ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΕ ΛΙΜΕΝΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Πεδίο εφαρμογής

4.-(1)(α) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα πλοία και τα πληρώματά τους τα οποία καταπλέουν σε λιμένα ή αγκυροβόλιο της Δημοκρατίας προκειμένου να εκτελέσουν διασύνδεση πλοίου και λιμένα καθώς και σε επιθεωρήσεις επιβατηγών πλοίων ro-ro και ταχύπλοων επιβατηγών σκαφών που διενεργούναι εκτός λιμένα ή αγκυροβολίου κατά την εκτέλεαη τακτικού δρομολογίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17Α.

(β) Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις εξουσίες επέμβασης των αρχών της Δημοκρατίας, οι οποίες απορρέουν από σχετικές Συμβάσεις, τις οποίες η Δημοκρατία έχει κυρώσει.

(2) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή διεξάγει επιθεώρηση πλοίου εντός των υδάτων της Δημοκρατίας, εκτός λιμένα της Δημοκρατίας, η εν λόγω επιθεώρηση θεωρείται ότι διεξάγεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

(3) Για τα πλοία με ολική χωρητικότητα κάτω των 500 κόρων, εφαρμόζονται οι εφαρμοστέες απαιτήσεις οικείας Σύμβασης και, όπου δεν εφαρμόζεται τέτοια Σύμβαση, λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα πλοία αυτά δεν αποτελούν σαφή κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία, ή το περιβάλλον.

Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο επιθεωρητής καθοδηγείται από τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση.

(4) Κατά την επιθεώρηση πλοίου σημαίας κράτους, το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος Σύμβασης, η Αρμόδια Αρχή μεριμνά ώστε η μεταχείριση στην οποία υπόκειται το συγκεκριμένο πλοίο και το πλήρωμά του να μην είναι ευνοϊκότερη από εκείνη που παρέχεται σε πλοίο σημαίας κράτους το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος σε τέτοια Σύμβαση:

Νοείται ότι πλοίο σημαίας κράτους, το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος Σύμβασης, υπόκειται σε λεπτομερέστερη επιθεώρηση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται σε αλιευτικά σκάφη, πολεμικά πλοία, βοηθητικά πλοία, ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, σκάφη που ανήκουν σε δημόσιες αρχές και χρησιμοποιούνται για μη εμπορικούς σκοπούς και σκάφη αναψυχής που δεν χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς.

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το εύρος των γεωγραφικών περιοχών που συνιστούν λιμένα ή αγκυροβόλιο καθορίζεται με διάταγμα του Υπουργού το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(7)  Τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου δεν πρέπει να οδηγούν σε υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των ναυτικών δυνάμει του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης στους τομείς στους οποίους τυγχάνει εφαρμογής ο παρών Νόμος, σε σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος. Κατά την υλοποίηση των μέτρων αυτών, εάν η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει σαφή παράβαση του δικαίου της Ένωσης σε πλοία που φέρουν σημαία κράτους μέλους, ενημερώνει αμέσως, σύμφωνα με την νομοθεσία και την πρακτική που ισχύει στη Δημοκρατία, οποιαδήποτε άλλη οικεία αρμόδια αρχή ώστε να αναληφθούν οι περαιτέρω κατάλληλες ενέργειες.

Εξουσίες επιθεώρησης

5.-(1)(α) Οι εξουσίες που χορηγούνται από το παρόν άρθρο, αναφορικά με την επιθεώρηση πλοίου, χορηγούνται σε οποιοδήποτε επιθεωρητή.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), το εδάφιο (2) του άρθρου 3 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2005 εφαρμόζεται ως εάν η φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κώδικος», η οποία περιέχεται σε έκαστη των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω άρθρου, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, του Κώδικος και του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έλεγχος του Κράτους του Λιμένα) Νόμου του 2011».

(γ) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την πρόσληψη αναγκαίου αριθμού επιθεωρητών με κατάλληλα προσόντα, για την επιθεώρηση πλοίων και την λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ικανοποιητική άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και ιδίως ότι είναι διαθέσιμοι για τη διεξαγωγή των επιθεωρήσεων που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

(2) Τηρουμένου του διεθνούς δικαίου και με σκοπό την διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης ή εξουσίας, που απορρέει από τον παρόντα Νόμο είτε από κανονισμούς ή διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κάθε επιθεωρητής δύναται -

(α) να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε πλοίο, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλω, και να παρέχει οποιαδήποτε κατά την κρίση του αναγκαία βοήθεια στον πλοίαρχο∙ και

(β) να εξετάζει, οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται σε πλοίο, στο οποίο δύναται να εισέρχεται δυνάμει της παραγράφου (α), για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με οποιαδήποτε υποχρέωση που απορρέει όπως προαναφέρεται, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί, και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματά τους, υπό την προϋπόθεση, όσον αφορά τα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης είτε με τον παρόντα Νόμο είτε με τους κανονισμούς ή τα διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει αυτού∙ και

(γ) να εισέρχεται σε πλοίο -

(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3), και

(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά, που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3).

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου και ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον επιθεωρητή, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί -

(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση, και

(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και

(γ) υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχουν στον επιθεωρητή,

ο δε επιθεωρητής έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.

(4) Κάθε επιθεωρητής επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς του 2000, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο -

(α) στο οποίο το εδάφιο (3) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή

(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει σε επιθεωρητή πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο επιθεωρητής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3000) ή σε αμφότερες τις ποινές∙

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6000) ή σε αμφότερες τις ποινές.

(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (5)-

(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη∙

(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.

Επαγγελματικά προσόντα των επιθεωρητών

6.-(1) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι οι επιθεωρήσεις διεξάγονται αποκλειστικά από επιθεωρητές οι οποίοι πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια για τα προσόντα που καθορίζονται εκάστοτε σε γνωστοποίηση.

(2) Όταν η Αρμόδια Αρχή δε διαθέτει άτομα με την απαιτούμενη επαγγελματική κατάρτιση, τότε ο επιθεωρητής μπορεί να επικουρείται από οποιοδήποτε άτομο με την απαιτούμενη κατάρτιση.

(3)(α) Απαγορεύεται η διενέργεια επιθεώρησης και ελέγχων πλοίων του κράτους λιμένα από επιθεωρητές και ή από άτομα που τους επικουρούν, οι οποίοι έχουν εμπορικά συμφέροντα είτε στο λιμένα επιθεώρησης είτε στα επιθεωρούμενα πλοία.

(β) Απαγορεύεται στους επιθεωρητές να απασχολούνται ή αναλαμβάνουν εργασίες για λογαριασμό μη κυβερνητικών οργανισμών οι οποίοι εκδίδουν τα νόμιμα πιστοποιητικά ή πιστοποιητικά κλάσης ή οι οποίοι διενεργούν τις αναγκαίες για τη χορήγηση των εν λόγω πιστοποιητικών σε πλοία επιθεωρήσεις.

(4) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι τα προσόντα των επιθεωρητών και η συμμόρφωσή τους προς τα ελάχιστα κριτήρια που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση επαληθεύονται, προτού τους επιτραπεί η διεξαγωγή επιθεωρήσεων, ακολούθως δε περιοδικά, λαμβανομένου υπόψη του προγράμματος κατάρτισης που εκάστοτε πρέπει να ακολουθούν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5).

(5) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι οι επιθεωρητές που εκτελούν καθήκοντα ελέγχου του κράτους λιμένα, ακολουθούν τεκμηριωμένο πρόγραμμα κατάρτισης, το οποίο διαμορφώνεται κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 22, παράγραφος 7, της Οδηγίας 2009/16/ΕΚ, ιδιαίτερα όσον αφορά στις αλλαγές του συστήματος ελέγχου του κράτους λιμένα που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τα καθοριζόμενα στην εν λόγω Οδηγία και τις τροποποιήσεις των Συμβάσεων.

