Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Σύστασης και Λειτουργίας Ανεξάρτητου Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Νόμος του 2011.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αρμόδια αρχή» σημαίνει -

(α) για τις τράπεζες και τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου· και

(β) για τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα, την Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών

«Επιτροπή» σημαίνει τη διαχειριστική επιτροπή του Ταμείου·

«Έφορος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο·

«καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο υπόκειται σε τέλος συνεισφοράς·

«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ως αρμόδια αρχή για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος·

«Κεντρικός Φορέας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·

«Οδηγία Κεφαλαιακών Απαιτήσεων» σημαίνει τις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας του 2006 έως (Αρ. 2) του 2011 προς τις Τράπεζες ή την Κανονιστική Απόφαση της Επιτροπής της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει -

(α) τράπεζα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·

(β) συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·

(γ) τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης που έχει συσταθεί και λειτουργεί δυνάμει του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου.

«Ταμείο» σημαίνει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 3∙

«τέλος συνεισφοράς» σημαίνει το οφειλόμενο ποσό, το οποίο το καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να καταβάλλει στο Ταμείο δυνάμει των διατάξεων του Μέρους III∙

«Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» ή κατά ταυτόσημη έννοια, «ΥΕΑΣΕ», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο.

ΜΕΡΟΣ IΙ ΚΑΘΕΣΤΩΣ, ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Σύσταση Ταμείου και νομικό καθεστώς

3.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, συστήνεται ανεξάρτητο Ταμείο με την ονομασία «Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας», το οποίο αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα.

(2) Για τη διαχείριση του Ταμείου συστήνεται Επιτροπή, της οποίας η σύνθεση, οι εξουσίες, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες καθορίζονται στα άρθρα 21 και 22.

Σκοπός σύστασης του Ταμείου

4. Σκοπός σύστασης του Ταμείου είναι η βελτίωση του υφιστάμενου πλαισίου διαχείρισης και επίλυσης χρηματοοικονομικών κρίσεων, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και η εξυγίανση επηρεαζόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω -

(α) της διασφάλισης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση εφαρμογής των αναγκαίων εργαλείων εξυγίανσης·

(β) της αποφυγής χρησιμοποίησης δημοσίων πόρων για σκοπούς εξυγίανσής τους·

(γ) της μεγιστοποίησης της αξίας των υγιών περιουσιακών στοιχείων των πιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ή που έχουν καταστεί αφερέγγυα·

(δ) της διευκόλυνσης της ταχύτερης δυνατής αποκατάστασης της παραγωγικής χρήσης των υγιών περιουσιακών στοιχείων, στο πλαίσιο του περιορισμού των επιδράσεων που θα είχε η πτώχευση πιστωτικού ιδρύματος στα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη:

Νοείται ότι, η εξυγίανση στοχεύει στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης του κοινού προς το χρηματοοικονομικό σύστημα και στην ελαχιστοποίηση του ηθικού κινδύνου σε περίπτωση παρέμβασης του Ταμείου:

Νοείται περαιτέρω ότι, στους σκοπούς του Ταμείου δεν εντάσσεται η διάσωση (bailout) ή η αποτροπή της πτώχευσης επηρεαζόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων, στα οποία η εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης δεν εξυπηρετεί τους πιο πάνω σκοπούς.

Υποχρέωση καταβολής τέλους

5. Η καταβολή τέλους συνεισφοράς στο Ταμείο είναι υποχρεωτική για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους που λειτουργούν εκτός της Δημοκρατίας, καθώς και για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν συσταθεί βάσει νομοθεσίας σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία και λειτουργούν στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, εκτός εάν οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα ή οποιοδήποτε υποκατάστημα εξαιρεθεί ονομαστικά είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει, με απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας και αφού η Κεντρική Τράπεζα συμβουλευθεί προηγουμένως την αρμόδια εποπτική αρχή :

Νοείται ότι, πριν από τη λήψη απόφασης για εξαίρεση, σύμφωνα με τα πιο πάνω η Κεντρική Τράπεζα ζητά από το πιστωτικό ίδρυμα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί σχετικά.

ΜΕΡΟΣ ΙΙI ΚΕΦΑΛΑΙΟ, ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΕΣ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ
Σχετικές υποχρεώσεις

6.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους και τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), ως «σχετικές υποχρεώσεις» λογίζονται το σύνολο των υποχρεώσεων καλυπτόμενου πιστωτικού ιδρύματος εξαιρουμένων -

(α) των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (core Tier 1 capital),

(β) των μετατρέψιμων αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου ή άλλων αξιογράφων που πληρούν τις προϋποθέσεις για περίληψή τους στα βασικά ίδια κεφάλαια (Tier 1 capital), σύμφωνα με τη σχετική Οδηγία Κεφαλαιακών Απαιτήσεων της Κεντρικής Τράπεζας ή την αντίστοιχη Απόφαση της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ για το σκοπό αυτό,

(2) Για καλυπτόμενα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα που είναι συνδεδεμένα με τον Κεντρικό Φορέα δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, οι σχετικές υποχρεώσεις λογίζονται σε ενοποιημένη βάση:

Νοείται ότι οι δυνάμει της συνεργατικής νομοθεσίας πραγματοποιούμενες καταθέσεις των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, δε λογίζονται ως υποχρεώσεις της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

(3) Τα κεφάλαια που κατατίθενται στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης από την κυβέρνηση και το Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, ως εμπιστεύματα για σκοπούς διεκπεραίωσης των κυβερνητικών στεγαστικών σχεδίων και των σχεδίων δανειοδότησης μέσω του Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών δε λογίζονται ως υποχρεώσεις του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

Μέγεθος του Ταμείου

7.-(1) Το Ταμείο λαμβάνει τακτικά τέλη συνεισφοράς, με στόχο το κεφάλαιό του να ισούται κατά προσέγγιση με ποσοστό πέντε τοις εκατόν (5%) επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (Α.Ε.Π.) της Δημοκρατίας μέχρι το οικονομικό έτος 2025 και για κάθε έτος που ακολουθεί.

(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), το μέγεθος του Ταμείου δύναται να υπερβεί το ποσοστό που προβλέπεται στο εδάφιο (1), όταν κατά την κρίση της Επιτροπής υφίστανται ή δύναται να υπάρξουν σοβαρές συστημικές διαταραχές ή σε περίπτωση που υφίσταται σημαντική πιθανότητα παρέμβασης του Ταμείου για σκοπούς εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος.

Κεφάλαιο του Ταμείου

8.-(1) Το κεφάλαιο του Ταμείου αποτελείται από:

(α) Το κεφάλαιο που μεταφέρεται από τον ειδικό λογαριασμό που τηρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Επιβολής Ειδικού Φόρου Πιστωτικού Ιδρύματος Νόμου του 2011:

Νοείται ότι σε περίπτωση υποχρέωσης επιστροφής συνεισφορών, η οποία προκύπτει με βάση τον περί Επιβολής Ειδικού Φόρου Πιστωτικού Ιδρύματος Νόμο, το Ταμείο επιστρέφει στο πιστωτικό ίδρυμα, το καθορισμένο από το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, επιστρεπτέο ποσό ειδικού φόρου.

(β) τις τακτικές συνεισφορές που καταβάλλονται από τα καλυπτόμενα πιστωτικά ιδρύματα δυνάμει του άρθρου 9·

(γ) δεδουλευμένους εισπρακτέους τόκους·

(δ) προϊόν μεταβίβασης ιδίων περιουσιακών στοιχείων.

(2) Το κεφάλαιο του Ταμείου κατατίθεται σε ειδικό έντοκο λογαριασμό που τηρείται στην Κεντρική Τράπεζα αποκλειστικά για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

Τέλος τακτικής συνεισφοράς καλυπτόμενου πιστωτικού ιδρύματος

9.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 11 και 14, το καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στο Ταμείο σε ετήσια βάση ως τέλος τακτικής συνεισφοράς, το σύνολο του βασικού τέλους συνεισφοράς.

(2) Το βασικό τέλος συνεισφοράς ισούται με ποσοστό 0,03% επί των σχετικών υποχρεώσεων του καλυπτόμενου πιστωτικού ιδρύματος.

Ειδικές περιπτώσεις

10. Η Επιτροπή κατά την κρίση της και αφού λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης, δύναται να ζητεί την καταβολή ενός εφάπαξ ποσού, σε περίπτωση -

(α) κάλυψης πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο δραστηριοποιείται στη Δημοκρατία σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας έναρξης λειτουργίας του Ταμείου,

(β) τροποποίησης των όρων άδειας λειτουργίας καλυπτόμενου πιστωτικού ιδρύματος από την οικεία αρμόδια αρχή,

(γ) εταιρικής αναδιοργάνωσης καλυπτόμενου πιστωτικού ιδρύματος.

Ανεξόφλητες συνεισφορές και χρεωστικό επιτόκιο

11.-(1) Σε περίπτωση που καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν καταβάλει όλο ή μέρος του τέλους τακτικής συνεισφοράς, το υπόλοιπο συσσωρεύεται για εξόφληση στα επόμενα έτη.

(2) Για συσσωρευμένες ανεξόφλητες συνεισφορές που προκύπτουν δυνάμει του εδαφίου (1), εφαρμόζεται ετήσιο επιτόκιο ίσο με το βασικό επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πλέον ενός περιθωρίου που καθορίζει η Επιτροπή και το οποίο δε δύναται να υπερβαίνει το επιτόκιο που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17(2).

Συνεισφορά πιστωτικού ιδρύματος που καλύπτεται από όμοιο ταμείο κράτους-μέλους της ΕΕ

12. Η Επιτροπή σε περίπτωση που καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα καλύπτεται από παρόμοιο ταμείο άλλου κράτους-μέλους, στο οποίο ήδη καταβάλλει τέλος συνεισφοράς, αφού λάβει υπόψη τη συστημική σημασία του εν λόγω ιδρύματος, δύναται να διαφοροποιεί το πλαίσιο υπολογισμού του τέλους συνεισφοράς για το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα.

Καταβολή συνεισφορών

13.-(1) Η Επιτροπή εκδίδει ειδοποίηση καταβολής του τέλους τακτικής συνεισφοράς προς κάθε καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα, το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου κάθε έτους, βάσει στοιχείων του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

(2) Η καταβολή του τέλους τακτικής συνεισφοράς από καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα, πραγματοποιείται την 30ή Ιουνίου κάθε έτους.

(3) Η Επιτροπή σε έκτακτες και πλήρως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται μετά από εισήγηση της Κεντρικής Τράπεζας και αφού η Κεντρική Τράπεζα συμβουλευθεί προηγουμένως τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, να αναστέλλει την καταβολή οποιωνδήποτε εισφορών υπό όρους που ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.

Συνεισφορές συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται με τον Κεντρικό Φορέα

14. Για καλυπτόμενα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα που είναι συνδεδεμένα με τον Κεντρικό Φορέα δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, οι διατάξεις των άρθρων 9 έως 13 εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση.

Δαπάνες του Ταμείου και εργαλεία εξυγίανσης

15.-(1) Η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί τους πόρους του Ταμείου για -

(α) τη χρηματοδότηση της εφαρμογής, στη συμβολή και στην κατʼ άλλον τρόπο πραγμάτωση εργαλείων εξυγίανσης περιλαμβανομένης και της παροχής εγγυήσεων, ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ νόμου, επί-

(i) των περιουσιακών στοιχείων επηρεαζόμενου πιστωτικού ιδρύματος·

(ii) των υποχρεώσεων επηρεαζόμενου πιστωτικού ιδρύματος προκείμενου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς,

(β) την κάλυψη διαφόρων εξόδων σε σχέση με τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α), όπως-

(i) διοικητικών και λειτουργικών δαπανών, περιλαμβανομένων και δαπανών προσωπικού,

(ii) εξόδων για νομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες,

(iii) εξόδων διατήρησης ορισμένων ζωτικής σημασίας λειτουργιών του επηρεαζόμενου πιστωτικού ιδρύματος,

(iv) εξόδων ανάθεσης εργασιών σε τρίτους.

(2) Οι προϋποθέσεις, οι όροι και η διαδικασία για την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης καθορίζονται με νόμο που θεσπίζεται ειδικά για το σκοπό αυτό.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
Μη τήρηση δεσμεύσεων έναντι του Ταμείου

16. Η Επιτροπή σε περίπτωση κατά την οποία, καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί οποιαδήποτε χρηματική, λειτουργική, διοικητική ή άλλης φύσεως υποχρέωση ή δέσμευσή του έναντι του Ταμείου, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, δύναται να συστήσει στην αρμόδια αρχή την επιβολή κύρωσης, η οποία προβλέπεται από τους οικείους νόμους που διέπουν τη λειτουργία και τις εργασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στη Δημοκρατία.

Μη εμπρόθεσμη καταβολή χρηματικών οφειλών προς το Ταμείο και κυρώσεις

17.-(1) Η Επιτροπή σε περίπτωση κατά την οποία, καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα το οφειλόμενο τέλος συνεισφοράς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΙΙΙ ή δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση διακανονισμού της χρηματικής του οφειλής έναντι του Ταμείου, τάσσει προς αυτό εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση των οφειλών του, η οποία δε δύναται να υπερβαίνει τις τριάντα ημέρες.

(2) Η Επιτροπή σε περίπτωση κατά την οποία, καλυπτόμενο πιστωτικό ίδρυμα παραλείπει να καταβάλει τακτική συνεισφορά μέχρι την καθοριζόμενη δυνάμει του άρθρου 13 ημερομηνία ή καταβάλλει αυτή σε ημερομηνία μεταγενέστερη της δοθείσας προς αυτή προθεσμίας εκπλήρωσης των οφειλών του κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1), έχει εξουσία επιβολής τόκου επί του οφειλόμενου ποσού, με επιτόκιο το οποίο δε δύναται να υπερβαίνει το δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας, δυνάμει του περί του Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου.

ΜΕΡΟΣ V ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Πληροφόρηση επηρεαζόμενων προσώπων, αγορών και φορέων

18. Η Επιτροπή σε περίπτωση παρέμβασης για εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος οφείλει να ενημερώνει δεόντως:

(α) την ανώτατη διοίκηση του επηρεαζόμενου πιστωτικού ιδρύματος και, τουλάχιστον, το διευθύνοντα σύμβουλο και τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του πιστωτικού ιδρύματος·

(β) πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα ιδιοκτησίας επηρεάζεται από την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης·

(γ) τις επηρεαζόμενες αγορές· και

(δ) το ευρύτερο κοινό, εφόσον αυτό κρίνεται ότι ενδείκνυται να γίνει.

ΜΕΡΟΣ VI ΤΗΡΗΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ
Τήρηση απορρήτου και εμπιστευτικότητας

19.-(1) Τα μέλη της Επιτροπής ή το προσωπικό του Ταμείου ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει πρόσβαση ή λαμβάνει γνώση μη δημοσιευμένων στοιχείων ή οποιασδήποτε άλλης πληροφόρησης που αποδεδειγμένα δεν κατέστη δημόσια γνωστή και αφορά το Ταμείο ή πιστωτικό ίδρυμα ή τις χρηματοοικονομικές αγορές ή/και επηρεαζόμενο από επικείμενες ή λαμβανόμενες ενέργειες ή αποφάσεις του Ταμείου πρόσωπο, απαγορεύεται να παρέχουν, κοινοποιούν, αποκαλύπτουν ή χρησιμοποιούν διʼ ίδιον όφελος τις πληροφορίες αυτές:

Νοείται ότι, τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου συνεχίζουν να έχουν την υποχρέωση τήρησης απορρήτου και εχεμύθειας μετά την αποχώρησή τους από το Ταμείο ή την παύση ή την ολοκλήρωση των εργασιών που τους ανατέθηκαν από το Ταμείο.

(2) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, παρά μόνον κατόπιν προηγούμενης συγκατάθεσης της Επιτροπής.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν στην περίπτωση παροχής πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές ή σε άλλους φορείς ή σε άλλα πρόσωπα, όταν αυτή εμπίπτει στις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 και εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

ΜΕΡΟΣ VIΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ
Ανεξαρτησία μελών της Επιτροπής

20. Τα μέλη της Επιτροπής, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους απολαμβάνουν ανεξαρτησίας και δε λαμβάνουν οδηγίες από το Υπουργικό Συμβούλιο, ή από οποιοδήποτε άλλο κρατικό ή ημικρατικό φορέα, όργανο ή οργανισμό, ούτε δύναται να υποστούν επιρροή οποιασδήποτε φύσεως.

Σύνθεση και εξουσίες της Επιτροπής

21.-(1) Η Επιτροπή απαρτίζεται από έξι μέλη, περιλαμβανομένου του Προέδρου αυτής.

(2) Πρόεδρος, ως εκ της θέσεώς του (ex officio), ορίζεται ο εκάστοτε Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.

(3) Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, τον Πρόεδρο αναπληρώνει ανώτατο στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο υποδεικνύεται απʼ αυτόν.

(4) Ως πέντε άλλα μέλη της Επιτροπής ορίζονται -

(α) Ο Ανώτερος Διευθυντής της Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με θέματα διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·

(β) ο Ανώτερος Διευθυντής της Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με θέματα ρύθμισης και εποπτείας των τραπεζών·

(γ) ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών·

(δ) ο Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με θέματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· και

(ε) ο Πρώτος Λειτουργός ΥΕΑΣΕ, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με θέματα ρύθμισης και εποπτείας των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

(5) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής για οποιοδήποτε λόγο κωλύεται στην άσκηση των καθηκόντων του, αναπληρώνεται από άλλο μέλος, το οποίο ορίζεται ως εκ της θέσης του στην Κεντρική Τράπεζα, στο Υπουργείο Οικονομικών και στην ΥΕΑΣΕ αντίστοιχα επειδή αναπληροί το κωλυόμενο μέλος κατά την άσκηση των συνήθων υπηρεσιακών του καθηκόντων.

(6) Η θητεία οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής λήγει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Εάν κατά τη διάρκεια αυτής διαπιστωθεί ότι έγιναν πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του, η οποία είναι απαραίτητη για την άσκηση του λειτουργήματός του ή σε περίπτωση που αυτό αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας ή λόγω θανάτου, ή

(β) σε περίπτωση απώλειας της επαγγελματικής ιδιότητας, βάσει της οποίας κατέχει την θέση.

(7) Η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας της Επιτροπής δεν επηρεάζεται εξαιτίας της χηρείας θέσεως μέλους της, εφόσον ο αριθμός των μελών αυτής δεν καθίσταται μικρότερος των τεσσάρων μελών.

Αρμοδιότητες και εξουσίες της Επιτροπής

22.-(1) Η Επιτροπή έχει την εξουσία διοίκησης και διαχείρισης του Ταμείου και ειδικότερα:

(α) Επιβάλλει το ύψος των συνεισφορών που πρέπει να καταβάλλουν τα καλυπτόμενα πιστωτικά ιδρύματα, δυνάμει του Μέρους ΙΙΙ·

(β) χρησιμοποιεί τους πόρους του Ταμείου δυνάμει του άρθρου 15·

(γ) προβαίνει σε δανεισμό, εφόσον παρίσταται ανάγκη,

(δ) καθορίζει οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα και ευθύνες κρίνονται απαραίτητα για τη λειτουργία του Ταμείου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου και του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τα καλυπτόμενα πιστωτικά ιδρύματα, απευθείας ή μέσω της αρμόδιας εποπτικής αρχής, να υποβάλλουν στοιχεία και πληροφορίες, τα οποία είναι σχετικά με την επίτευξη του σκοπού του Ταμείου, μέσα σε χρονική προθεσμία που η ίδια καθορίζει και τα οποία δύναται να περιλαμβάνουν -

(α) στοιχεία που αφορούν τη βάση σχετικών υποχρεώσεων για τον υπολογισμό των τελών τακτικής συνεισφοράς,

(β) στοιχεία ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρήσεως,

(γ) οποιαδήποτε άλλα στοιχεία.

Συνεδρίες, απαρτία και λήψη αποφάσεων

23.-(1) Οι συνεδρίες της Επιτροπής συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή αυτού.

(2) Ο Πρόεδρος συγκαλεί σε συνεδρία την Επιτροπή, τουλάχιστο δύο φορές το χρόνο και οποτεδήποτε άλλοτε το κρίνει αναγκαίο, εν πάση όμως περιπτώσει οφείλει να συγκαλέσει συνεδρία, εφόσον μέλος της Επιτροπής το ζητήσει γραπτώς.

(3) Απαρτία συνιστά η παρουσία τεσσάρων τουλάχιστον μελών αυτής.

(4) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Πρόεδρος ή ο Προεδρεύων αυτής έχει νικώσα ψήφο.

(5) Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής δύναται να παρίσταται χωρίς δικαίωμα ψήφου οποιοδήποτε πρόσωπο, η παρουσία του οποίου κρίνεται από την Επιτροπή απαραίτητη για τη διεξαγωγή των εργασιών της.

(6) Η Επιτροπή δύναται να καλέσει σε συνεδρία της οποιοδήποτε πρόσωπο κρίνει ότι κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις ή έχει ειδικότητα σε συγκεκριμένο θέμα, για να εκφέρει απόψεις ή να απαντήσει σε ερωτήματα για θέματα που αφορούν τη λειτουργία ή τους σκοπούς του Ταμείου.

Συνεργασία με αρχές άλλων κρατών

24. Η Επιτροπή, στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων της, δύναται να συνεργάζεται με τις αρχές άλλων κρατών μελών μέσω των αρμοδίων εποπτικών αρχών αυτών, εφόσον καλυπτόμενα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα έχουν διασυνοριακή παρουσία εκτός της Δημοκρατίας ή στην περίπτωση που καλυπτόμενα ξένα πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούν στη Δημοκρατία.

Στελέχωση Ταμείου

25.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα έχει υποχρέωση να διασφαλίζει την παροχή γραμματείας στην Επιτροπή, να παρέχει διοικητική και τεχνική υποστήριξη όπως και επαρκείς ανθρώπινους πόρους.

Εκπροσώπηση του Ταμείου

26.-(1) Το Ταμείο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του, οι οποίοι το δεσμεύουν με την υπογραφή τους.

(2) Με την έγκριση της Επιτροπής, ο Πρόεδρος δύναται να αναθέσει την εκπροσώπηση του Ταμείου σε ένα ή και περισσότερα μέλη της Επιτροπής.

Ευθύνη μελών της Επιτροπής

27. Σε περίπτωση έγερσης αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών του Ταμείου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή και κάθε μέλος αυτής δεν υπέχει οποιασδήποτε ευθύνης, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα αμέλειας.

ΜΕΡΟΣ VΙΙΙ ΕΤΗΣΙΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ
Οικονομικό έτος

28. Το οικονομικό έτος του Ταμείου αρχίζει την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Ετήσια έκθεση και λογαριασμοί

29.-(1) Η Επιτροπή έχει υποχρέωση τήρησης ετήσιων λογαριασμών του Ταμείου, η ακρίβεια και η πληρότητα των οποίων ελέγχεται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

(2) Το αργότερο τριάντα ημέρες πριν από το τέλος έκαστου οικονομικού έτους, η Επιτροπή μεριμνά για την ετοιμασία του ετήσιου προϋπολογισμού του Ταμείου για το επόμενο οικονομικό έτος.

(3) Η Επιτροπή το αργότερο τρεις μήνες μετά την έναρξη εκάστου οικονομικού έτους συντάσσει συνοπτική έκθεση με απολογισμό της λειτουργίας του Ταμείου για το προηγούμενο οικονομικό έτος.

(4) Η έκθεση που συντάσσεται δυνάμει του εδαφίου (3), κοινοποιείται μαζί με τους τελικούς λογαριασμούς, οι οποίοι περιλαμβάνουν ισολογισμό, λογαριασμό εσόδων και εξόδων στον Υπουργό Οικονομικών, στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στα καλυπτόμενα πιστωτικά ιδρύματα.

Έλεγχος του Ταμείου

30.(1) Ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του Ταμείου και των τελικών λογαριασμών αυτού για κάθε οικονομικό έτος, διενεργείται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας με τη σύνταξη σχετικής έκθεσης.

(2) Η έκθεση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας πρέπει να ολοκληρώνεται και να κοινοποιείται στην Επιτροπή τουλάχιστον είκοσι ημέρες πριν από την ημερομηνία αποστολής της έκθεσης στον Υπουργό Οικονομικών και στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) του άρθρου 29.

Πρόσβαση στους λογαριασμούς του Ταμείου

31. Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα πρόσβασης στα οικονομικά βιβλία, στοιχεία και λογαριασμούς του Ταμείου και δύναται να αναφέρεται στην Επιτροπή για οποιοδήποτε θέμα άπτεται της οικονομικής διαχείρισης του Ταμείου και των ελεγκτικών του καθηκόντων.

ΜΕΡΟΣ ΙX ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ειδικές διατάξεις για τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα

32. Για τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα και τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα, εφαρμόζονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και οποιουδήποτε Νόμου εκδίδεται προς εφαρμογή του, περιλαμβανομένης της εφαρμογής εργαλείων εξυγίανσης, οι διατάξεις του άρθρου 15 του περί της Διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Κρίσεων Νόμου του 2011.

Διάλυση του Ταμείου

33. Σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου, οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν ανήκει στο Ταμείο περιέρχεται με απόφαση του Υπουργού κατʼ αναλογίαν στο Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων που συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει των περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων Κανονισμών και στο Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων που συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει των περί Συνεργατικών Εταιρειών (Σύσταση και Λειτουργία Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων) Θεσμών του 2000 έως 2009 ή και σε οποιοδήποτε νέο ταμείο ήθελε συσταθεί για τη στήριξη του χρηματοοικονομικού συστήματος.

Έναρξη καταβολής τέλους συνεισφοράς

34. Η υποχρέωση καταβολής τέλους συνεισφοράς δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου αρχίζει από το οικονομικό έτος 2013.

Σημείωση
32 του Ν. 16(Ι)/2013Κατάργηση νόμου

Με τον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή το Ν. 16(Ι)/2013] καταργείται ο περί της Σύστασης και Λειτουργίας Ανεξάρτητου Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Νόμος του 2011.