22.-(1) Η αρμόδια αρχή αυτεπάγγελτα ή μετά την υποβολή παραπόνου ελέγχει την τήρηση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας και των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς υποχρεώσεων, ασκώντας τις εξουσίες ελέγχου και έρευνας που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των Κανονισμών.
(2)(α) Οι διατάξεις του εδαφίου (1), εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο κάτοχος άδειας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή υποκαταστήματος γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιαδήποτε αλλαγή ως προς τα στοιχεία της αρχικής πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 11.
(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), ο έλεγχος αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης έγκρισης των αλλαγών και συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης ή του υποκαταστήματος.
23.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ορίζει επιθεωρητές για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, καθώς και αρχιεπιθεωρητή, ο οποίος είναι υπεύθυνος για -
(α) την ανάθεση υποθέσεων σε επιθεωρητές∙
(β) την υπόδειξη και τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο οι επιθεωρητές ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
(2) Οι επιθεωρητές είναι λειτουργοί του Τμήματος Εργασίας.
(3) Τα καθήκοντα των Επιθεωρητών περιλαμβάνουν:
(α) τη διενέργεια οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ελέγχου κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22∙
(β) τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων σε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης και υποκαταστήματα και συνεντεύξεων με υπευθύνους λειτουργίας:
(ι) για την επαλήθευση των στοιχείων που δηλώνουν τα πρόσωπα που αιτούνται άδεια, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7∙
(ιι) για την επαλήθευση των στοιχείων που δηλώνουν οι κάτοχοι αδειών λειτουργίας που αιτούνται έγκριση αλλαγών στα στοιχεία που έχουν πιστοποιηθεί κατά την λήψη της άδειας λειτουργίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11∙
(ιιι) για την εξακρίβωση της αλήθειας καταγγελιών που υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές και αφορούν σε παραβάσεις του Νόμου ή/και των Κανονισμών∙
(γ) τη σύνταξη εκθέσεων προς τους προϊσταμένους τους σχετικά με τα πορίσματα των ελέγχων που διενεργούν.
(4) Οι Επιθεωρητές εφοδιάζονται με ειδικές ταυτότητες.
24.-(1) Κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία -
(α) να εισέρχεται, να επιθεωρεί και να εξετάζει, επιδεικνύοντας την ταυτότητά του, οποιαδήποτε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή υποκαταταστήματος της, σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι λειτουργεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και των Κανονισμών∙
(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των καθηκόντων του∙ η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να συνοδεύουν τον επιθεωρητή, όταν αυτός το ζητήσει∙
(γ) να λαμβάνει καταθέσεις και να διεξάγει ανακρίσεις που είναι αναγκαίες για να διαπιστωθεί κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των Κανονισμών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου∙ ή/και
(δ) να έχει πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή υποκαταστήματος της και να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, αρχεία, έγγραφα και κάθε άλλου είδους στοιχείου του γραφείου που είναι σχετικά με την υπόθεση που εξετάζεται καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα.
(2)(α) Πρόσωπο που διαθέτει άδεια λειτουργίας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή που λειτουργεί υποκατάστημά της, καθώς και τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία τους και κάθε εργοδοτούμενος σε αυτά παρέχουν κάθε εύλογη διευκόλυνση σε οποιοδήποτε επιθεωρητή ή αστυνομικό, ο οποίος ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία είναι αναγκαία για τους σκοπούς της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(β) Πρόσωπο το οποίο εκούσια καθυστερεί ή παρεμποδίζει επιθεωρητή ή αστυνομικό κατά την άσκηση των εξουσιών του που προβλέπονται στο εδάφιο (1), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Κάθε επιθεωρητής έχει υποχρέωση εχεμύθειας σχετικά με τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(4) Απαγορεύεται σε επιθεωρητή να κοινοποιεί σε οποιονδήποτε τρίτο, πέραν των αρμόδιων δικαστικών ή διοικητικών αρχών, οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο για επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, που έχει περιέλθει σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
25.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει κατόπιν διερεύνησης ότι επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή υποκατάστημα λειτουργεί κατά παράβαση των όρων της αδείας ή κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών δύναται διαζευκτικά ή σωρευτικά-
(α) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€ 2.500) ∙
(β) να αναστείλει τη λειτουργία της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή του υποκαταστήματος.
(2) Για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη της την φύση, τη σοβαρότητα της παράβασης και τον ενδεχόμενο επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της.
(3) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) κυρώσεις επιβάλλονται στον παραβάτη, με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(4) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή/και αναστολής λειτουργίας, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον παραβάτη.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (4), από την ημερομηνία κοινοποίησης της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την αρμόδια αρχή διοικητικών προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
26.- Η αρμόδια αρχή ανακαλεί άδεια της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης, σε περίπτωση που:
(α) πρόσωπο που αναφέρεται στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 καταδικαστεί για αδίκημα που αναφέρεται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου,
(β) ο υπεύθυνος για τη λειτουργία της επιχείρησης έχει καταδικαστεί για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης δεν έχει προβεί σε αντικατάσταση αυτού όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 7,
(γ) η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ασκεί και άλλες δραστηριότητες, εκτός από αυτές για τις οποίες της χορηγήθηκε η άδεια όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13,
(δ) κατά τη διάρκεια τακτικού ή έκτακτου ελέγχου διαπιστωθεί ότι κάποια από τις προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας δεν πληρούται και ο κάτοχος της άδειας αρνείται ή αδυνατεί να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της αρμόδιας αρχής για συμμόρφωση στο χρονικό διάστημα που αυτή ορίζει,
(ε) η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης δεν έχει καταθέσει την προβλεπόμενη συμπληρωματική εγγύηση σύμφωνα με τις διατάξεις Κανονισμών,
(στ) ο κάτοχος της άδειας, προκειμένου να λάβει άδεια, καταρτήσει πλαστό έγγραφο,
(ζ) ο κάτοχος της άδειας αποβιώσει:
Νοείται ότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να ενημερώνεται γραπτώς η αρμόδια αρχή εντός περιόδου ενός (1) μηνός, η οποία και αποφασίζει κατά πόσο η άδεια μπορεί να μεταβιβαστεί στους αντιπροσώπους του κατόχου της άδειας, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου,
(η) ο κάτοχος της άδειας διατελεί υπό πτώχευση ή υπό οποιαδήποτε άλλη νομική ανικανότητα και σε περίπτωση νομικού προσώπου διαλυθεί ή τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης.