1. Ο Νόμος αυτός θα αναφέρεται ως ο περί της Ρύθμισης του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου και Δημοσιονομικών Κανόνων Νόμος του 2012.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
“Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν” σημαίνει το σύνολο όλων των προϊόντων και αγαθών που παράγει μια οικονομία σε ένα έτος, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες σε τιμές αγοράς∙
“Ανεξάρτητη Υπηρεσία“ σημαίνει κάθε Ανεξάρτητη δυνάμει του Συντάγματος ή άλλου νόμου Υπηρεσία της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη Υπηρεσία της Δημοκρατίας που δεν υπάγεται σε Υπουργείο∙
“Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης“ σημαίνει τα Άρθρα 121, 126 και 136 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Πρωτόκολλο (αριθ. 12) σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, καθώς και το παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεσπίζεται δυνάμει των πιο πάνω αναφερόμενων Άρθρων για το συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών στην οικονομική και νομισματική ένωση και περιλαμβάνει σειρά κανόνων και αρχών για την ορθολογική άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής εκ μέρους των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης∙
"Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης” περιλαμβάνει δήμους, κοινότητες και περιφερειακές αυτοδιοικήσεις, μαζί με τους βασικούς και ειδικούς προϋπολογισμούς τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των φορέων και των οργανισμών που υπάγονται σε αυτούς και ταξινομούνται ως τοπικές αρχές, σύμφωνα με το ΕΣΟΛ 95∙
"Γενική Κυβέρνηση” περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως αυτά ορίζονται στο ΕΣΟΛ 1995∙
“δημόσιες δαπάνες” περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης με οποιαδήποτε μορφή και για οποιοδήποτε σκοπό, όπως ορίζονται στο ΕΣΟΛ 1995·
“δημόσια έσοδα” περιλαμβάνει όλα τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης με οποιαδήποτε μορφή και από οποιαδήποτε πηγή, όπως ορίζονται στο ΕΣΟΛ 1995·
“Δημοσιονομικό Ισοζύγιο” σημαίνει τον καθαρό δανεισμό ή παροχή δανείων, που εμφαίνεται από τη διαφορά των μη χρηματοοικονομικών εσόδων και δαπανών, κατά το οικονομικό έτος της Γενικής Κυβέρνησης, όπως ορίζεται στο ΕΣΟΛ 1995∙
“Δημοσιονομικό Συμβούλιο” σημαίνει το ανεξάρτητο συμβουλευτικό σώμα που είναι αρμόδιο για την αξιολόγηση, παραγωγή και υιοθέτηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων και συστήνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου∙
“δημόσιο χρέος” σημαίνει την ονομαστική αξία όλων των υφισταμένων ακαθαρίστων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος κάθε οικονομικού έτους, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων των οποίων αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως ορίζεται στο ΕΣΟΛ 1995∙
“Διαρθρωτικό Ισοζύγιο” σημαίνει το κυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό ισοζύγιο, εξαιρουμένων προσωρινών παραγόντων∙
“ειδικές περιστάσεις” σημαίνει τις περιπτώσεις αρνητικής ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας σε πραγματικούς όρους για δύο συνεχόμενα τρίμηνα∙
“Επιτροπή” σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή∙
“ΕΣΟΛ 95” σημαίνει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών του 1995∙
“Κανονισμός (ΕΚ) 1466/97” σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των Οικονομικών Πολιτικών, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
“Κανονισμός (ΕΚ) 1467/97” σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) 1467/07 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
“Κανονισμός (ΕΚ) 2223/96” σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 περί του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
“Κεντρική Κυβέρνηση” περιλαμβάνει τα Υπουργεία, Τμήματα, Ανεξάρτητες Υπηρεσίες, Ανεξάρτητα Γραφεία, όπως εμφαίνονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, τα Ειδικά Ταμεία όπως εμφαίνονται στις Οικονομικές Καταστάσεις και τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα της Κύπρου, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, το Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού και το Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου ή άλλο οργανισμό που με βάση τα κριτήρια της μεθοδολογίας της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας κατατάσσεται στον υποτομέα της Κεντρικής Κυβέρνησης, όπως ορίζεται στο ΕΣΟΛ 1995∙
“Κεντρική Τράπεζα” σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που έχει ιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 3 των περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων του 1963 μέχρι 2001, κατ’ επιταγή των Άρθρων 118 έως 121 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας∙
“κυκλικά προσαρμοσμένο Δημοσιονομικό Ισοζύγιο” σημαίνει το δημοσιονομικό ισοζύγιο προσαρμοσμένο λόγω τυχόν αποκλίσεων από το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας∙
“Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο“ σημαίνει τα προϋπολογιζόμενα έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους και μη φορολογικά έσοδα καθώς και τις προϋπολογιζόμενες δαπάνες κατά Υπουργείο και Ανεξάρτητη Υπηρεσία/Γραφείο, με την επιβολή οροφών κατά Υπουργείο και Ανεξάρτητη Υπηρεσία/Γραφείο και ενδεικτικών δαπανών κατά άρθρο για τα τρία (3) επόμενα οικονομικά έτη, στο οποίο απεικονίζονται, στο μέτρο που είναι πρακτικά δυνατό, οι ανώτατες οροφές δαπανών, κατά Υπουργείο και Ανεξάρτητη Υπηρεσία, για κάθε οικονομικό έτος ξεχωριστά∙
“Μεσοπρόθεσμος Δημοσιονομικός Στόχος” σημαίνει το κυκλικά προσαρμοσμένο Δημοσιονομικό Ισοζύγιο, εξαιρουμένων οποιωνδήποτε προσωρινών παραγόντων, που υπολογίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και κατοχυρώνεται στον Κώδικα Δεοντολογίας του Συμφώνου αυτού∙
“Οικονομικές Καταστάσεις” περιλαμβάνουν τις οικονομικές καταστάσεις της Δημοκρατίας, οι οποίες αποτελούνται από -
(α) Το λογαριασμό εισπράξεων και πληρωμών∙
(β) την κατάσταση ενεργητικού και παθητικού∙
(γ) τις σημειώσεις στις οικονομικές καταστάσεις μαζί με την υλοποίηση του προϋπολογισμού καθώς και
(δ) τις αναλυτικές καταστάσεις για τις οικονομικές συναλλαγές που αφορούν στην υλοποίηση του προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανομένων των συμπληρωματικών πιστώσεων που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους∙
“οικονομικό έτος” σημαίνει το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους∙
“Προϋπολογισμός” σημαίνει το νόμο στον οποίο προϋπολογίζονται τα έσοδα και καθορίζονται τα όρια των δαπανών της Δημοκρατίας για κάθε οικονομικό έτος και με τον οποίο απεικονίζονται στο μέτρο που είναι πρακτικά δυνατό, το ενεργητικό και το παθητικό της Δημοκρατίας στη λήξη του προηγούμενου οικονομικού έτους και περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο το ενεργητικό είναι επενδυμένο ή τηρείται καθώς και λεπτομέρειες όσο αφορά εκκρεμείς υποχρεώσεις·
“Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών” σημαίνει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτό συνέρχεται με σύνθεση που απαρτίζεται από τους Υπουργούς Οικονομικών των κρατών μελών της Ένωσης∙
“Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων” σημαίνει όλα τα ταμεία που ιδρύθηκαν ή καταχωρήθηκαν ή πρόκειται να ιδρυθούν ή να καταχωρηθούν ως Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης και περιλαμβάνει το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Βασικών και Συμπληρωματικών Παροχών), το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, το Κεντρικό Ταμείο Αδειών και το Ταμείο για Προστασία των Δικαιωμάτων του Εργοδότη∙
“Τμήμα” σημαίνει Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο∙
“Υπουργεία” σημαίνει τα Υπουργεία, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Προϋπολογισμού Νόμο∙
“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών∙
“φορολογικές δαπάνες“ σημαίνει τις δαπάνες που εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.
3. (1) Κάθε Υπουργείο και κάθε Ανεξάρτητη Υπηρεσία αποστέλλει στον Υπουργό σε καθορισμένο έντυπο και στην ημερομηνία που ορίζει ο Υπουργός, τις προβλέψεις των εσόδων και δαπανών του Υπουργείου ή της Ανεξάρτητης Υπηρεσίας, ανάλογα με την περίπτωση, για τα επόμενα τρία (3) οικονομικά έτη ή εάν το ζητήσει ο Υπουργός για περισσότερα οικονομικά έτη, σύμφωνα με τις πρόνοιες της εγκυκλίου για το Προϋπολογισμό.
(2) Κατά την κατάρτιση των προβλέψεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), τηρούνται οι ακόλουθοι βασικοί κανόνες:
(α) Τα έσοδα και οι δαπάνες του Προϋπολογισμού με τριετή ορίζοντα ταξινομούνται κατά Υπουργείο, Τμήμα ή Ανεξάρτητη Υπηρεσία, κατά Κεφάλαια και Άρθρα, ανάλογα με την προέλευση και φύση τους, όπως ορίζεται από τον Υπουργό, με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία, των νομοσχεδίων που κατατέθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης, ώστε να συνάδουν με το πλέον επίκαιρο πλαίσιο των μακροοικονομικών προβλέψεων που ετοιμάζεται από το Υπουργείο Οικονομικών∙
(β) οι προβλεπόμενες δαπάνες υπολογίζονται στο όριο που συνάδει με την αποτελεσματικότητα του σκοπού για τον οποίο γίνεται η πρόβλεψη και λαμβάνεται πρόνοια για την πρόβλεψη όλων των ουσιωδών υπηρεσιών, σύμφωνα με την πολιτική, τις οδηγίες του Υπουργού και την υιοθέτηση ανωτάτων οροφών σε τριετή ορίζοντα∙ και
(γ) το σύνολο των δημοσίων δαπανών δεν ξεπερνά την ανώτατη οροφή των δημόσιων οροφών που καθορίζει ο Υπουργός και το σύνολο δαπανών κάθε Υπουργείου, Τμήματος ή Ανεξάρτητης Υπηρεσίας δεν ξεπερνά τις ανώτατες οροφές που καθορίζει ο Υπουργός για κάθε έτος ξεχωριστά.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 167 του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου, η μέθοδος και ο τρόπος καταρτίσεως του Προϋπολογισμού ορίζονται από τον Υπουργό.
4.-(1) Κάθε Υπουργείο και κάθε Ανεξάρτητη Υπηρεσία αποστέλλει στον Υπουργό, μαζί με τις προβλέψεις του/της που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3, τις συγκεκριμένες βασικές επιδιώξεις που πρέπει να επιτύχει για όσα επόμενα οικονομικά έτη ήθελε καθορίσει ο Υπουργός μεσοπρόθεσμα, οι οποίες πρέπει να είναι στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, συγκεκριμένες, ρεαλιστικές, εύκολα αναγνωρίσιμες και στο βαθμό του δυνατού ποσοτικοποιημένες.
(2) Ο Υπουργός, αφού λάβει τις προβλέψεις και προτάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, από κάθε Υπουργείο και κάθε Ανεξάρτητη Υπηρεσία, καταρτίζει το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο του Κράτους, το οποίο μετά την έγκρισή του από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, μαζί με τον Προϋπολογισμό του επόμενου οικονομικού έτους.
5.-(1) Ο Υπουργός διαμορφώνει ένα αξιόπιστο, αποτελεσματικό Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο, το οποίο διασφαλίζει την υιοθέτηση του εθνικού δημοσιονομικού σχεδιασμού με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον τριών ετών.
(2) Το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο συμπεριλαμβάνει περιγραφή των σημαντικών δημοσιονομικών εξελίξεων και τις κύριες, επίκαιρες, μακροοικονομικές προβλέψεις.
(3) Το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο επεκτείνεται κάθε έτος και αναπροσαρμόζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτει περίοδο τριών ετών:
Νοείται ότι, τα έσοδα για τα επόμενα οικονομικά έτη της περιόδου επανεκτιμούνται με βάση τις πιο επίκαιρες μακροοικονομικές προβλέψεις και οι δαπάνες επανεκτιμούνται ανάλογα με την πρόοδο των προγραμμάτων, έργων και σχεδίων, λαμβανομένων υπόψη των ανώτατων οροφών δημοσίων δαπανών που καθορίζει ο Υπουργός.
6. Οι διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο καθορίζονται σε εγκύκλιο του Υπουργού και στοχεύουν στο να καθορισθούν τα ακόλουθα:
(α) συνολικοί και διαφανείς πολυετείς δημοσιονομικοί στόχοι ως προς το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, το δημόσιο χρέος και τις δημόσιες δαπάνες, όπως οι δαπάνες, οι οποίοι διασφαλίζουν τη συνέπειά τους με τους ισχύοντες αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, που προβλέπονται στο Πέμπτο Μέρος του παρόντος Νόμου·
(β) προβλέψεις για κάθε σημαντικό στοιχείο δαπανών και εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης με περισσότερες διευκρινίσεις για το επίπεδο της Κεντρικής Κυβέρνησης, Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Ταμείων Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για το δημοσιονομικό έτος και πέραν αυτού, βάση αμετάβλητων πολιτικών·
(γ) περιγραφή των μεσοπρόθεσμων πολιτικών που έχουν αντίκτυπο στα οικονομικά του δημοσίου, με ανάλυση ανά σημαντικό στοιχείο εσόδων και δαπανών, όπου καταδεικνύεται το πώς θα επιτευχθεί η προσαρμογή προς τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, σε σύγκριση με τις προβλέψεις βάση αμετάβλητων πολιτικών· και
(δ) αξιολόγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι προβλεπόμενες πολιτικές, υπό το φως του άμεσου μακροπρόθεσμου αντίκτυπου τους στα οικονομικά της Γενικής Κυβέρνησης, πρόκειται να επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
7. Οι προβλέψεις για την ετοιμασία του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου βασίζονται σε ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις, οι οποίες αξιολογούνται και υποστηρίζονται από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
8. Ο Μεσοπρόθεσμος Δημοσιονομικός Στόχος επιτυγχάνεται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που καθορίζεται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/97.
9. Ο ετήσιος νόμος περί Προϋπολογισμού πρέπει να συνάδει με τις διατάξεις που απορρέουν από το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο και ειδικότερα, οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών και οι προτεραιότητες που καθορίζονται στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο, αποτελούν τη βάση για την κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού:
Νοείται ότι, για κάθε απόκλιση από τις εν λόγω διατάξεις δίνονται οι δέουσες επεξηγήσεις.
10. Ουδεμία διάταξη του παρόντος Νόμου εμποδίζει μια νέα κυβέρνηση να επικαιροποιεί το οικείο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο ώστε αυτό να αντανακλά τις νέες της πολιτικές προτεραιότητες και στην περίπτωση αυτή η νέα κυβέρνηση επισημαίνει τις διαφορές με το προηγούμενο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο.
11.-(1) Τα δημοσιονομικά στατιστικά δεδομένα που καταρτίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Στατιστικής Νόμου του 2000, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, υπόκεινται σε δημοσίευση έγκαιρα και τακτικά για όλους τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτό προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96.
(2) Ειδικότερα, δημοσιεύονται τα ακόλουθα:
(α) τα δημοσιονομικά δεδομένα σε ταμειακή βάση ή την ισοδύναμη τιμή από τα δημόσια λογιστικά συστήματα αν τα δημοσιονομικά δεδομένα σε ταμειακή βάση δεν είναι διαθέσιμα, με την εξής συχνότητα:
(i) ανά μήνα για την Κεντρική Κυβέρνηση και για το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πριν από το τέλος του επόμενου μήνα, και
(ii) ανά τρίμηνο, για τον υποτομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης, πριν το τέλος του επόμενου τριμήνου,
(β) λεπτομερής πίνακας αντιστοιχίας, όπου εμφαίνεται η μεθοδολογία μετάβασης από δεδομένα, σε ταμειακή βάση σε δεδομένα βάσει του ΕΣΟΛ 95.
12. Ο Υπουργός μεριμνά έτσι ώστε -
(α) ο δημοσιονομικός σχεδιασμός/δημοσιονομική πολιτική να βασίζεται σε ρεαλιστικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, χρησιμοποιώντας τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες,
(β) ο δημοσιονομικός σχεδιασμός να βασίζεται στο πιθανότερο μακροοικονομικό δημοσιονομικό σενάριο ή σε συντηρητικό σενάριο,
(γ) οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις να συγκρίνονται με τις πλέον επικαιροποιημένες προβλέψεις της Επιτροπής και, ενδεχομένως, τις προβλέψεις άλλων ανεξάρτητων οργανισμών όπως της Κεντρικής Τράπεζας ή/και του Δημοσιονομικού Συμβουλίου,
(δ) σημαντικές διαφορές μεταξύ του μακροοικονομικού σεναρίου που επελέγη και των προβλέψεων της Επιτροπής να περιγράφονται κατά τρόπο τεκμηριωμένο,
(ε) στο πλαίσιο μιας ανάλυσης ευαισθησίας κινδύνου, η πορεία των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών να εξετάζεται υπό διαφορετικές παραδοχές για τους ρυθμούς ανάπτυξης και τα επιτόκια,
(στ) να δημοσιοποιούνται οι επίσημες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις που καταρτίζονται για τον δημοσιονομικό σχεδιασμό, συμπεριλαμβανομένων των μεθοδολογιών, παραδοχών και σχετικών παραμέτρων στις οποίες στηρίζονται οι εν λόγω προγνώσεις,
(ζ) οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις για το δημοσιονομικό σχεδιασμό να υποβάλλονται σε τακτική, αμερόληπτη και περιεκτική αξιολόγηση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριλαμβανομένης της εκ των υστέρων αξιολόγησης από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, και
(η) σε περίπτωση που η αξιολόγηση εντοπίσει μια σημαντική μεροληπτική αντιμετώπιση που επηρεάζει τις μακροοικονομικές προβλέψεις για μια περίοδο τουλάχιστο τεσσάρων συναπτών ετών, να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα και να δημοσιοποιούνται.
13.-(1) Η δημοσιονομική πολιτική του κράτους προωθεί αποτελεσματικά τη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Τομέα της Δημοσιονομικής Πολιτικής.
(2) Σε περίπτωση απόκλισης από το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης των δαπανών δεν υπερβαίνει το ποσοστό που είναι χαμηλότερο του μεσοπρόθεσμου δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η υπέρβαση αντισταθμίζεται από την εισαγωγή διαρθρωτικών μέτρων στο σκέλος των εσόδων.
(3) Ο καθορισμός του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών πρέπει να διασφαλίζει την πορεία προσαρμογής προς το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο, στα χρονικά πλαίσια που καθορίζονται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/97.
(4) Σε περίπτωση επίτευξης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, η ετήσια αύξηση των δαπανών δεν υπερβαίνει το μεσοπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η υπέρβαση αντισταθμίζεται από την εισαγωγή διαρθρωτικών μέτρων στο σκέλος των εσόδων.
(5)(α) Σε περίπτωση που ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν υπερβαίνει την τιμή αναφοράς τότε πρέπει να μειώνεται επαρκώς και να πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό, δηλαδή η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία σε μέσο ποσοστό ενός εικοστού κατ’ έτος που αποτελεί ενδεικτικό ποσοστό με βάση τις μεταβολές της προηγούμενης τριετίας που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
(β) Σε περίπτωση που η Δημοκρατία τελεί υπό τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και για διάστημα τριών ετών από τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η απαίτηση βάσει του κριτηρίου του δημόσιου χρέους θεωρείται ότι πληρούται, εάν η Δημοκρατία σημειώνει επαρκή πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη συμμόρφωσης, όπως αξιολογείται στην γνωμοδότηση του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών σχετικά με το Πρόγραμμα Σταθερότητας.
(6) Η δημοσιονομική πολιτική βασίζεται στους ακόλουθους δημοσιονομικούς κανόνες:
(α) Η δημοσιονομική θέση της Γενικής Κυβέρνησης πρέπει να είναι ισοσκελισμένη ή πλεονασματική:
Νοείται ότι αυτό διασφαλίζεται εάν το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης αντιστοιχεί στον καθορισθέντα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, όπως ορίζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με καθορισμό του κατώτερου ορίου για το διαρθρωτικό έλλειμμα στο 0,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς∙
(β) συμμόρφωση με τις τιμές αναφοράς για τα ανώτατα όρια του Δημοσιονομικού Ελλείμματος και του Δημόσιου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο 3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και στο 60% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αντίστοιχα∙
(γ) την υιοθέτηση ενός ορίζοντα πολυετούς δημοσιονομικού σχεδιασμού, που αποσκοπεί στην τήρηση των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων.
(7) Η δημοσιονομική πολιτική του κράτους πρέπει να στοχεύει στην επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, που καθορίστηκε με βάση τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/97:
Νοείται ότι, η ελάχιστη ετήσια βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, σε διαρθρωτικούς όρους πρέπει να είναι τουλάχιστον μισή ποσοστιαία μονάδα του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
(8) Η προσωρινή και οριακή απόκλιση από τους κανόνες, που καθορίζονται στο εδάφιο (6), επιτρέπεται όταν επικρατούν ειδικές περιστάσεις, όπως ο όρος αυτός ορίζεται στο άρθρο 2.
(9) Σε περίπτωση που ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος δεν έχει επιτευχθεί, τότε οποιαδήποτε έσοδα που υπερβαίνουν την αρχική πρόβλεψη από το σύνολο των εσόδων καθώς και οποιαδήποτε άλλα προσωρινής μορφής έσοδα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους και όχι για τη διενέργεια πρόσθετων δαπανών.
14.-(1) Σε περίπτωση οποιασδήποτε απόκλισης πέραν της μισής ποσοστιαίας μονάδας του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, σε ετήσια βάση, η οποία εξετάζεται ανά εξάμηνο, από την καθορισμένη πορεία επίτευξης του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Στόχου ή από τον Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο, λαμβάνονται έγκαιρα διορθωτικά μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, στο σκέλος, κυρίως, των δαπανών, για διόρθωση της απόκλισης, λαμβάνοντας υπόψη τα χρονικά πλαίσια που καθορίζονται στις συστάσεις του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών.
(2) Ο Υπουργός, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία διαπίστωσης της απόκλισης, υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο νομοσχέδιο Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού, νομοσχέδιο που τροποποιεί τον Προϋπολογισμό ή άλλο νομοσχέδιο, όπου καθορίζονται λεπτομερώς τα απαραίτητα μέτρα για διόρθωση τυχόν αποκλίσεων, που να οδηγούν σε ισάξια διόρθωση με το μέγεθος της απόκλισης και στη συνέχεια το εν λόγω νομοσχέδιο κατατίθεται, χωρίς καθυστέρηση, στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση.
(3) Στην περίπτωση που τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) μέτρα δεν τεθούν σε ισχύ μέσα σε περίοδο δύο (2) μηνών από την ημερομηνία διαπίστωσης της απόκλισης από τη καθορισμένη πορεία επίτευξης του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Στόχου ή από το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο τότε, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, τίθενται σε άμεση ισχύ τα ακόλουθα μέτρα, μέχρι διόρθωσης της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) απόκλισης ή μέχρι να τεθούν σε ισχύ τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) μέτρα:
(α) Οι διαδικασίες πλήρωσης οποιονδήποτε κενών θέσεων πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής αναστέλλονται∙
(β) οι διαδικασίες πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων ορισμένου χρόνου αναστέλλονται∙
(γ) Το ύψος των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, εξαιρουμένων των συμβατικών υποχρεώσεων, μειώνεται κατά το ποσοστό που απαιτείται για διόρθωση της διαπιστωθείσας απόκλισης.
15. Ο Υπουργός μεριμνά ώστε να δημιουργηθούν κατάλληλοι μηχανισμοί συντονισμού μεταξύ των υποτομέων του δημοσίου, ώστε να εξασφαλίζεται συνολική και συνεκτική κάλυψη όλων των υποτομέων του δημοσίου στο δημοσιονομικό σχεδιασμό, στους αριθμητικούς και δημοσιονομικούς κανόνες και στην κατάρτιση των δημοσιονομικών προγνώσεων, καθώς και στον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.
16. Όλοι οι οργανισμοί και τα ταμεία του δημοσίου που περιλαμβάνονται στην κεντρική κυβέρνηση που δεν αποτελούν μέρος του Προϋπολογισμού σε επίπεδο υποτομέα πρέπει να προσδιορίζονται και να παρουσιάζονται μαζί με άλλες σχετικές πληροφορίες, στο πλαίσιο των ετήσιων δημοσιονομικών διαδικασιών και ο συνδυασμένος αντίκτυπος των οργανισμών και των ταμείων αυτών στα ισοζύγια του δημοσίου και στο χρέος πρέπει να παρουσιάζονται στο πλαίσιο των ετήσιων δημοσιονομικών διαδικασιών και των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών σχεδίων.
17. Ο Υπουργός δημοσιεύει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο των φορολογικών δαπανών στα έσοδα.
18. Ο Υπουργός δημοσιεύει για όλους τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης πληροφορίες για -
(α) ενδεχόμενες και εκκρεμείς υποχρεώσεις, οι οποίες είναι πιθανό να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον προϋπολογισμό του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων, της και για την έκτασή της∙ και
(β) πληροφορίες για τις συμμετοχές της Γενικής Κυβέρνησης στο κεφάλαιο ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων για σημαντικά από οικονομικής απόψεως ποσά.
19. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου αλλά και για τη ρύθμιση θεμάτων τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επιδέχονται ή πρέπει να τύχουν χειρισμού, ειδικότερα θέματα τεχνικής φύσεως.
114.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 20(Ι)/2014], ο περί της Ρύθμισης του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου και Δημοσιονομικών Κανόνων Νόμος του 2012, καταργείται.
(2) Οποιοιδήποτε κανονισμοί ή εγκύκλιοι έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 194(Ι)/2012] παραμένουν σε ισχύ έως ότου καταργηθούν ή τροποποιηθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 20(Ι)/2014] και στο βαθμό που συνάδουν με τον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή τον Ν. 20(Ι)/2014].