4. Ως Αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006 ορίζεται ο Υπουργός και έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) Παραλαμβάνει, ελέγχει, αξιολογεί και διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αιτήσεις καταχώρισης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.509/2006˙
(β) μεριμνά για την πληροφόρηση του πολίτη σχετικά με τις αιτήσεις καταχώρισης που υποβάλλονται για την αναγνώριση ΕΠΙΠ, σε εθνικό επίπεδο, ώστε αυτός να μπορεί να υποβάλει ένσταση˙
(γ) παραλαμβάνει, εξετάζει και αποδέχεται ή απορρίπτει ενστάσεις κατά των αιτήσεων καταχώρισης που υποβάλλονται σε εθνικό επίπεδο˙
(δ) παραλαμβάνει, εξετάζει και προωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τροποποιήσεις προδιαγραφών αναγνωρισμένων ΕΠΙΠ σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(ε) μεριμνά ώστε κάθε παραγωγός ή μεταποιητής που εφαρμόζει τις προδιαγραφές ενός ΕΠΙΠ να ενημερώνεται, μέσω δημοσίευσης, για τυχόν τροποποιήσεις για τις οποίες έχουν υποβληθεί σχετικές αιτήσεις και οι οποίες αφορούν τροποποίηση προδιαγραφών ΕΠΙΠ˙
(στ) δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τις εγκριθείσες τροποποιημένες προδιαγραφές δυνάμει του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(ζ) ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τις τροποποιήσεις των προδιαγραφών και την αιτιολόγηση τους δυνάμει του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(η) εγκρίνει, εφόσον πληρούνται οι κατά τον παρόντα Νόμο προϋποθέσεις, τη χρήση της αναγνωρισμένης ονομασίας ενός ΕΠΙΠ μετά από σχετικό αίτημα οποιουδήποτε ενδιαφερομένου˙
(θ) μεριμνά για την πληροφόρηση του πολίτη σχετικά με τις προτεινόμενες καταχωρίσεις γεωργικών προϊόντων ή τροφίμων ως ΕΠΙΠ άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(ι) δύναται να υποβάλλει ένσταση κατά της προτεινόμενης καταχώρισης γεωργικών προϊόντων ή τροφίμων ως ΕΠΙΠ άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(ια) παραλαμβάνει και προωθεί ενστάσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της προτεινόμενης καταχώρισης γεωργικών προϊόντων ή τροφίμων ως ΕΠΙΠ, άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών, κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο έχει έννομο συμφέρον και είναι εγκατεστημένο ή διαμένει στη Δημοκρατία, που υποβάλλονται σε αυτήν, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(ιβ) ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον κατάλογο των υπηρεσιών ή/και των οργανισμών που έχουν εγκριθεί για σκοπούς ελέγχου των προδιαγραφών και τις σχετικές αρμοδιότητες τους σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(ιγ) συμμετέχει στην επιτροπή που καθορίζεται με το άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙
(ιδ) δύναται να αναθέτει την εκτέλεση μέρους ή του συνόλου των αρμοδιοτήτων της σε άλλα πρόσωπα ή υπηρεσίες.
5.-(1) Ο Υπουργός δύναται να μεταβιβάζει, γραπτώς, στο Διευθυντή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που υπηρετεί στο Τμήμα Γεωργίας την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας και ή την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού Κανονισμοί χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στην Αρμόδια Αρχή:
Νοείται ότι, σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Υπουργός διατηρεί την εξουσία να ασκεί τη μεταβιβασθείσα εξουσία και να εκτελεί το μεταβιβασθέν καθήκον, από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.
(2) Πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εξουσίας ή η εκτέλεση καθήκοντος δυνάμει του εδαφίου (1) έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία και να εκτελεί το καθήκον σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του Υπουργού.
(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να τροποποιεί και να ανακαλεί τη μεταβίβαση που έγινε δυνάμει του εδαφίου (1) με γραπτή ειδοποίηση προς το Διευθυντή ή το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση.
(4) Σε περίπτωση που, δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύο (2) ή περισσότερα πρόσωπα, ταυτόχρονα, ασκούν την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο ιεραρχικά υφιστάμενος από τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή να εκτελεί το καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον ιεραρχικά ανώτερό του, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του τελευταίου.
(5) Σε περίπτωση που, δυνάμει του παρόντος άρθρου, πρόσωπο ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή στους εκδιδόμενους δυνάμει αυτού Κανονισμούς, ο παρών Νόμος και οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού Κανονισμοί εφαρμόζονται ωσάν να είχαν χορηγήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στο ασκόν αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητά το εν λόγω καθήκον στο εκτελόν αυτό πρόσωπο.
6. Καθιδρύεται Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία έχει αρμοδιότητα:
(α) να εξετάζει αιτήσεις καταχώρισης και να εισηγείται προς την Αρμόδια Αρχή κατά πόσο συγκεκριμένο γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ΕΠΙΠ, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 509/2006˙ και
(β) να επιλαμβάνεται οποιουδήποτε άλλου θέματος της ανατεθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου από την Αρμόδια Αρχή.
7.-(1) Η Συμβουλευτική Επιτροπή διορίζεται από τον Υπουργό, είναι πενταμελής και απαρτίζεται από τους ακόλουθους -
(α) Το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ή εκπρόσωπό του ως πρόεδρο,
(β) το Διευθυντή ή εκπρόσωπό του,
(γ) ένα (1) Λειτουργό του Τμήματος Γεωργίας, ο οποίος κατέχει ειδικές γνώσεις σε θέματα ΕΠΙΠ,
(δ) ένα (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, και
(ε) ένα (1) εκπρόσωπο του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Ποιότητας.
(2)(α) Η θητεία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι τετραετής και αρχίζει από το διορισμό τους.
(β) τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής μπορούν να επαναδιοριστούν:
Νοείται ότι, ο Υπουργός, αν το κρίνει σκόπιμο, μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλέσει το διορισμό οποιουδήποτε μέλους.
(3) Σε περίπτωση που ο πρόεδρος κωλύεται, προσωρινά, λόγω οποιασδήποτε αιτίας στην άσκηση των καθηκόντων του, ο Υπουργός διορίζει προσωρινά ένα (1) από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως πρόεδρο, για το χρονικό διάστημα που κωλύεται ο πρόεδρος.
(4) Στην περίπτωση που η θέση του προέδρου ή μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής χηρέψει πριν από τη λήξη της θητείας του, ο Υπουργός προβαίνει στο διορισμό νέου προέδρου ή μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(5) Ο πρόεδρος, τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο που δύναται να καλέσει η Συμβουλευτική Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 14, λαμβάνουν αποζημίωση που θα καθορίσει ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών.
8. Ο πρόεδρος προΐσταται της Συμβουλευτικής Επιτροπής, συγκαλεί αυτή σε συνεδρία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 και υπογράφει τα πρακτικά και κάθε άλλο σημαντικό έγγραφο.
9.-(1) Ο πρόεδρος συγκαλεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε συνεδρία όποτε κρίνει τούτο αναγκαίο, οφείλει όμως να συγκαλέσει συνεδρία το νωρίτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός, αν το ζητήσουν γραπτώς δύο (2) τουλάχιστον από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής που καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται προς όλα τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής τουλάχιστον τρεις (3) ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(3) Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον πρόεδρο και κοινοποιείται στα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής μαζί με την πρόσκληση για συνεδρία.
10.-(1) Η Συμβουλευτική Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία αν στη συνεδρία παρίσταται ο πρόεδρος και δύο (2) από τα μέλη της. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταλήγει σε πόρισμα/εισήγηση προς την Αρμόδια Αρχή μετά από εξέταση της αίτησης καταχώρισης και εφόσον υπάρξει η σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας. Σε περίπτωση που υπάρχει ισοψηφία, ο πρόεδρος έχει, επιπρόσθετα από τη δική του ψήφο, δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(2) Ο πρόεδρος μπορεί, σε οποιοδήποτε χρόνο, πριν από τη λήξη της θητείας των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να εισηγηθεί προς τον Υπουργό να τερματίσει το διορισμό οποιουδήποτε μέλους αν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω λόγους-
(α) απουσιάσει από τρεις (3) διαδοχικές συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς τη σχετική άδεια του προέδρου ή χωρίς δικαιολογημένη κατά την κρίση του προέδρου αιτία, ή
(β) καταστεί ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα του λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, ή
(γ) καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών ή για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.