Αναφορές πλοηγών και Αρχής Λιμένων Κύπρου και σχετική συνεργασία

7.-(1) Η Αρχή Λιμένων Κύπρου διασφαλίζει ότι οι πλοηγοί της, οι οποίοι προσορμίζουν και αποπροσορμίζουν πλοία ή οι οποίοι αναλαμβάνουν να οδηγήσουν πλοία που καταπλέουν σε λιμένα της Δημοκρατίας ή που διέρχονται από τα ύδατα που τελούν υπό τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας, ενημερώνουν αμέσως την Αρμόδια Αρχή κάθε φορά που πληροφορούνται, κατά την άσκηση των κανονικών καθηκόντων τους, ότι υπάρχουν καταφανείς ανωμαλίες οι οποίες ενδεχομένως μειώνουν την ασφάλεια ναυσιπλοΐας του πλοίου, ή οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

(2) Εάν η Αρχή Λιμένων Κύπρου, κατά την άσκηση των κανονικών της καθηκόντων, πληροφορηθεί ότι ένα πλοίο που ευρίσκεται σε λιμένα της Δημοκρατίας παρουσιάζει καταφανείς ανωμαλίες οι οποίες θίγουν την ασφάλεια του πλοίου ή συνιστούν υπερβολική απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ενημερώνει αμέσως την Αρμόδια Αρχή.

(3) Η Αρχή Λιμένων Κύπρου και οι πλοηγοί της υποβάλλουν στην Αρμόδια Αρχή σε ηλεκτρονική μορφή τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες, όταν αυτό είναι δυνατόν:

(α) πληροφορίες σχετικά με το πλοίο (όνομα, αριθμό ΙΜΟ, διακριτικό σήμα και σημαία)∙

(β) πληροφορίες σχετικά με τον πλουν (τελευταίο λιμένα κατάπλου, λιμένα προορισμού)∙

(γ) περιγραφή των καταφανών ανωμαλιών που διαπιστώθηκαν στο πλοίο.

(4) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων αντιμετώπισης των καταφανών ανωμαλιών, οι οποίες γνωστοποιούνται από τους πλοηγούς και την Αρχή Λιμένων Κύπρου, και καταγράφει τις λεπτομέρειες των λαμβανομένων μέτρων.

Σύστημα επιθεώρησης και υποχρέωση ετήσιων επιθεωρήσεων

8.-(1) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων σύμφωνα με το σύστημα επιλογής που περιγράφεται στο άρθρο 15 και εκάστοτε καθορίζεται σε γνωστοποίηση.

(2) Η Αρμόδια Αρχή, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωση ετήσιων επιθεωρήσεων που έχει αναλάβει -

(α) διασφαλίζει την επιθεώρηση όλων των πλοίων προτεραιότητας Ι, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 15, τα οποία καταπλέουν σε λιμένες ή αγκυροβόλια της Δημοκρατίας∙ και

(β) διασφαλίζει την ετήσια διεξαγωγή συνολικού αριθμού επιθεωρήσεων πλοίων προτεραιότητας Ι και προτεραιότητας ΙΙ, σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 15, που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο μερίδιό της Δημοκρατίας επί του συνολικού αριθμού επιθεωρήσεων που πρέπει να διεξάγονται ετησίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Περιοχής του Μνημονίου Συνεννόησης των Παρισίων∙ το προαναφερόμενο μερίδιο της Δημοκρατίας στις επιθεωρήσεις βασίζεται στον αριθμό των εξατομικευμένων πλοίων που καταπλέουν σε λιμένες της Δημοκρατίας σε σχέση με το συνολικό αριθμό των εξατομικευμένων πλοίων που καταπλέουν σε λιμένες κάθε κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Περιοχής του Μνημονίου Συνεννόησης των Παρισίων.

(3) Προκειμένου να υπολογίζεται το μερίδιο του συνολικού αριθμού επιθεωρήσεων που πρέπει να διεξάγονται ετησίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Περιοχής του Μνημονίου Συνεννόησης των Παρισίων σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (2), δεν λαμβάνονται υπόψη τα πλοία σε αγκυροβόλιο, εκτός εάν το οικείο κράτος ορίσει διαφορετικά.

Λεπτομέρειες συμμόρφωσης με την υποχρέωση επιθεωρήσεων

9.-(1) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή δεν διασφαλίσει τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εντούτοις θεωρείται ότι εκπληρώνει την υποχρέωση της βάσει της εν λόγω διάταξης, εφόσον οι μη διεξαχθείσες επιθεωρήσεις δεν υπερβαίνουν -

(α) το 5% του συνολικού αριθμού πλοίων προτεραιότητας Ι κατηγορίας υψηλού κινδύνου τα οποία καταπλέουν σε λιμένες και αγκυροβόλια της Δημοκρατίας∙

(β) το 10% του συνολικού αριθμού πλοίων προτεραιότητας Ι τα οποία δεν υπάγονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου και καταπλέουν σε λιμένες και αγκυροβόλια της Δημοκρατίας.

(2) Ανεξάρτητα από τα ποσοστά που προβλέπονται στις παραγράφου (α) και (β) του εδαφίου (1), η Αρμόδια Αρχή δίνει προτεραιότητα στην επιθεώρηση πλοίων τα οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιέχονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, καταπλέουν μη τακτικά σε λιμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3) Ανεξάρτητα από τα προβλεπόμενα ποσοστά στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) όσον αφορά πλοία προτεραιότητας Ι τα οποία καταπλέουν σε αγκυροβόλια της Δημοκρατίας, η Αρμόδια Αρχή δίνει προτεραιότητα στην επιθεώρηση πλοίων τα οποία υπάγονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου και τα οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιέχονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, καταπλέουν μη τακτικά σε λιμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διευθέτηση για τον καθορισμό ισόρροπων μεριδίων στις επιθεωρήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

10.-(1) Σε περίπτωση που ο συνολικός αριθμός πλοίων προτεραιότητας Ι που καταπλέουν στους λιμένες της Δημοκρατίας υπερβαίνει το μερίδιό της στις επιθεωρήσεις κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, η Αρμόδια Αρχή θεωρείται ότι εκπληρώνει την υποχρέωση αυτή εφόσον διεξάγει αριθμό επιθεωρήσεων επί πλοίων προτεραιότητας Ι ο οποίος αντιστοιχεί τουλάχιστον σε αυτό το μερίδιο στις επιθεωρήσεις και εφόσον δεν αφήνει χωρίς επιθεώρηση ποσοστό ανώτερο του 30% του συνολικού αριθμού πλοίων προτεραιότητας Ι που καταπλέουν σε λιμένες και αγκυροβόλια της Δημοκρατίας.

(2) Σε περίπτωση που ο συνολικός αριθμός προσεγγίσεων πλοίων προτεραιότητας Ι και προτεραιότητας ΙΙ είναι κατώτερος από το μερίδιο της Δημοκρατίας κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, η Αρμόδια Αρχή θεωρείται ότι εκπληρώνει την υποχρέωση αυτή εφόσον διεξάγει τις επιθεωρήσεις πλοίων προτεραιότητας Ι που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8 και τις επιθεωρήσεις του 85% τουλάχιστον του συνολικού αριθμού πλοίων προτεραιότητας ΙΙ που καταπλέουν σε λιμένες και αγκυροβόλια της Δημοκρατίας.

Αναβολή επιθεωρήσεων και εξαιρετικές περιστάσεις

11.-(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να αναβάλει την επιθεώρηση πλοίου προτεραιότητας Ι στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) εάν η επιθεώρηση είναι δυνατόν να διεξαχθεί κατά τον επόμενο κατάπλου του πλοίου στην Δημοκρατία, υπό την προϋπόθεση ότι το πλοίο δεν θα καταπλεύσει σε άλλο λιμένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Περιοχής του Μνημονίου Συνεννόησης των Παρισίων εν τω μεταξύ και ότι η αναβολή δεν υπερβαίνει τις 15 ημέρες, ή

(β) εάν η επιθεώρηση είναι δυνατόν να διεξαχθεί σε άλλο λιμένα κατάπλου ευρισκόμενο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Περιοχής του Μνημονίου Συνεννόησης των Παρισίων εντός 15 ημερών, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος στο οποίο ευρίσκεται ο εν λόγω λιμένας κατάπλου έχει συμφωνήσει εκ των προτέρων να διενεργήσει την επιθεώρηση.

(2)(α) Εάν επιθεώρηση αναβληθεί σύμφωνα με τις παραγράφου ς (α) ή (β) του εδαφίου (1) και καταχωριστεί στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, η μη διεξαχθείσα επιθεώρηση δεν υπολογίζεται ως μη διεξαχθείσα επιθεώρηση της Αρμόδιας Αρχής που προέβηκε στην αναβολή.

Ωστόσο, εφόσον δεν πραγματοποιείται επιθεώρηση πλοίου προτεραιότητας Ι, το σχετικό πλοίο δεν εξαιρείται από την επιθεώρηση στον επόμενο λιμένα της Δημοκρατίας στον οποίο θα καταπλεύσει, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

(β) Σε περίπτωση που κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία ανέβαλε επιθεώρηση πλοίου προτεραιότητας Ι, σύμφωνα με το Άρθρο 8, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2009/16/ΕΚ, και ο επόμενος λιμένας κατάπλου του πλοίου είναι στη Δημοκρατία, η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την επιθεώρηση του πλοίου.

(3) Όταν μια επιθεώρηση δεν διενεργηθεί επί πλοίου προτεραιότητας Ι για λειτουργικούς λόγους, δεν υπολογίζεται ως μη διενεργηθείσα επιθεώρηση, υπό την προϋπόθεση ότι ο λόγος μη διενέργειάς της καταχωρείται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων και ισχύουν οι ακόλουθες εξαιρετικές περιστάσεις:

(α) κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής η διεξαγωγή της επιθεώρησης θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των επιθεωρητών, του πλοίου, του πληρώματος ή του λιμένα ή το θαλάσσιο περιβάλλον, ή

(β) ο κατάπλους του πλοίου πραγματοποιείται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της νύκτας∙ σε τέτοια περίπτωση, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσει ότι τα πλοία τα οποία καταπλέουν τακτικά κατά τη διάρκεια της νύκτας θα μπορούν να επιθεωρούνται καταλλήλως.

(4) Εάν δε διεξαχθεί επιθεώρηση επί πλοίου σε αγκυροβόλιο, δεν υπολογίζεται ως μη διεξαχθείσα επιθεώρηση υπό την προϋπόθεση ότι-

(α) το πλοίο επιθεωρείται σε άλλο λιμένα ή αγκυροβόλιο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Περιοχής του Μνημονίου Συνεννόησης των Παρισίων σύμφωνα τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση εντός 15 ημερών, ή

(β) ο κατάπλους του πλοίου πραγματοποιείται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της νύκτας ή η διάρκεια του είναι πολύ μικρή και δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή της επιθεώρησης κατά ικανοποιητικό τρόπο και ο λόγος μη διεξαγωγής της επιθεώρησης καταχωρείται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, ή

(γ) κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής η διεξαγωγή της επιθεώρησης θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των επιθεωρητών, του πλοίου, του πληρώματος ή του λιμένα της Δημοκρατίας ή το θαλάσσιο περιβάλλον και ο λόγος μη διεξαγωγής της επιθεώρησης καταχωρείται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων.

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών για την άφιξη πλοίων

12.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση, ο πράκτορας και ο πλοίαρχος πλοίου, το οποίο είναι επιλέξιμο σύμφωνα με το άρθρο 17 για διευρυμένη επιθεώρηση και καταπλέει σε λιμένα ή αγκυροβόλιο της Δημοκρατίας, έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι ένας από αυτούς αναγγέλλει την άφιξη του πλοίου και παρέχει στην Αρμόδια Αρχή και ή στην Αρχή Λιμένων Κύπρου πληροφορίες όπως αυτές εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση.

(2) Με τη λήψη της παροχής πληροφοριών κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 6 ή/και 15 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμων του 2004 και 2010, η Αρχή Λιμένων Κύπρου διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην Αρμόδια Αρχή, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η υποβολή του πλοίου σε επιθεώρηση.

(3) Για οποιαδήποτε αναγγελία και παροχή πληροφοριών, που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μέσα, όπου είναι δυνατόν.

(4) Οι διαδικασίες και οι μορφότυποι που καταρτίζει η γνωστοποίηση που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), για σκοπούς αναγγελίας άφιξης πλοίου, συμμορφώνονται με τις σχετικές διατάξεις, αναφορικά με την υποβολή πληροφοριών για πλοία (αναγγελίες πλοίων), των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμων του 2004 και 2010.

(5)(α) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 22, σε περίπτωση που-

(i) πλοίο είναι επιλέξιμο σύμφωνα με το άρθρο 17 για διευρυμένη επιθεώρηση και καταπλέει σε λιμένα ή αγκυροβόλιο της Δημοκρατίας, και

(ii) ο έχων την εκμετάλλευση, ο πράκτορας ή ο πλοίαρχος του πλοίου δεν συμμορφώθηκε με το εδάφιο (1),

έκαστος από τους προαναφερόμενους έχει υποχρέωση να διασφαλίζει ότι το πλοίο παραμένει στον εν λόγω λιμένα ή αγκυροβόλιο για 72 ώρες από τον κατάπλου του, ώστε η Αρμόδια Αρχή να διενεργήσει την απαιτούμενη διευρυμένη επιθεώρηση:

Νοείται ότι η Αρμόδια Αρχή επιτρέπει τον απόπλου του πλοίου πριν τη λήξη της προθεσμίας των 72 ωρών, εάν έχει ολοκληρώσει τη διευρυμένη επιθεώρηση.

(β) Κατά την εφαρμογή της παραγράφου (α), η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα τη διενέργεια της διευρυμένης επιθεώρησης.

Καθορισμός προτεραιότητας επιθεώρησης πλοίου βάσει της κατηγορίας κινδύνου πλοίου

13.-(1) Όλα τα πλοία που καταπλέουν σε λιμένα ή αγκυροβόλιο της Δημοκρατίας κατατάσσονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων σε κατηγορία κινδύνου πλοίων η οποία καθορίζει την αντίστοιχη προτεραιότητά τους για επιθεώρηση, τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των επιθεωρήσεων και την εμβέλεια των επιθεωρήσεων.

(2) Η κατηγορία κινδύνου ενός πλοίου προσδιορίζεται από συνδυασμό γενικών και ιστορικών παραμέτρων κινδύνου, ως εξής:

(α) γενικές παράμετροι:

οι γενικές παράμετροι βασίζονται στον τύπο, την ηλικία, τη σημαία, τους συμμετέχοντες αναγνωρισμένους οργανισμούς και τις επιδόσεις του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου όπως περαιτέρω και εκάστοτε προβλέπονται σε γνωστοποίηση∙

(β) ιστορικές παράμετροι:

οι ιστορικές παράμετροι βασίζονται στον αριθμό διαπιστωθεισών ελλείψεων και κρατήσεων πλοίων εντός μίας δεδομένης περιόδου όπως περαιτέρω και εκάστοτε προβλέπονται σε γνωστοποίηση.

Συχνότητα των επιθεωρήσεων

14. Τα πλοία που καταπλέουν σε λιμένες ή αγκυροβόλια της Δημοκρατίας υπόκεινται σε περιοδικές επιθεωρήσεις ή σε πρόσθετες επιθεωρήσεις, ως εξής:

(α) τα πλοία υπόκεινται σε περιοδικές επιθεωρήσεις σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα ανάλογα με την κατηγορία κινδύνου στην οποία έχουν καταταγεί και η οποία εκάστοτε καθορίζεται σε γνωστοποίηση το χρονικό διάστημα μεταξύ των περιοδικών επιθεωρήσεων των πλοίων αυξάνεται κατ’ αναλογία προς τη μείωση του κινδύνου, για δε πλοία που υπάγονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες∙

(β) τα πλοία υπόκεινται σε πρόσθετες επιθεωρήσεις ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει μετά την τελευταία περιοδική τους επιθεώρηση, ως εξής:

(i) η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την επιθεώρηση των πλοίων για τα οποία ισχύουν προεξέχοντες παράγοντες κατά τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση,

(ii) είναι δυνατή η επιθεώρηση των πλοίων για τα οποία ισχύουν μη αναμενόμενοι παράγοντες που καθορίζονται εκάστοτε σε γνωστοποίηση, η δε απόφαση διενέργειας πρόσθετης επιθεώρησης επαφίεται στην επαγγελματική κρίση της Αρμόδιας Αρχής.

Διαδικασία επιλογής πλοίων προς επιθεώρηση

15.-(1) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι η επιλογή πλοίων προς επιθεώρηση πραγματοποιείται βάσει της κατηγορίας κινδύνου στην οποία έχουν καταταγεί, κατά τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση, και, σε περίπτωση προεξεχόντων ή μη αναμενόμενων παραγόντων, σύμφωνα με τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση.

(2) Όσον αφορά την επιθεώρηση των πλοίων, η Αρμόδια Αρχή -

(α) επιλέγει τα πλοία για τα οποία προβλέπεται υποχρεωτική επιθεώρηση, δηλαδή τα πλοία «προτεραιότητας Ι», σύμφωνα με το σύστημα επιλογής που καθορίζεται εκάστοτε σε γνωστοποίηση·

(β) δύναται να επιλέγει πλοία επιλέξιμα για επιθεώρηση, δηλαδή πλοία «προτεραιότητας ΙΙ», κατά τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση.

Διαδικασία αρχικής και λεπτομερέστερης επιθεώρησης

16. Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι τα πλοία που επιλέγονται προς επιθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 15 ή το άρθρο 17Α υποβάλλονται σε αρχική επιθεώρηση ή λεπτομερέστερη επιθεώρηση, ως εξής:

(1) Για κάθε αρχική επιθεώρηση πλοίου, η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι ο επιθεωρητής τουλάχιστον -

(α) ελέγχει τα πιστοποιητικά και τα έγγραφα που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση και τα οποία απαιτείται να τηρούνται επί του πλοίου σύμφωνα με τη ναυτιλιακή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις Συμβάσεις για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την ασφάλεια·

(β) επαληθεύει, εφόσον απαιτείται, εάν έχουν αποκατασταθεί οι εκκρεμούσες ελλείψεις από προηγούμενες επιθεωρήσεις οι οποίες διεξήχθηκαν από κράτος μέλος ή από κράτος που υπογράφει το Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων·

(γ) βεβαιώνεται για τη γενική κατάσταση του πλοίου, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών υγιεινής του πλοίου, του μηχανοστασίου και των χώρων ενδιαίτησης.

(2)(α) Όταν κατόπιν επιθεώρησης κατά το εδάφιο (1) έχουν καταχωριστεί στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων ελλείψεις που πρέπει να αποκατασταθούν στον επόμενο λιμένα κατάπλου, ο οποίος είναι στη Δημοκρατία, η Αρμόδια Αρχή δύναται να αποφασίσει να μη διενεργήσει τις επαληθεύσεις κατά τις παραγράφου (α) και (γ) του εδαφίου (1).

(β) Όταν κατόπιν επιθεώρησης από αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, σύμφωνα με το Άρθρο 13, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2009/16/ΕΚ, έχουν καταχωριστεί στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων ελλείψεις που πρέπει να αποκατασταθούν στον επόμενο λιμένα κατάπλου, ο οποίος είναι στη Δημοκρατία, η Αρμόδια Αρχή δύναται να αποφασίσει να μην διενεργήσει τις επαληθεύσεις σύμφωνα με το Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία α) και γ), της εν λόγω Οδηγίας.

(3)(α) Διεξάγεται λεπτομερέστερη επιθεώρηση, συμπεριλαμβανομένου του περαιτέρω ελέγχου της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των λειτουργικών διαδικασιών επί του πλοίου, όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για να θεωρηθεί, έπειτα από την επιθεώρηση κατά το εδάφιο (1), ότι η κατάσταση ενός πλοίου ή του εξοπλισμού του, ή του πληρώματός του, δεν ανταποκρίνεται ουσιαστικά στις σχετικές απαιτήσεις μιας Σύμβασης.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), «σαφείς ενδείξεις» -

(i) υπάρχουν όταν ο επιθεωρητής έχει ενδείξεις οι οποίες, κατά την επαγγελματική του κρίση, δικαιολογούν λεπτομερέστερη επιθεώρηση του πλοίου, του εξοπλισμού του ή του πληρώματός του, και

(ii) περιλαμβάνουν παραδείγματα που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση.

Διευρυμένες επιθεωρήσεις

17.-(1) Οι ακόλουθες κατηγορίες πλοίων είναι επιλέξιμες για διευρυμένη επιθεώρηση, το περιεχόμενο της οποίας εκάστοτε καθορίζεται σε γνωστοποίηση:

(α) πλοία που υπάγονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου∙

(β) επιβατηγά πλοία, πετρελαιοφόρα, δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν χημικά προϊόντα ή φυσικό αέριο, ή φορτηγά χύδην φορτίου, ηλικίας άνω των 12 ετών∙

(γ) πλοία που υπάγονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου ή επιβατηγά πλοία, πετρελαιοφόρα, δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν χημικά προϊόντα ή φυσικό αέριο ή φορτηγά χύδην φορτίου, ηλικίας άνω των 12 ετών, σε περίπτωση προεξεχόντων ή μη αναμενόμενων παραγόντων∙

(δ) πλοία που υπόκεινται σε νέα επιθεώρηση έπειτα από διαταγή απαγόρευσης εισόδου σύμφωνα με το άρθρο 19.

(2) Ο έχων την εκμετάλλευση ή ο πλοίαρχος του πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι ένα από αυτούς φροντίζει να συμπεριληφθεί στο χρονοδιάγραμμα λειτουργίας επαρκής χρόνος για να γίνει δυνατή η διεξαγωγή της διευρυμένης επιθεώρησης.

Χωρίς να θίγονται τα μέτρα ελέγχου που απαιτούνται για λόγους ασφάλειας, το πλοίο παραμένει στον λιμένα μέχρι την ολοκλήρωση της επιθεώρησης.

(3) Αμέσως μόλις λάβει προαναγγελία από πλοίο επιλέξιμο για περιοδική διευρυμένη επιθεώρηση, η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει το πλοίο σε περίπτωση που δεν θα διενεργηθεί η διευρυμένη επιθεώρηση.

(4) Το πεδίο εφαρμογής της διευρυμένης επιθεώρησης, περιλαμβανομένων των καλυπτόμενων επικίνδυνων περιοχών, καθορίζεται εκάστοτε σε γνωστοποίηση.

Επιθεώρηση επιβατηγών πλοίων ro-ro και ταχύπλοων επιβατηγών σκαφών που εκτελούν τακτικά δρομολόγια

17Α.-(1) Τα επιβατηγά πλοία ro-ro και τα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη που εκτελούν τακτικά δρομολόγια είναι επιλέξιμα για επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα χρονοδιαγράμματα και τις απαιτήσεις, όπως εκάστοτε καθορίζονται με γνωστοποίηση.

(2) Η Αρμόδια Αρχή, κατά τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων σε επιβατηγό πλοίο ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος, λαμβάνει δεόντως υπόψη το πρόγραμμα λειτουργίας και συντήρησης του επιβατηγού πλοίου ro-ro ή του ταχύπλοου επιβατηγού σκάφους.

(3) Όταν ένα επιβατηγό πλοίο ro-ro ή ταχύπλοο επιβατηγό σκάφος έχει υποβληθεί σε επιθεώρηση σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, όπως εκάστοτε καθορίζεται με γνωστοποίηση, η εν λόγω επιθεώρηση καταχωρίζεται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων και λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς των άρθρων 13, 14 και 15, καθώς και για την εκτίμηση της εκπλήρωσης της υποχρέωσης επιθεωρήσεων κάθε κράτους μέλους και η εν λόγω επιθεώρηση συμπεριλαμβάνεται στον συνολικό αριθμό των ετήσιων επιθεωρήσεων που διενεργεί κάθε κράτος μέλος, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 8.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 12, της παραγράφου (α) του άρθρου 14 και του άρθρου 17 δεν εφαρμόζονται στα επιβατηγά πλοία ro-rο και στα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη που εκτελούν τακτικά δρομολόγια και επιθεωρούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(5) Η Αρμόδια Αρχή εξασφαλίζει ότι τα επιβατηγά πλοία ro-ro ή τα ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη, τα οποία υποκεινται σε πρόσθετη επιθεώρηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου 14, επιλέγονται για επιθεώρηση σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα, όπως εκάστοτε καθορίζονται με γνωστοποίηση, και οι επιθεωρήσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του παρόντος εδαφίου δεν επηρεάζουν το διάστημα μεταξύ των επιθεωρήσεων, όπως αυτό εκάστοτε καθορίζεται με γνωστοποίηση.

(6) Ο επιθεωρητής της Αρμόδιας Αρχής δύναται να συμφωνήσει, κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης επιβατηγού πλοίου ro-ro ή ταχύπλοου επιβατηγού σκάφους, να συνοδεύεται από επιθεωρητή του κράτους λιμένα άλλου κράτους μέλους, με την ιδιότητα του παρατηρητή, και , στην περίπτωση που η σημαία του σκάφους είναι η σημαία κράτους μέλους, η Αρμόδια Αρχή, κατόπιν αιτήματος, καλεί εκπρόσωπο του κράτους σημαίας να συνοδεύσει την επιθεώρηση ως παρατηρητής.

Κατευθυντήριες διαδικασίες ελέγχου πλοίων στον τομέα της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και της ασφάλειας

18.-(1) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι οι επιθεωρητές ακολουθούν τις διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση.

(2) Όσον αφορά τους ελέγχους ασφαλείας, η Αρμόδια Αρχή, εφαρμόζει τις σχετικές διαδικασίες που καθορίζονται εκάστοτε σε γνωστοποίηση σε όλα τα πλοία που εμπίπτουν στο Άρθρο 3 παραγράφους 1, 2, και 3, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004 και τα οποία καταπλέουν σε λιμένες και αγκυροβόλια της Δημοκρατίας, εκτός από τα κυπριακά πλοία.

(3) [Διαγράφηκε].

(4) [Διαγράφηκε].

(5) Κατά την εφαρμογή των εδαφίων (1) και (2), η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει υπόψη τους κανόνες για την εναρμονισμένη εφαρμογή τους που εκάστοτε θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Μέτρα απαγόρευσης εισόδου σε λιμένα ή αγκυροβόλιο της Δημοκρατίας για ορισμένα πλοία

19.-(1) Η Αρμόδια Αρχή απαγορεύει την είσοδο στους λιμένες και στα αγκυροβόλια της Δημοκρατίας σε οποιαδήποτε πλοίο το οποίο-

(α) φέρει σημαία κράτους για το οποίο το ποσοστό κρατήσεων εμπίπτει στη μαύρη λίστα, όπως αυτή ορίζεται στο Μημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων, βάσει των πληροφοριών που καταχωρίζονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, και δημοσιεύεται ετησίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο οποίο έχει επιβληθεί κράτηση πάνω από δύο φορές κατά τη διάρκεια των τριάντα έξι (36) προηγούμενων μηνών σε λιμένα ή αγκυροβόλιο κράτους μέλους ή κράτους που υπογράφει το Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων, ή

(β) φέρει σημαία κράτους για το οποίο το ποσοστό κρατήσεων εμπίπτει στην γκρίζα λίστα, όπως αυτή ορίζεται στο Μημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων, βάσει των πληροφοριών που καταχωρίζονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων, και δημοσιεύονται ετησίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο οποίο έχει επιβληθεί κράτηση πάνω από δύο φορές κατά τη διάρκεια των προηγούμενων είκοσι τεσσάρων (24) μηνών σε λιμένα ή αγκυροβόλιο κράτυς μέλους ή κράτους που υπογράφει το Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων.

(2) Η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 23.

(3) Η απαγόρευση εισόδου εφαρμόζεται ευθύς ως το πλοίο αναχωρήσει από τον λιμένα ή το αγκυροβόλιο όπου του επιβλήθηκε τρίτη κατακράτηση και όπου εκδόθηκε διαταγή απαγόρευσης εισόδου.

(4) Η διαταγή απαγόρευσης εισόδου αναστέλλεται μόνο μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της και εφόσον πληρούνται οι όροι που εκάστοτε προβλέπονται σε γνωστοποίηση.

Στην περίπτωση που στο πλοίο επιβάλλεται δεύτερη απαγόρευση εισόδου, η αντίστοιχη περίοδος ανέρχεται σε 12 μήνες.

(5) Κάθε μεταγενέστερη κατακράτηση πλοίου από λιμένα ή αγκυροβόλιο ευρισκόμενο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα απεριόριστη απαγόρευση εισόδου σε οποιοδήποτε λιμένα και αγκυροβόλιο ευρισκόμενο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η τρίτη αυτή διαταγή απαγόρευσης εισόδου επιτρέπεται να αρθεί μετά την πάροδο 24 μηνών από την έκδοσή της και μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους για το οποίο το ποσοστό κατακράτησης δεν εμπίπτει στη μαύρη ή τη γκρίζα λίστα, που αναφέρεται στο εδάφιο (1)∙

(β) τα νόμιμα πιστοποιητικά και τα πιστοποιητικά κλάσης του πλοίου έχουν εκδοθεί από οργανισμό ή οργανισμούς αναγνωρισμένους σύμφωνα με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων όπως διορθώθηκε∙

(γ) ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει υψηλές επιδόσεις σύμφωνα με τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση∙ και

(δ) πληρούνται οι προϋποθέσεις που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση.

(6) Απαγορεύεται μονίμως η είσοδος σε λιμένες και αγκυροβόλια εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πλοία τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του εδαφίου (5) μετά την πάροδο 24 μηνών από την έκδοση της διαταγής απαγόρευσης εισόδου.

(7) Κάθε μεταγενέστερη απαγόρευση απόπλου από λιμένα ή αγκυροβόλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την τρίτη απαγόρευση εισόδου έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη απαγόρευση εισόδου του πλοίου σε όλους τους λιμένες και αγκυροβόλια εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(8) Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Αρμόδια Αρχή ενεργεί σύμφωνα με διαδικασίες που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση.

Έκθεση επιθεώρησης που κοινοποιείται στον πλοίαρχο

20.-(1)  Μετά την ολοκλήρωση επιθεώρησης , λεπτομερέστερης επιθεώρησης ή διευρυμένης επιθεώρησης, ο επιθεωρητής συντάσσει έκθεση σύμφωνα με τα εκάστοτε προβλεπόμενα σε γνωστοποίηση και κοινοποιεί αντίγραφο της έκθεσης στον πλοίαρχο του πλοίου.

(2)  Όταν έπειτα από λεπτομερέστερη επιθεώρηση διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου, δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της MLC  2006, ο επιθεωρητής γνωστοποιεί αμέσως τις ελλείψεις στον πλοίαρχο και καθορίζει τις απαιτούμενες προθεσμίες για την αποκατάστασή τους.

(3)  Σε περίπτωση που ο επιθεωρητής θεωρήσει ότι οι ελλείψεις που αναφέρονται στις διατάξεις του εδαφίου (2) είναι σημαντικές ή σχετίζονται με πιθανή υποβολή καταγγελίας, δυνάμει των εκάστοτε προβλεπομένων σε γνωστοποίηση, ο επιθεωρητής γνωστοποιεί τις ελλείψεις στις αρμόδιες οργανώσεις ναυτικών και πλοιοκτητών στο κράτος μέλος όπου έγινε η επιθεώρηση και δύναται:

(α) να ενημερώσει εκπρόσωπο του κράτους της σημαίας.

(β) να διαβιβάσει τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του επόμενου λιμένα κατάπλου.

(4)  Αναφορικά με τα θέματα που σχετίζονται με την MLC 2006, το κράτος μέλος στο οποίο διενεργείται η επιθεώρηση δικαιούται να διαβιβάσει προς το Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας αντίτυπο της έκθεσης του επιθεωρητή, η οποία συνοδεύεται από τυχόν απάντηση που έχει ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους της σημαίας εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας, με σκοπό τη λήψη κατάλληλων και πρόσφορων μέτρων που διασφαλίζουν ότι τηρείται αρχείο με τις εν λόγω πληροφορίες και ότι αυτό γνωστοποιείται στα  ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν ενδεχομένως να κάνουν χρήση των σχετικών διαδικασιών προσφυγής.

Διαδικασία για καταγγελίες

21.-(1) Η Αρμόδια Αρχή προβαίνει σε ταχεία αρχική αξιολόγηση όλων των καταγγελιών προκειμένου να εξακριβωθεί εάν είναι βάσιμες.

(2) Σε περίπτωση που καταγγελία κρίνεται βάσιμη, η Αρμόδια Αρχή παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε εμπλεκόμενο πρόσωπο να γνωστοποιήσει τις απόψεις του πριν η ίδια αποφασίσει τελικώς επί του θέματος.

(3)(α) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κρίνει ότι καταγγελία είναι προφανώς αβάσιμη, ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την απόφασή της και τους συναφείς λόγους.

(β) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κρίνει τελικά ότι η καταγγελία είναι βάσιμη, ενημερώνει τον καταγγέλοντα για τις ενέργειές της βάσει της καταγγελίας.

(4)  Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι η ταυτότητα του καταγγέλλοντος δεν αποκαλύπτεται στον πλοίαρχο ή στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου.  Ιδιαίτερα ο επιθεωρητής λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας των καταγγελιών που υποβάλλουν οι ναυτικοί, μεταξύ άλλων , μέσω της διασφάλισης της εχεμύθειας κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε συνεντεύξεων με τους ναυτικούς:

Νοείται ότι το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται και επί καταγγελιών για θέματα που καλύπτει η MLC 2006.

(5) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει τη διοίκηση του κράτους της σημαίας, με αντίγραφο στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) εφόσον απαιτείται, για τις καταγγελίες που δεν είναι προφανώς αβάσιμες και για τις σχετικές μεταγενέστερες ενέργειες που έγιναν.

Διαδικασίες της MLC 2006 για τη διαχείριση καταγγελιών που υποβάλλονται στην ξηρά

21Α.  Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21, ισχύουν τα ακόλουθα:

(1)  Ναυτικός που ισχυρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί οι απαιτήσεις της MLC 2006 μπορεί να υποβάλλει καταγγελία σε επιθεωρητή στο λιμένα στον οποίο έχει καταπλεύσει το πλοίο του.  Στις περιπτώσεις αυτές, ο επιθεωρητής διενεργεί αρχική διερεύνηση.

(2)  Όπου ενδείκνυται, αναλόγως της φύσεως της καταγγελίας, η αρχική διερεύνηση πρέπει να περιλαμβάνει εξέταση κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες υποβολής καταγγελιών επί πλοίου που προβλέπει ο Κανονισμός 5.1.5 της MLC 2006. Ο επιθεωρητής δύναται επίσης να διενεργεί λεπτομερέστερη επιθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 16.

(3)  Ο επιθεωρητής προάγει την επίλυση καταγγελιών σε επίπεδο πλοίου, όπου ενδείκνυται.

(4)  Στην περίπτωση που η έρευνα ή η επιθεώρηση αποκαλύψει μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του άρθρου 22 εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(5)  Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), όταν καταγγελία ναυτικού που σχετίζεται με θέματα που καλύπτει η MLC  2006, δεν έχει επιλυθεί σε επίπεδο πλοίου , ο επιθεωρητής ενημερώνει αμέσως το κράτος σημαίας ζητώντας του να υποβάλει εντός προκαθορισμένης προθεσμίας συμβουλές και διορθωτικό σχέδιο δράσης.

(6) Έκθεση των επιθεωρήσεων που διενεργήθηκαν διαβιβάζεται με ηλεκτρονικά μέσα στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων που αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 25.

(7)  Όταν μία καταγγελία δεν έχει επιλυθεί κατόπιν ενεργειών που αναλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) , το Κράτος του Λιμένα διαβιβάζει αντίγραφο της έκθεσης του επιθεωρητή στο Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας.  Η έκθεση συνοδεύεται από τυχόν απάντηση που έχει ληφθεί εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας από την αρμόδια αρχή του κράτους της σημαίας.  Κατά τον ίδιο τρόπο ενημερώνονται και οι αρμόδιες οργανώσεις ναυτικών και πλοιοκτητών στο Κράτος του Λιμένα. Επιπροσθέτως, στατιστικά στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με καταγγελίες που έχουν επιλυθεί υποβάλλονται τακτικά από το Κράτος του Λιμένα προς το Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας.

Αποκατάσταση ελλείψεων και απαγόρευση απόπλου

22.-(1) Η Αρμόδια Αρχή βεβαιώνεται ότι όλες οι ελλείψεις που επιβεβαιώνονται ή διαπιστώνονται κατά την επιθεώρηση, αποκαθίστανται ή θα αποκατασταθούν σύμφωνα με τις Συμβάσεις.

(2) Εάν οι ελλείψεις συνιστούν σαφή κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία ή το περιβάλλον, ο επιθεωρητής συντάσσει σχετική έκθεση και απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου ή παύει τη λειτουργία του πλοίου με την οποία σχετίζονται οι ελλείψεις, και επιδίδει σχετική κοινοποίηση στον πλοίαρχο. Η Αρμόδια Αρχή αίρει την απαγόρευση απόπλου ή την παύση λειτουργίας μόνον όταν εξαλειφθεί ο κίνδυνος ή όταν η Αρμόδια Αρχή βεβαιωθεί ότι το πλοίο μπορεί, υπό τις τυχόν αναγκαίες προϋποθέσεις, να αποπλεύσει ή ότι μπορεί να αναληφθεί εκ νέου η λειτουργία, χωρίς κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των επιβατών ή του πληρώματος, ή κίνδυνο για άλλα πλοία, ή χωρίς να υπάρχει υπερβολική απειλή βλάβης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

(2Α)  Στην περίπτωση που οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου είναι σαφώς επικίνδυνες για την ασφάλεια, την υγεία ή την ασφάλεια των ναυτικών από έκνομες ενέργειες ή υπάρχουν ελλείψεις που συνιστούν σοβαρή ή επανειλημμένη παραβίαση των απαιτήσεων της MLC 2006, η Αρμόδια Αρχή φροντίζει να του επιβληθεί απαγόρευση απόπλου ή παύση της λειτουργίας στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν οι ελλείψεις:

Νοείται ότι η εντολή απαγόρευσης απόπλου  ή η παύση λειτουργίας δεν αίρεται μέχρι να αποκατασταθούν οι ελλείψεις ή να αποδεχθεί η Αρμόδια Αρχή σχέδιο αποκατάστασης των εν λόγω ελλείψεων και να ικανοποιηθεί ότι το σχέδιο θα εφαρμοστεί ταχέως. Ο επιθεωρητής μπορεί να διαβουλευθεί με το κράτος της σημαίας πριν αποδεχθεί το σχέδιο δράσης.

(3) Κατά την άσκηση της επαγγελματικής του κρίσης ως προς το εάν πρέπει ή όχι να απαγορευθεί ο απόπλους πλοίου, ο επιθεωρητής εφαρμόζει κριτήρια που εκάστοτε καθορίζονται σε γνωστοποίηση.

(4) Ο επιθεωρητής απαγορεύει τον απόπλου πλοίου εάν δεν είναι εξοπλισμένο με κατάλληλο όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού (voyage data recorder - VDR), εφόσον η χρησιμοποίηση αυτού του οργάνου καταγραφής επιβάλλεται από τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης Σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμους του 2004 και 2010.

Εάν η σχετική έλλειψη τέτοιου υποχρεωτικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί εύκολα στο λιμένα απαγόρευσης του απόπλου, η Αρμόδια Αρχή δύναται είτε να επιτρέψει στο πλοίο να καταπλεύσει στην κατάλληλη επισκευαστική μονάδα που βρίσκεται πλησιέστερα στο λιμένα της κατακράτησης, όπου η έλλειψη μπορεί να αποκατασταθεί εύκολα, είτε να απαιτήσει την αποκατάσταση της έλλειψης εντός προθεσμίας 30 ημερών, κατ’ ανώτατο όριο, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές που έχει καταρτίσει το Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων. Για το σκοπό αυτό, εφαρμόζονται οι διαδικασίες του άρθρου 23.

(5) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η γενική κατάσταση του πλοίου σαφώς δεν ανταποκρίνεται προς τα σχετικά πρότυπα, ο επιθεωρητής δύναται να αναστέλλει την επιθεώρησή του, μέχρις ότου οι υπεύθυνοι λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι το πλοίο ανταποκρίνεται στις σχετικές απαιτήσεις των Συμβάσεων.

(6)  Σε περίπτωση απαγόρευσης απόπλου, η Αρμόδια Αρχή-

(α) Ενημερώνει αμέσως, γραπτώς συμπεριλαμβάνοντας την έκθεση επιθεώρησης, τις αρχές του κράτους της σημαίας ή εάν αυτό δεν είναι εφικτό, τον πρόξενο ή, σε περίπτωση απουσίας του, τον πλησιέστερο διπλωματικό αντιπρόσωπο του κράτους αυτού, για όλες τις περιστάσεις οι οποίες κατέστησαν αναγκαία αυτή την παρέμβαση.

(β) αποστέλλει κοινοποίηση , όπου απαιτείται, στους διοριζόμενους επιθεωρητές ή στους αναγνωρισμένους οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την έκδοση των πιστοποιητικών κλάσης ή των νομίμων πιστοποιητικών που εκδίδονται για λογαριασμό του κράτους της σημαίας, σύμφωνα με τις Συμβάσεις.

(γ) όταν η εν λόγω απαγόρευση οφείλεται σε σοβαρές ή επανειλημμένες παραβιάσεις των απαιτήσεων της MLC 2006, ή όταν οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί του πλοίου συνιστούν σαφή κίνδυνο για την ασφάλεια, την υγεία ή την ασφάλεια των ναυτικών από έκνομες ενέργειες, ενημερώνει αμέσως το κράτος σημαίας σχετικά και καλεί εκπρόσωπο αυτού να είναι παρών, στο μέτρο του δυνατού,  ζητώντας από το κράτος σημαίας να απαντήσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

(δ) ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες οργανώσεις ναυτικών και πλοιοκτητών στο Κράτος του Λιμένα στο οποίο διεξήχθη η επιθεώρηση.

(7) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν τις πρόσθετες απαιτήσεις των Συμβάσεων περί των διαδικασιών κοινοποίησης και αναφοράς που αφορούν τον έλεγχο από το κράτος του λιμένα.

(8) Κατά την άσκηση του ελέγχου από την Αρμόδια Αρχή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση ενός πλοίου.

(9) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δικαιούται αποζημίωσης για τις τυχόν απώλειες ή ζημία που υπέστη:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου.

(10) Η Αρχή Λιμένων Κύπρου δύναται, σε συνεννόηση με την Αρμόδια Αρχή, για σκοπούς αποσυμφόρησης του λιμένα, να μετακινεί πλοίο  το οποίο έχει κατακρατηθεί σε άλλο τμήμα του λιμένα, εφόσον η μετακίνηση αυτή είναι ασφαλής.

Εντούτοις, ο κίνδυνος συμφόρησης του λιμένα δεν αποτελεί κριτήριο για τη λήψη της απόφασης επιβολής κατακράτησης ή αναστολής της.

(11) Η έκδοση απόφασης απαγόρευσης απόπλου δεν αλλοιώνει τις οποιεσδήποτε ευθύνες και υποχρεώσεις του πλοιάρχου και του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου όσο αφορά την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων σε αυτό, την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφαλή φύλαξη τέτοιου πλοίου άλλα ούτε και στις σχέσεις τους με την Αρχή Λιμένων Κύπρου και/ή με άλλες εμπλεκόμενες κρατικές ή ημικρατικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι η Αρχή Λιμένων Κύπρου καθώς και άλλες κρατικές ή ημικρατικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας δεν φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη για τη φύλαξη  πλοίου του οποίου έχει απαγορευθεί ο απόπλους.

(12) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την Αρχή Λιμένων Κύπρου το νωρίτερο δυνατόν σε σχέση με οποιεσδήποτε ενέργειες και συνεργάζεται μαζί της προς διευκόλυνση του ελλιμενισμού των πλοίων στα οποία επιβλήθηκε η κατακράτησή τους.

Συνέχεια που δίνεται σε επιθεωρήσεις και κρατήσεις πλοίων

23.-(1) Σε περίπτωση που οι ελλείψεις κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 22 δεν μπορούν να αποκατασταθούν στο λιμένα επιθεώρησης, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιτρέπει στο πλοίο να πλεύσει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε κατάλληλη μονάδα επισκευής πλοίων που βρίσκεται πλησιέστερα στο λιμένα κατακράτησης του πλοίου, στην οποία είναι δυνατόν να ληφθούν τα σχετικά μέτρα και, η οποία επιλέγεται από τον πλοίαρχο και την Αρμόδια Αρχή, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες καθορίζει η αρμόδια αρχή του κράτους της σημαίας και για τις οποίες συμφωνεί η Αρμόδια Αρχή.

Οι προϋποθέσεις αυτές εξασφαλίζουν ότι το πλοίο μπορεί να πλεύσει χωρίς κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των επιβατών ή του πληρώματος, ή κίνδυνο για άλλα πλοία, ή χωρίς να υπάρχει υπερβολική απειλή για βλάβη του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

(2) Σε περίπτωση που η απόφαση να σταλεί το πλοίο σε μονάδα επισκευής πλοίων οφείλεται σε έλλειψη συμμόρφωσης με το ψήφισμα Α.744(18) του IMO, είτε όσον αφορά τα έγγραφα του πλοίου είτε όσον αφορά τις κατασκευαστικές αστοχίες και ελλείψεις του πλοίου, η Αρμόδια Αρχή δύναται να απαιτεί την πραγματοποίηση των απαραίτητων παχυμετρήσεων στο λιμένα κατακράτησης του πλοίου προτού επιτραπεί ο απόπλους του.

(3) Στις περιπτώσεις του εδάφιου (1), η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί όλες τις προϋποθέσεις του ταξιδιού στις αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο ευρίσκεται η μονάδα επισκευής πλοίων, στα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6) του άρθρου 22 μέρη και σε κάθε άλλη αρχή, κατά περίπτωση.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, στις οποίες απευθύνεται η κοινοποίηση αυτή, γνωστοποιούν στην κοινοποιούσα αρχή τα λαμβανόμενα μέτρα. Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει αντίστοιχη ενημέρωση βάσει του Άρθρου 21, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/16/ΕΚ, γνωστοποιεί στην κοινοποιούσα αρχή τα λαμβανόμενα μέρη.

(4)  Η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε να διασφαλίσει την απαγόρευση εισόδου σε όλους τους λιμένες ή αγκυροβόλια εντός της Δημοκρατίας στα πλοία για τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) και τα οποία αποπλέουν:

(α) Χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους στο λιμένα επιθεώρησης. ή

(β) έχουν αρνηθεί να συμμορφωθούν προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των Συμβάσεων, μη μεταβαίνοντας στην οριζόμενη μονάδα επισκευής πλοίων. ή

(γ) χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους έχει υπογράψει το Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων και/ή το Μνημόνιο Συνεννόησης της Μεσογείου, η οποία κατακράτησε το πλοίο  στο λιμένα επιθεώρησης  ή τα οποία  έχουν αρνηθεί να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των εν λόγω Μνημονίων, μη μεταβαίνοντας στην  οριζόμενη μονάδα επισκευής πλοίων:

Νοείται ότι η εν λόγω απαγόρευση ισχύει μέχρις ότου ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου υποβάλει, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή του κράτους που έχει υπογράψει το Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισίων και/ή το Μνημόνιο Συνεννόησης της Μεσογείου, στο οποίο το πλοίο βρέθηκε με ελαττώματα, στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι το πλοίο συμμορφώνεται πλήρως με όλες τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των Συμβάσεων και των εν λόγω Μνημονίων.

(5)  (α) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή καθόρισε προϋποθέσεις σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (γ) του εδαφίου (4), ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών και των κρατών που έχουν υπογράψει τα εν λόγω Μνημόνια.

(β)  Στις περιπτώσεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (4), η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών και των κρατών που έχουν υπογράψει τα εν λόγω Μνημόνια, εάν το επισκευαστικό ναυπηγείο βρίσκεται στη Δημοκρατία.

(γ)  Η Αρμόδια Αρχή, πριν απαγορεύσει την είσοδο πλοίου σε λιμένα της Δημοκρατίας, δύναται να διαβουλεύεται με τις αρχές του κράτους της σημαίας  του συγκεκριμένου πλοίου.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4), η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιτρέπει την είσοδο πλοίου σε λιμένα της Δημοκρατίας, σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή για σημαντικούς λόγους ασφαλείας ή για να μειωθεί ή να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ρύπανσης, ή για την αποκατάσταση ελλείψεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ικανοποιείται ότι ο έχων την εκμετάλλευση ή ο πλοίαρχος του συγκεκριμένου πλοίου έχουν λάβει τα κατάλληλα μέτρα, για την ασφαλή του είσοδο.

Καταβολή δαπανών επιθεώρησης

24.-(1) Όταν κατά τις επιθεωρήσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 16 και 17 επιβεβαιώνονται ή διαπιστώνονται ελλείψεις σε σχέση με τις απαιτήσεις μιας Σύμβασης, οι οποίες δικαιολογούν την απαγόρευση απόπλου, όλες οι δαπάνες, σε μια κανονική λογιστική περίοδο, οι οποίες σχετίζονται με την επιθεώρηση, καλύπτονται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή τον εκπρόσωπό του στην Δημοκρατία.

(2) Όλες οι δαπάνες, σχετικά με τις επιθεωρήσεις που διεξάγει η Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 19 και εδάφιου (4) του άρθρου 23, επιβαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου.

(3) Σε περίπτωση απαγόρευσης απόπλου πλοίου, όλες οι δαπάνες κατακράτησης στο λιμένα βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου.

(4) Η απαγόρευση απόπλου πλοίου αίρεται μόνον όταν καταβληθεί όλο το ποσό ή δοθεί επαρκής εγγύηση για την κάλυψη των δαπανών, η οποία μπορεί να διασφαλίζεται με την κατάθεση τραπεζικής εγγύησης ίσου ποσού αναγνωρισμένου χρηματοπιστωτικού οργανισμού και με όρους ικανοποιητικούς για την Αρμόδια Αρχή:

Νοείται ότι, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να γίνει αποδεκτή προσωπική εγγύηση ή τραπεζική επιταγή του ναυτικού πράκτορα του πλοίου ή άλλου εκπροσώπου του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στη Δημοκρατία.

Βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων

25.-(1) Η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό χρόνο κατάπλου και απόπλου κάθε πλοίου που καταπλέει στους λιμένες και στα αγκυροβόλια της Δημοκρατίας, μαζί με τον κωδικό αναγνώρισης του οικείου λιμένα, διαβιβάζεται σε εύλογο χρονικό διάστημα στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων μέσω του Συστήματος SafeSeaNet.

Εφόσον η Αρμόδια Αρχή έχει διαβιβάσει τις εν λόγω πληροφορίες στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων δια του Συστήματος SafeSeaNet, απαλλάσσεται από την παροχή δεδομένων κατά τα σημεία 1.2 και 2, στοιχεία (α) και (β), του Παραρτήματος ΧΙV της Οδηγίας 2009/16/ΕΚ.

(2) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις επιθεωρήσεις που διεξάγονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο εισάγονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων μόλις ολοκληρωθεί η επιθεώρηση ή αρθεί η κράτηση πλοίου.

Εντός 72 ωρών, η Αρμόδια Αρχή εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που εισάγονται στη βάση δεδομένων των επιθεωρήσεων επικυρώνονται για λόγους δημοσίευσης.

Στοιχεία για την παρακολούθηση της εφαρμογής

26. Η Αρμόδια Αρχή παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με σκοπό την παρακολούθηση εφαρμογής του παρόντος Νόμου, τις πληροφορίες κατά το Παράρτημα XIV της Οδηγίας 2009/16/ΕΚ και με τη συχνότητα που προβλέπει το εν λόγω Παράρτημα.

Ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία

27. Η Αρχή Λιμένων Κύπρου παρέχει στην Αρμόδια Αρχή τις ακόλουθες πληροφορίες που έχει στην κατοχή της:

(α) πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 12·

(β) πληροφορίες σχετικά με τα πλοία που δεν κοινοποίησαν πληροφορίες σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, των περί Ευκολιών Υποδοχής και Απαγόρευσης Απόρριψης στη Θάλασσα Αποβλήτων Πλοίου και Καταλοίπων Φορτίου Κανονισμών του 2003 και 2009, των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης Σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμων του 2004 και 2010 και, όπου απαιτείται, με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 725/2004·

(γ) πληροφορίες σχετικά με πλοία που απέπλευσαν χωρίς να συμμορφώνονται με τις παραγράφους (1), (2), (3) ή (4) του Κανονισμού 20 των περί Ευκολιών Υποδοχής και Απαγόρευσης Απόρριψης στη Θάλασσα Αποβλήτων Πλοίου και Καταλοίπων Φορτίου Κανονισμών του 2003 και 2009·

(δ) πληροφορίες σχετικά με πλοία στα οποία απαγορεύτηκε η είσοδος ή εκδιώχθηκαν από λιμένες για λόγους ασφαλείας·

(ε) πληροφορίες σχετικά με καταφανείς ανωμαλίες σύμφωνα με το άρθρο 7.