5.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ο Έφορος τηρεί μητρώο και αρχείο Ταμείων στα οποία καταχωρίζονται και τηρούνται τα στοιχεία, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που καθορίζονται με Κανονισμούς.
(2) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, ο Έφορος καταχωρεί στο μητρώο τα κράτη μέλη στα οποία λειτουργεί το σχετικό Ταμείο.
(3) Ο Έφορος κοινοποιεί στην ΕΑΑΕΣ κάθε καταχώρηση την οποία διενεργεί βάσει του παρόντος άρθρου.
6.-(1) Εντός εξήντα (60) ημερών από την ίδρυση του Ταμείου, η Διαχειριστική Επιτροπή ή οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι των ιδρυτών του Ταμείου, υποβάλλουν αίτηση στον Έφορο για εγγραφή του Ταμείου.
(2) Η αίτηση εγγραφής υποβάλλεται στον εγκεκριμένο από τον Έφορο τύπο και συνοδεύεται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου υπογραμμένους από τους αιτητές και από δήλωση, στην οποία αναφέρονται τα ονόματα, ο αριθμός ταυτότητας και οι διευθύνσεις των αιτητών.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Έφορος δύναται να ζητεί από τους αιτητές όπως προσκομίσουν οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία κρίνει αναγκαία για εξέταση της αίτησης.
(4) Σε περίπτωση που νομοσχέδιο ή προσχέδιο κανονιστικής διοικητικής πράξης προβλέπει την ίδρυση ή την εξουσιοδότηση της ίδρυσης Ταμείου, εξασφαλίζονται οι απόψεις του Έφορου αναφορικά με τη συμβατότητα του νομοσχεδίου ή προσχεδίου με τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς, πριν την έγκριση του νομοσχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο ή την έκδοση του προσχεδίου ως κανονιστικής διοικητικής πράξης.
7. Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι νόμιμοι όροι και ότι οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δέχεται την αίτηση, εγγράφει το Ταμείο στο μητρώο και εκδίδει πιστοποιητικό εγγραφής.
8.-(1) Εκτός αν ένα Ταμείο έχει νομική προσωπικότητα δυνάμει άλλης νομοθεσίας, αυτό αποκτά νομική προσωπικότητα με την εγγραφή του στο μητρώο, η οποία παύει να υφίσταται με τη διάλυση του Ταμείου.
(2) Ισχύον πιστοποιητικό εγγραφής αποτελεί απόδειξη για την εγγραφή του Ταμείου, την ημερομηνία εγγραφής του και την τήρηση όλων των νόμιμων προϋποθέσεων.
9.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε Ταμείο διέπεται από τους κανόνες λειτουργίας του.
(2) Οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου καθορίζουν τουλάχιστον-
(α) την επωνυμία και την έδρα του Ταμείου,
(β) τους όρους εισδοχής των μελών και τις συνθήκες υπό τις οποίες παύουν να είναι μέλη,
(γ) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών,
(δ) τη σύνθεση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου και τους όρους της εκλογής ή του διορισμού ή της παύσης των μελών της, τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά της, καθώς και τους όρους λειτουργίας της,
(ε) τους όρους υπό τους οποίους δύναται να συγκαλείται, να συνεδριάζει και να αποφασίζει η συνέλευση των μελών,
(στ) τους όρους, υπό τους οποίους δύνανται να τροποποιούνται οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου,
(ζ) το ποσό ή το ποσοστό εισφορών των μελών ή/και της χρηματοδοτούσας επιχείρησης
(η) την τήρηση και τον έλεγχο των λογαριασμών του Ταμείου, και
(θ) τις συνθήκες και τους όρους διάλυσης του Ταμείου.
(3) Απαγορεύεται σε μέλος Ταμείου να έχει πέραν της μίας ψήφου, δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου, και οποιαδήποτε τέτοια επιπρόσθετη ψήφος είναι άκυρη.
10.-(1) Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στα Ταμεία και κάθε διάταξη των κανόνων λειτουργίας οποιουδήποτε Ταμείου η οποία περιέχει τέτοια διάκριση είναι άκυρη.
(2) Για τoυς σκοπούς του παρόντος άρθρου, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Ίσης Μεταχειρίσεως Ανδρών και Γυναικών στα Επαγγελματικά Σχέδια Κοινωνικής Ασφάλισης Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
11. Όταν ο Έφορος απορρίπτει αίτηση για εγγραφή Ταμείου, αποστέλλει στους αιτητές, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία της απόφασής του, έγγραφη γνωστοποίηση του γεγονότος η οποία περιλαμβάνει το αιτιολογικό της απόφασης και μνεία του δικαιώματος των αιτητών να προσβάλουν την απόφαση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
12.-(1) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε να ανακαλέσει πιστοποιητικό εγγραφής Ταμείου, εάν αποδειχθεί ότι το Ταμείο εσκεμμένα και παρά τη σχετική προειδοποίηση του Εφόρου έχει παραβεί οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή ότι έπαυσε να υφίσταται.
(2) Πριν ανακληθεί πιστοποιητικό εγγραφής Ταμείου, ο Έφορος παρέχει στο Ταμείο έγγραφη προειδοποίηση ενός (1) τουλάχιστον μηνός, η οποία καθορίζει τους λόγους της προτιθέμενης ανάκλησης.
(3) Ταμείο, του οποίου το πιστοποιητικό εγγραφής ανακαλείται δυνάμει του παρόντος άρθρου, δε δέχεται νέα μέλη και δεν εισπράττει εισφορές αναφορικά με την απασχόληση των μελών μετά την κοινοποίηση σε αυτό της απόφασης του Εφόρου.
13. Κάθε τροποποίηση των κανόνων λειτουργίας Ταμείου δύναται να ισχύει αναδρομικά από την ψήφισή της, αλλά μόνο μετά την έγκριση και εγγραφή της στο μητρώο, κατόπιν γραπτής αίτησης της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου, η οποία υποβάλλεται στον Έφορο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την τροποποίηση αυτή.
14. Κάθε αλλαγή στα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής γνωστοποιείται στον Έφορο εντός δέκα (10) ημερών από την αλλαγή αυτή.
15.-(1) Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο νόμο, κάθε Ταμείο το οποίο παραλείπει να υποβάλει αίτηση για εγγραφή μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στον παρόντα Νόμο και κάθε Ταμείο του οποίου η αίτηση για εγγραφή απορρίφθηκε, δε δέχεται νέα μέλη και δεν εισπράττει εισφορές αναφορικά με την απασχόληση των μελών του, μετά την κοινοποίηση σε αυτό της απόφασης του Εφόρου׃
Νοείται ότι προκειμένου περί Ταμείου το οποίο παραλείπει να υποβάλει αίτηση, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της προειδοποίησης του Εφόρου για τις συνέπειες της μη υποβολής αίτησης.
(2) Το Ταμείο, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), παύει να ασκεί οποιαδήποτε δραστηριότητα, πλην των δραστηριοτήτων που ο Έφορος κρίνει αναγκαίες σε κάθε περίπτωση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μελών και των δικαιούχων.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και σε κάθε Ταμείο το οποίο αναφέρεται, στο εδάφιο (1), μέχρις ότου αποφασιστεί η εκκαθάρισή του.
(4) Ο χρόνος εκκαθάρισης Ταμείου, στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, αποφασίζεται από τον Έφορο.