49.-(1) (α) Πρόσωπο, το οποίο -
(i) προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10, των παραγράφων (ια) και (ιβ) του εδαφίου (1) του άρθρου 11Β, των εδαφίων (1), (2), (3) και (6), του άρθρου 15, των άρθρων 18, 19, 22Α, 24, 29 και 30, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 32, των εδαφίων (1), (3) και (7) του άρθρου 33, του εδαφίου (1) του άρθρου 34, των άρθρων 36Δ, 36Ε, 36ΣΤ, 36Ζ, 36Η, 36Θ και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49,
(ii) προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 11, του εδαφίου (3) του άρθρου 12, του εδαφίου (6) του άρθρου 13, του εδαφίου (2) του άρθρου 14, του εδαφίου (5) του άρθρου 15, του εδαφίου (2) του άρθρου 22, του εδαφίου (4) του άρθρου 23, της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3), της παραγράφου (δ) του εδαφίου (4), του εδαφίου (5), του εδαφίου (6) και των παραγράφων (δ) και (ε) του εδαφίου (7) του άρθρου 36Θ και των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 54,
(iii) προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση των προνοιών των διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 11, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 16, του άρθρου 17, των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 21, του άρθρου 27, του εδαφίου (1) του άρθρου 28, του εδαφίου (3) του άρθρου 32, του άρθρου 33 και των εδαφίων (4), (5) και (6) του άρθρου 54,
(iv) αρνείται ή παραλείπει να τηρήσει οποιοδήποτε όρο άδειας διαχείρισης αποβλήτων, και/ ή
(v) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006,
(vi) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1102/2008, εξαιρουμένου του άρθρου 1 αυτού,
(vii) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των Άρθρων 10, 11, 12, 13 και 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 852/2017,
(viii) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των Άρθρων 13 και 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 1257/2013,
(ix) προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση οποιουδήποτε όρου της άδειας λειτουργίας διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού που εκδίδεται δυνάμει των προνοιών των Κανονισμών που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 11 και των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (6) και των παραγράφων (δ) και (ε) του εδαφίου (7) του άρθρου 36Θ,
(x) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) 2020/2151,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα 500.000 Ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(α1) Νομικό πρόσωπο, που είναι παραγωγός και/ή κάτοχος δημοτικών αποβλήτων, το οποίο δεν προβαίνει σε χωριστή διαλογή των δημοτικών του αποβλήτων που πρέπει να διαχωρίζονται στην πηγή ή αναμειγνύει τα απόβλητα αυτά με άλλα απόβλητα ή δεν συλλέγει ή δεν μεταφέρει ή δεν παραδίδει τα απόβλητα αυτά σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 54, ή πράττει αυτό κατά παράβασή των προνοιών αυτών, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης του, η χρηματική ποινή δύναται να είναι έως και η διπλάσια της προηγούμενης επιβληθείσας ποινής.
(α2) Φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν προβαίνει σε χωριστή διαλογή των δημοτικών του αποβλήτων που πρέπει να διαχωρίζονται στην πηγή ή το οποίο προβαίνει στην τοποθέτησή τους για συλλογή ή μεταφορά και παράδοσή τους, κατά παράβαση των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 54, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000), και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, η χρηματική ποινή δύναται να είναι έως και η διπλάσια της προηγούμενης επιβληθείσας ποινής.
(α3) (i) Κάτοχοι δημοτικών αποβλήτων από εμπορικές δραστηριότητες, από βιομηχανίες και από ιδρύματα απαγορεύεται να παραδίδουν τα μεικτά δημοτικά απόβλητα που προκύπτουν από τα υποστατικά τους σε αδειοδοτημένους διαχειριστές αποβλήτων ή σε κατόχους πιστοποιητικών καταχώρησης για συλλογή και/ή μεταφορά αυτών, χωρίς την εκ των προτέρων εξασφάλιση έγκρισης από την οικεία αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης.
(ii) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις της υποπαραγράφου (i) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
(β) Τηρουμένων των διατάξεων οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας ρυθμίζει θέματα σχετικά με απόβλητα, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να τοποθετεί, εγκαταλείπει, ρίπτει ή αποθηκεύει απόβλητα σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο ή να εξουσιοδοτεί ή ανέχεται οποιαδήποτε από τις πράξεις αυτές, εκτός αν -
(i) κατέχει άδεια διαχείρισης αποβλήτων, ή
(ii) η τοποθέτηση, εγκατάλειψη, ρίψη ή αποθήκευση γίνεται σε χώρο ελεγχόμενο από πρόσωπο που κατέχει άδεια διαχείρισης αποβλήτων και με τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού.
(γ)Πρόσωπο το οποίο-
(i) Παρεμποδίζει επιθεωρητή στην εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών που του ανατίθενται με βάση τον παρόντα Νόμο ή/και
(ii) παρεμποδίζει οποιοδήποτε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο που συνοδεύει τον Επιθεωρητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 45, να εισέλθει στα υποστατικά της εγκατάστασης ή να παράσχει βοήθεια στον Επιθεωρητή,
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Εάν κατά την διαδικασία εκδίκασης οποιουδήποτε από τα πιο πάνω αδικήματα, υπάρχει ισχυρισμός ότι η διάπραξή του προκαλεί ή πρόκειται να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή κινδύνου στη δημόσια υγεία, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει προσωρινό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύει τη συνέχιση ή την επανάληψη της πράξης ή παράλειψης η οποία προκαλεί τη ρύπανση ή κίνδυνο ή/και να επιβάλλει τη μετακίνηση των αποβλήτων που έχουν τοποθετηθεί, εγκαταλειφθεί, απορριφθεί ή αποθηκευτεί σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, χωρίς να υφίσταται άδεια διαχείρισης αποβλήτων, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης.
(3) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατόπιν αίτησης είτε του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είτε από μέρους και εξ ονόματος της ενδιαφερόμενης αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης.
(4) Οι προϋποθέσεις εκδόσεως τέτοιου διατάγματος διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και τους σχετικούς περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
(5) Το προσωρινό διάταγμα που αναφέρεται στο εδάφιο (2) μπορεί να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση, κατ΄ εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στην περίπτωση αυτή, για σκοπούς καταχώρησης ενστάσεως ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντίδικου λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το Δικαστήριο δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις μέρες.
(6) Αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) , δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει 500.000 ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Εάν για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα πιο κάτω αδικήματα ευθύνεται οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή -
(α) οποιουδήποτε από τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του εν λόγω νομικού προσώπου, ή
(β) του γενικού διευθυντή ή του διευθυντή ή του διευθύνοντος συμβούλου του νομικού προσώπου,
τότε η ποινική δίωξη για το αδίκημα μπορεί να στραφεί εναντίον του νομικού προσώπου και όλων ή οποιωνδήποτε από τα πιο πάνω φυσικά πρόσωπα.
50.-(1)(α) Επιθεωρητής που έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 10, 15, 18, 22Α, 24, 29, 33, 36Δ, 36Ε, 36ΣΤ, 36Ζ, 36Η, 36Θ και 49 ή των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12, 13, 22, του εδαφίου (8) του άρθρου 36Δ, της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3), της παραγράφου (δ) του εδαφίου (4), του εδαφίου (5), του εδαφίου (6) και των παραγράφων (δ) και (ε) του εδαφίου (7) του άρθρου 36Θ του άρθρου 54 ή προνοιών των διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27, του εδάφιου (1) του άρθρου 28, του εδάφιου (10) του άρθρου 33 και του εδάφιου (4) του άρθρου 54, έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(β) Το ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζει ο Επιθεωρητής είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά δεν υπερβαίνει τα 4000 ευρώ.
(γ) Σε περίπτωση που ο Αρχιεπιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 10, 15, 18, 22Α, 24, 29, 33, 36Δ, 36Ε, 36ΣΤ, 36Ζ, 36Η, 36Θ και 49 ή των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 12, 13, 22, του εδάφιου (8) του άρθρου 36Δ, της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3), της παραγράφου (δ) του εδαφίου (4), του εδαφίου (5), του εδαφίου (6) και των παραγράφων (δ) και (ε) του εδαφίου (7) του άρθρου 36Θ και του άρθρου 54 ή των προνοιών των διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27, του εδάφιου (1) του άράρθρου 28, του εδάφιου (10) του άρθρου 33 και του εδάφιου (4) του άρθρου 54, έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(δ) Το ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζει ο Αρχιεπιθεωρητής είναι ανάλογο με την σοβαρότητα του αδικήματος αλλά δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20,000) .
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο Επιθεωρητής επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση στην οποία καθορίζεται το αδίκημα και ο χρόνος της διάπραξής του, καθώς επίσης και το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο αυτό καλείται να καταβάλει.
(2Α)(α) Σε περίπτωση που Επιθεωρητής, που ορίζεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 44, διαπιστώσει ότι πρόσωπο παραβιάζει τις πρόνοιες των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 54, επιδίδει γραπτή ειδοποίηση συμμόρφωσης στο εν λόγω πρόσωπο, απαιτώντας από αυτό να λάβει τα μέτρα που καθορίζονται στην ειδοποίηση συμμόρφωσης εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης αυτής.
(β) Στην περίπτωση των οργανωμένων κτιριακών συγκροτημάτων με κεντρική διαχείριση, η ειδοποίηση συμμόρφωσης επιδίδεται στον παραβάτη, και σε περίπτωση που αυτός δεν μπορεί να εντοπιστεί στον ιδιοκτήτη ή τον διαχειριστή.
(γ) Στην περίπτωση των κοινόκτητων οικοδομών που αποτελούνται από πέραν της μιας μονάδας, η ειδοποίηση συμμόρφωσης επιδίδεται στη διαχειριστική επιτροπή, και στην περίπτωση που τέτοια επιτροπή δεν υπάρχει, στον ιδιοκτήτη ή στον ενοικιαστή ή στον κάτοχο της κάθε μονάδας.
(2Β) Σε περίπτωση που παραβάτης αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με ειδοποίηση συμμόρφωσης που του επιδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2Α), ο Επιθεωρητής έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του εν λόγω αδικήματος, και το ποσό που καθορίζει είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά δεν υπερβαίνει-
(i) τα διακόσια ευρώ (€200), εάν ο παραβάτης είναι φυσικό πρόσωπο∙ και
(ii) τα τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000), εάν ο παραβάτης είναι νομικό πρόσωπο.
(3) Αν η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο Επιθεωρητής θεωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ότι συνιστά αδίκημα, επαναληφθεί για δεύτερη φορά ή δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ώρα επίδοσης της ειδοποίησης της εξώδικης ρύθμισης, τότε ο Επιθεωρητής δύναται να καθορίζει ποσό εξωδίκου προστίμου διπλάσιο του ποσού που καθορίστηκε κατά την πρώτη παράβαση και σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη επαναληφθεί για τρίτη φορά, τότε ο Επιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδάφιου (3) , αν η πράξη ή η παράλειψη την οποία ο Επιθεωρητής θεωρεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ότι συνιστά αδίκημα, δεν τερματιστεί σύμφωνα με τις οδηγίες του εντός σαράντα οκτώ ωρών, τότε για κάθε μέρα που η πράξη ή η παράλειψη συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται, θεωρείται ότι διαπράττεται νέο αδίκημα για το οποίο ο Επιθεωρητής πρέπει να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα εδάφια (1) ή (2) θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(6) Με την καταβολή του ποσού που αναφέρεται πιο πάνω, ο Επιθεωρητής εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το καταβάλει στην οποία αναγράφονται και τα εξής:
(α) το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα,
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος,
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος, και
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) , αν το χρηματικό ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή (3) καταβληθεί πριν από την περίοδο δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) , μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού στο λογιστήριο της αρμόδιας αρχής και την έκδοση της απόδειξης όπως αναφέρεται πιο πάνω, δεν χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο Δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (6) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτήν και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(8Α) Στην περίπτωση εξώδικης ρύθμισης αδικημάτων για παράβαση των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 54, από Επιθεωρητές των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης οι οποίοι ορίζονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 44, το ποσό της εξώδικης ρύθμισης καταβάλλεται στο ταμείο της οικείας αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης.
(9) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις δεν θεωρείται ως καταδίκη. Σε περίπτωση όμως καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.
(10) Σε περίπτωση που περιέλθουν στην αντίληψη του νέα στοιχεία που να το δικαιολογούν, ο Αρχιεπιθεωρητής, παρέχοντας γραπτώς την απαραίτητη αιτιολόγηση και τεκμηρίωση, δύναται να αποσύρει ή να τροποποιήσει την ειδοποίηση εξώδικης ρύθμισης αδικήματος.
51.-(1) (α) Σε οποιοδήποτε πρόσωπο που προκαλεί ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από την αστική η την ποινική ευθύνη που του καταλογίζεται, επιβάλλεται, ως διοικητική κύρωση, με απόφαση της αρμόδιας αρχής, πρόστιμο μέχρι το ποσό των 500.000 Ευρώ.
(β) Σε περίπτωση σοβαρής περιβαλλοντικής ζημιάς, η αρμόδια αρχή, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι του ποσού των 4 εκατομμυρίων Ευρώ.
(2) Εάν πρόσωπο που διαχειρίζεται απόβλητα προκαλεί μόλυνση ή ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή κίνδυνο στη δημόσια υγεία, η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί σε προσωρινή αναστολή και διακοπή της λειτουργίας της εγκατάστασης, μέχρι να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτραπεί η μόλυνση, ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή ο κίνδυνος στη δημόσια υγεία. Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να προβεί στην οριστική διακοπή της λειτουργίας εγκατάστασης και την ανάκληση της άδειας διαχείρισης αποβλήτων, εάν το πρόσωπο παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα υποδεικνυόμενα από την αρμόδια αρχή μέτρα ή εάν η λήψη αποτελεσματικών μέτρων είναι ανέφικτη.
(3) Εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι και ιδίως σε περίπτωση που από το είδος, την έκταση και τη σημασία της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης προκαλείται κίνδυνος σημαντικής περιβαλλοντικής ζημιάς, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής, μετά την επιβολή της προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της λειτουργίας της εγκατάστασης μπορεί να επιβάλει και πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τα 40.000 Ευρώ για κάθε μέρα παράβασης της απαγόρευσης λειτουργίας.
(4) Η διαδικασία επιβολής των διοικητικών κυρώσεων, που προβλέπονται στα παραπάνω εδάφια του παρόντος άρθρου, αρχίζει με την κοινοποίηση στον παραβάτη σχετικής έκθεσης που συντάσσεται από την αρμόδια αρχή και έγγραφης κλήτευσης προς τον παραβάτη να υποβάλλει τις απόψεις του εντός διαστήματος πέντε ημερών από την κοινοποίηση της κλήτευσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, ύστερα από αίτηση του παραβάτη, για πέντε επιπλέον μέρες.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των 75 ημερών από την κοινοποίηση της κλήτευσης ή, σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή, μετά την έκδοση μη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει μέτρα για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
(7) Σε περίπτωση κατά την οποία πράξη ή παράλειψη νομικού προσώπου επιφέρει την επιβολή διοικητικού προστίμου, την ευθύνη για την πράξη ή παράλειψη και για καταβολή του διοικητικού προστίμου, φέρουν, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και (β) του εδαφίου (7) του άρθρου 49.
51A.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Διευθυντής δημοσιεύει στο διαδίκτυο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ή μέσο, κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται ειδοποίηση βελτίωσης, απαγορευτική ειδοποίηση, εξώδικο πρόστιμο ή διοικητική κύρωση, για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή διαταγμάτων.
(β) Η δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται ειδοποίηση βελτίωσης, απαγορευτική ειδοποίηση, εξώδικο πρόστιμο ή διοικητική κύρωση αλλά δεν περιλαμβάνει πληροφορίες με χαρακτήρα βιομηχανικού ή εμπορικού απορρήτου.
(γ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) «εμπορικό απόρρητο» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί της Προστασίας της Τεχνογνωσίας και των Επιχειρηματικών Πληροφοριών που δεν έχουν Αποκαλυφθεί (Εμπορικό Απόρρητο) από την Παράνομη Απόκτηση, Χρήση και Αποκάλυψή τους Νόμου.
(2) Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α), σε περίπτωση πρώτης παράβασης ή μη σοβαρής παράβασης όπου ο Διευθυντής κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας του νομικού προσώπου το οποίο αφορά η απόφαση ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικού προσώπου το οποίο αφορά η απόφαση είναι δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών, ο Διευθυντής-
(α) αναβάλλει τη δημοσίευση της απόφασης μέχρι να παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση∙ ή
(β) δημοσιεύει την απόφαση σε ανώνυμη βάση, εφόσον η δημοσίευση πληροί τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου του 2018 και του Κανονισμού που αναφέρεται στο προοίμιο αυτού, ή
(γ) δεν δημοσιεύει την απόφαση, αν θεωρεί ότι η δημοσίευση σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί η αναλογικότητα της δημοσίευσης των εν λόγω αποφάσεων σε σχέση με ειδοποίηση βελτίωσης, απαγορευτική ειδοποίηση, εξώδικο πρόστιμο ή διοικητική κύρωση που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
(3) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής αποφασίσει να δημοσιεύσει απόφαση με ανώνυμο τρόπο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), δύναται να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων για εύλογο χρονικό διάστημα, όταν προβλέπεται ότι οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση θα παύσουν να υφίστανται μέσα στο διάστημα αυτό.
(4) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής προβεί σε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο, οφείλει να δημοσιεύσει και κάθε επακόλουθη διαφοροποίηση των γεγονότων που δημοσιοποιήθηκαν με τη πρώτη δημοσίευση, όπως την τυχόν ανάκληση της σχετικής κύρωσης ή μέτρου, την τυχόν προσβολή της κύρωσης ή μέτρου με προσφυγή ή έφεση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου και την έκβαση τέτοιας προσφυγής ή έφεσης, περιλαμβανομένης της ακύρωσης της κύρωσης ή μέτρου από το αρμόδιο Δικαστήριο.
(5) Ο Διευθυντής εξασφαλίζει ότι κάθε απόφαση που δημοσιεύεται, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, παραμένει στο διαδικτυακό τόπο του Τμήματος Περιβάλλοντος για διάστημα ενός έτους μετά τη δημοσίευσή της. τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στην εν λόγω δημοσίευση διατηρούνται στο διαδίκτυο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και του Κανονισμού που αναφέρεται στο προοίμιο αυτού.
(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και του Κανονισμού που αναφέρεται στο προοίμιο αυτού.
52.-(1) Στην περίπτωση επιβολής διοικητικού προστίμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51, το επηρεαζόμενο πρόσωπο, μπορεί, εντός είκοσι μία ημερών, να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης της αρμόδιας αρχής στο Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) (α) Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει κάθε ιεραρχική προσφυγή που ασκείται με βάση το εδάφιο (1) και, αν σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση κρίνει ότι είναι αναγκαίο ή σκόπιμο, ακούει το επηρεαζόμενο πρόσωπο ή δίνει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς περαιτέρω τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ιεραρχική του προσφυγή.
(β) Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει για κάθε προσφυγή το ταχύτερο δυνατό και κοινοποιεί αμέσως την απόφασή του στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και στην αρμόδια αρχή.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να απορρίψει ή να εγκρίνει της ιεραρχική προσφυγή. Σε περίπτωση που εγκρίνει αυτήν, καθορίζει το ύψος του διοικητικού προστίμου παρέχοντας την απαραίτητη αιτιολογία.