και ότι η εξέταση της καταγγελίας θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί.
(5) Σε περίπτωση που η καταγγελία εξετάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και η τελική γραπτή απόφαση εκδίδεται προς όφελος του καταναλωτή και εναντίον του πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και εφόσον τα μέρη έχουν αποδεχθεί τη δεσμευτικότητα της απόφασης, ο Επίτροπος στην απόφασή του -
(α) Καθορίζει την καταβλητέα χρηματική αποζημίωση από τον πιστωτή ή/και τον μεσίτη πιστώσεων προς τον καταναλωτή την οποία θεωρεί δίκαιη για την πραγματική χρηματική ζημιά που υπέστη ο καταναλωτής· και
(β) δύναται -
(i) να απευθύνει σύσταση προς τον πιστωτή ή/και τον μεσίτη πιστώσεων όπως λάβει τα κατά την κρίση του δίκαια και κατάλληλα μέτρα για την άρση του προβλήματος ή της διαφοράς και για την αποφυγή δημιουργίας παρόμοιας διαφοράς στο μέλλον∙
(ii) να επιβάλει στον πιστωτή ή/και στον μεσίτη πιστώσεων όπως καταβάλει προς το Φορέα το κόστος, το οποίο δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300), για τις υπηρεσίες που δυνατό να έχουν παρασχεθεί στο Φορέα από εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση της καταγγελίας.
(6) Η τελική γραπτή απόφαση του Επιτρόπου γνωστοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 του περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμου.