16. Η Επιτροπή σε περίπτωση κατά την οποία, καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί οποιαδήποτε χρηματική, λειτουργική, διοικητική ή άλλης φύσεως υποχρέωση ή δέσμευσή του έναντι του Ταμείου, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, δύναται να συστήσει στην αρμόδια αρχή την επιβολή κύρωσης, η οποία προβλέπεται από τους οικείους νόμους που διέπουν τη λειτουργία και τις εργασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στη Δημοκρατία.
17.-(1) Η Επιτροπή σε περίπτωση κατά την οποία, καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα το οφειλόμενο τέλος συνεισφοράς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΙΙΙ ή δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση διακανονισμού της χρηματικής του οφειλής έναντι του Ταμείου, τάσσει προς αυτό εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση των οφειλών του, η οποία δε δύναται να υπερβαίνει τις τριάντα ημέρες.
(2) Η Επιτροπή σε περίπτωση κατά την οποία, καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα παραλείπει να καταβάλει τακτική συνεισφορά μέχρι την καθοριζόμενη δυνάμει του άρθρου 13 ημερομηνία ή καταβάλλει αυτή σε ημερομηνία μεταγενέστερη της δοθείσας προς αυτή προθεσμίας εκπλήρωσης των οφειλών του κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1), έχει εξουσία επιβολής τόκου επί του οφειλόμενου ποσού, με επιτόκιο το οποίο δε δύναται να υπερβαίνει το δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας, δυνάμει του περί του Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου.