ΜΕΡΟΣ ΙV ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Κριτήρια και διαδικασία αποδοχής ρεύματος CO2

16. -(1) Ένα ρεύμα CO2 πρέπει να συνίσταται κατά κύριο λόγο από Διοξείδιο του Άνθρακα. Για το σκοπό αυτό, δεν επιτρέπεται να προστίθενται απόβλητα ή άλλες ύλες με σκοπό τη διάθεση των εν λόγω αποβλήτων ή άλλων υλών. Ένα ρεύμα CO2 επιτρέπεται να περιέχει ίχνη συναφών ουσιών από την πηγή, τη δέσμευση ή τη διεργασία έγχυσης και ίχνη ουσιών που προστίθενται για να βοηθήσουν την παρακολούθηση και την επαλήθευση της μετανάστευσης CO2. Οι συγκεντρώσεις των ουσιών αυτών, καθορίζονται με σχετικό διάταγμα και πρέπει να είναι κατώτερες από τα επίπεδα τα οποία:

(α) επηρεάζουν αρνητικά την ακεραιότητα του τόπου αποθήκευσης ή τη συναφή υποδομή μεταφοράς·

(β) συνεπάγονται σημαντικό κίνδυνο για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία· ή

(γ) παραβαίνουν τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας.

(2) Ο Υπουργός δύναται με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ενημερώνει το κοινό σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές, που εκδίδει η Επιτροπή, για να προσδιορίζονται κατά περίπτωση οι εφαρμοστέες προϋποθέσεις αναφορικά με την τήρηση των κριτηρίων του εδαφίου (1).

(3) Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης:

(α) να δέχεται την έγχυση ρευμάτων CO2 μόνο εφόσον έχει γίνει ανάλυση της σύνθεσης των ρευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των διαβρωτικών ουσιών, καθώς και αξιολόγηση κινδύνου, και εάν η αξιολόγηση κινδύνου έχει δείξει ότι τα επίπεδα μόλυνσης είναι σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (1)·

(β) να τηρεί μητρώο των ποσοτήτων και των χαρακτηριστικών των παραδιδόμενων και εγχεομένων ρευμάτων CO2, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσής τους.

Παρακολούθηση και σχέδιο παρακολούθησης

17.-(1) Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να διενεργεί παρακολούθηση των μονάδων έγχυσης, του συμπλέγματος αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένου και του θυσάνου CO2 όποτε υπάρχει δυνατότητα, και κατά περίπτωση του γύρω περιβάλλοντος, για σκοπούς:

(α) σύγκρισης μεταξύ της πραγματικής και της αναπαριστώμενης με μοντέλο συμπεριφοράς του CO2 και του σχηματισμού ύδατος στον τόπο αποθήκευσης,

(β) ανίχνευσης σημαντικών ανωμαλιών,

(γ) ανίχνευσης της μετανάστευσης του CO2,

(δ) ανίχνευσης της διαρροής του CO2,

(ε) ανίχνευσης σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων στο γύρω περιβάλλον, μεταξύ άλλων ιδίως στο πόσιμο νερό, τους ανθρώπινους πληθυσμούς ή χρήστες της γύρω βιόσφαιρας,

(στ) αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας τυχόν διορθωτικών μέτρων τα οποία λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20,

(ζ) επικαιροποίησης της αξιολόγησης της βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης ασφάλειας και ακεραιότητας του συμπλέγματος αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης τού κατά πόσον το αποθηκευμένο CO2 θα παραμείνει πλήρως και μονίμως απομονωμένο.

(2) Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι κάθε φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει σε αυτή για έγκριση το σχέδιο παρακολούθησης, στο οποίο θα βασίζεται η παρακολούθηση, σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(3) Το σχέδιο παρακολούθησης:

(α) εκπονείται από το φορέα εκμετάλλευσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών σχετικά με την παρακολούθηση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζονται στον περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου Νόμο·

(β) υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή και εγκρίνεται από αυτήν σύμφωνα με το σημείο (στ) του Παραρτήματος ΙΙ και την παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 13·

(γ) επικαιροποιείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ και οπωσδήποτε ανά πενταετία ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές του εκτιμώμενου κινδύνου διαρροής, οι αλλαγές στους εκτιμώμενους κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, οι νέες επιστημονικές γνώσεις και οι βελτιώσεις της βέλτιστης διαθέσιμης τεχνολογίας.

(4) Τα επικαιροποιημένα σχέδια παρακολούθησης υποβάλλονται εκ νέου στην αρμόδια αρχή προς έγκριση.

Υποβολή εκθέσεων από το φορέα εκμετάλλευσης

18. -(1) Ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει στην αρμόδια αρχή, μία τουλάχιστον έκθεση ετησίως και μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους, για την παρακολούθηση που έγινε κατά τη διάρκεια του υπό αναφορά έτους.

(2) Η έκθεση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) όλα τα αποτελέσματα της παρακολούθησης σύμφωνα με το άρθρο 17 για την περίοδο που καλύπτει η έκθεση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για τη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία παρακολούθησης·

(β) τις ποσότητες και τα χαρακτηριστικά των ρευμάτων CO2, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσής τους, που παραδόθηκαν και εγχύθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η έκθεση, τα οποία καταχωρούνται σε μητρώα σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 16·

(γ) απόδειξη κατάθεσης και διατήρησης σε ισχύ της χρηματικής εγγύησης σύμφωνα με το άρθρο 23 και την παράγραφο (θ )του άρθρου 13·

(δ) τυχόν άλλες πληροφορίες τις οποίες η αρμόδια αρχή θεωρεί συναφείς για σκοπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης προς τις προϋποθέσεις ισχύος της άδειας και εμπλουτισμού των γνώσεων για τη συμπεριφορά του CO2 στον τόπο αποθήκευσης.

Επιθεωρήσεις

19. (1) Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε να προγραμματίζει και να υλοποιεί τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις σε όλα τα συμπλέγματα αποθήκευσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, για σκοπούς ελέγχου και προαγωγής της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του Νόμου και για σκοπούς παρακολούθησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.

(2) Οι επιθεωρήσεις διενεργούνται από λειτουργούς, οι οποίοι με εξουσιοδότηση του Υπουργού ενεργούν ως Αρχιεπιθεωρητές και Επιθεωρητές, σύμφωνα με το άρθρο 30.

(3) Οι επιθεωρήσεις περιλαμβάνουν δραστηριότητες όπως, επισκέψεις σε επιφανειακές εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των εγχυτικών εγκαταστάσεων, αξιολόγηση των εργασιών έγχυσης και παρακολούθησης που πραγματοποιούνται από το φορέα εκμετάλλευσης, και έλεγχο όλων των σχετικών αρχείων που τηρεί ο φορέας εκμετάλλευσης.

(4) Οι τακτικές επιθεωρήσεις διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά κάθε έτος μέχρι και τρία (3) έτη από το κλείσιμο της εγκατάστασης και στη συνέχεια ανά πενταετία, έως ότου μεταβιβαστεί η ευθύνη της, στην αρμόδια αρχή. Στο πλαίσιο των επιθεωρήσεων αυτών, εξετάζονται οι σχετικές εγκαταστάσεις έγχυσης και παρακολούθησης, καθώς και το πλήρες φάσμα των συναφών επενεργειών του συγκροτήματος αποθήκευσης στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.

(5) Έκτακτες επιθεωρήσεις διενεργούνται:

(α) εάν έχουν γνωστοποιηθεί στην αρμόδια αρχή ή έχουν περιέλθει στη γνώση της διαρροές ή σημαντικές ανωμαλίες σύμφωνα με το εδάφιο(1) του άρθρου 20,

(β) εάν οι εκθέσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 18 έχουν δείξει ανεπαρκή συμμόρφωση προς τις προϋποθέσεις και τους όρους της άδειας,

(γ) για να διερευνηθούν σοβαρές καταγγελίες σχέση με το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία,

(δ) σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση κρίνει ενδεδειγμένο η αρμόδια αρχή.

(6) Μετά από κάθε επιθεώρηση, η αρμόδια αρχή συντάσσει έκθεση με τα αποτελέσματα της επιθεώρησης. Στην έκθεση αξιολογείται η συμμόρφωση του φορέα εκμετάλλευσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και αναφέρεται κατά πόσο είναι αναγκαία η λήψη πρόσθετων ενεργειών και ποιες πρέπει να διενεργηθούν. Η έκθεση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο φορέα εκμετάλλευσης και δημοσιοποιείται σύμφωνα με τη ισχύουσα νομοθεσία εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία διεξαγωγής της επιθεώρησης.

Μέτρα σε περίπτωση διαρροών ή σημαντικών ανωμαλιών

20. -(1) Η αρμόδια αρχή μεριμνά ότι, σε οποιαδήποτε περίπτωση διαρροών ή σημαντικών ανωμαλιών, ο φορέας εκμετάλλευσης την ειδοποιεί αμέσως και ότι αυτός αναλαμβάνει χωρίς καθυστέρηση, τα αναγκαία και κατάλληλα διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων σε σχέση με την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Στις περιπτώσεις διαρροών και σημαντικών ανωμαλιών που ενέχουν τον κίνδυνο διαρροής, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει επίσης, να ειδοποιεί αμέσως και την αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου Νόμο.

(2) Τα διορθωτικά μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι τα ελάχιστα που πρέπει να λαμβάνονται, με βάση τα σχέδια διορθωτικών μέτρων που υποβάλλονται και εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το σημείο (γ) του Παραρτήματος ΙΙ και την παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13.

(3) Η αρμόδια αρχή δύναται:

(α) να απαιτήσει από το φορέα εκμετάλλευσης να λάβει έγκαιρα, όλα τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα καθώς και μέτρα που σχετίζονται με την προστασία της δημόσιας υγείας. Τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι επιπρόσθετα ή διαφορετικά από εκείνα που ορίζονται στο σχέδιο διορθωτικών μέτρων· ή

(β) να αναλάβει και η ίδια τη λήψη διορθωτικών μέτρων.

(4) Σε περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης αποτύχει να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, η αρμόδια αρχή αναλαμβάνει η ίδια την λήψη των διορθωτικών μέτρων.

(5) Η αρμόδια αρχή ανακτά το κόστος όλων των μέτρων που έλαβε βάσει των παραγράφων (3) και (4), από το φορέα εκμετάλλευσης, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων και τη χρηματική εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 23.

Υποχρεώσεις κατά το κλείσιμο και μετά το κλείσιμο ενός τόπου αποθήκευσης

21. -(1) Ένας τόπος αποθήκευσης CO2 κλείνει:

(α) εάν έχουν τηρηθεί οι σχετικές προϋποθέσεις, οι οποίες καθορίζονται στην άδεια αποθήκευσης,

(β) κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεως του φορέα εκμετάλλευσης και μετά από εξουσιοδότηση της αρμόδιας αρχής· ή

(γ) εάν το αποφασίσει η αρμόδια αρχή μετά από ανάκληση της άδειας αποθήκευσης κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (4) του άρθρου 15.

(2) Μετά το κλείσιμο ενός τόπου αποθήκευσης σύμφωνα με τις παραγράφους (α) ή (β) του εδαφίου (1), ο φορέας εκμετάλλευσης παραμένει υπεύθυνος για:

(α) την παρακολούθηση, την υποβολή εκθέσεων και τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου·

(β) όλες τις υποχρεώσεις που αφορούν την επιστροφή δικαιωμάτων σε περίπτωση διαρροών, σύμφωνα με τον περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου Νόμο·

(γ) τη λήψη προληπτικών και διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Περιβαλλοντικής Ευθύνης όσον αφορά την Πρόληψη και την Αποκατάσταση της Περιβαλλοντικής Ζημιάς Νόμο,

μέχρι τη μεταβίβαση της ευθύνης του τόπου αποθήκευσης στην αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τα εδάφια (1) έως (5) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου. Ο φορέας εκμετάλλευσης είναι επίσης υπεύθυνος για τη σφράγιση του τόπου αποθήκευσης και για την απομάκρυνση των εγχυτικών εγκαταστάσεων.

(3) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) υποχρεώσεις τηρούνται με βάση το μετά το κλείσιμο σχέδιο, το οποίο εκπονεί ο φορέας εκμετάλλευσης βάσει της βέλτιστης πρακτικής και σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Ένα προκαταρτικό μετά το κλείσιμο σχέδιο, υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή προς έγκριση δυνάμει του άρθρου 10 και της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13.

(4) Πριν από το κλείσιμο ενός τόπου αποθήκευσης κατ’ εφαρμογή των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), το προκαταρτικό μετά-το- κλείσιμο σχέδιο πρέπει να:

(α) επικαιροποιείται, όταν κρίνεται αναγκαίο και αφού ληφθούν υπόψη, η ανάλυση κινδύνου, οι βέλτιστες πρακτικές και οι τεχνολογικές εξελίξεις·

(β) υποβάλλεται προς έγκριση στην αρμόδια αρχή· και

(γ) εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή ως το οριστικό μετά το κλείσιμο σχέδιο.

(5) Μετά το κλείσιμο ενός τόπου αποθήκευσης με βάση την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση και τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, καθώς και για όλες τις υποχρεώσεις που αφορούν την επιστροφή δικαιωμάτων σε περίπτωση διαρροών σύμφωνα με τον περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου Νόμο, και για τη λήψη προληπτικών και διορθωτικών μέτρων βάσει του περί της Περιβαλλοντικής Ευθύνης όσον αφορά την Πρόληψη και την Αποκατάσταση της Περιβαλλοντικής Ζημιάς Νόμο. Οι μετά το κλείσιμο απαιτήσεις σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, εκπληρώνονται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το προκαταρτικό μετά το κλείσιμο σχέδιο, που αναφέρεται στο εδάφιο (3), το οποίο επικαιροποιείται όπως κρίνεται αναγκαίο.

(6) Η αρμόδια αρχή ανακτά το κόστος για τα μέτρα και τις ενέργειες που έλαβε βάσει του εδαφίου (4), από το φορέα εκμετάλλευσης, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων και τη χρηματική εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 23.

Μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης

22. -(1) Όταν ένας τόπος αποθήκευσης έχει κλείσει σύμφωνα με τις παραγράφους (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, όλες οι νομικές υποχρεώσεις σχετικά με:

(α) την παρακολούθηση και τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου·

(β) την επιστροφή δικαιωμάτων σε περίπτωση διαρροών δυνάμει του περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου Νόμο· και

(γ) τη λήψη προληπτικών και επανορθωτικών μέτρων δυνάμει του Νόμου περί της Περιβαλλοντικής Ευθύνης όσον αφορά την Πρόληψη και την Αποκατάσταση της Περιβαλλοντικής Ζημιάς Νόμο,

μεταβιβάζονται στην αρμόδια αρχή, είτε με πρωτοβουλία της ίδιας ή με αίτημα του φορέα εκμετάλλευσης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(ι) όλα τα διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν ότι, το αποθηκευμένο CO2 θα παραμένει πλήρως και μονίμως απομονωμένο,

(ii) έχει παρέλθει η ελάχιστη περίοδος, η οποία καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από είκοσι (20) χρόνια, εκτός αν η αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη ότι ικανοποιείται το κριτήριο της υποπαραγράφου (i) πριν από το τέλος της εν λόγω περιόδου,

(ιιι) οι οικονομικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24 έχουν εκπληρωθεί· και

(ιν) ο τόπος αποθήκευσης έχει σφραγιστεί και οι εγκαταστάσεις έγχυσης έχουν αφαιρεθεί.

(2) Ο φορέας εκμετάλλευσης συντάσσει έκθεση, στην οποία τεκμηριώνεται ότι πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) του εδαφίου (1) και την υποβάλλει στην αρμόδια αρχή, ώστε αυτή να εγκρίνει τη μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης.

(3) Στην έκθεση αυτή, τεκμηριώνονται τουλάχιστον:

(α) η αντιστοιχία της πραγματικής συμπεριφοράς του εγχυμένου CO2 προς τη μοντελοποιημένη συμπεριφορά,

(β) η απουσία ανιχνεύσιμης διαρροής,

(γ) ότι ο τόπος αποθήκευσης εξελίσσεται προς κατάσταση μακροχρόνιας σταθερότητας.

(4) Ο Υπουργός δύναται με διάταγμά του, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να καθορίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αξιολόγηση των ζητημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και στις οποίες επισημαίνονται τυχόν επιπτώσεις όσον αφορά τα τεχνικά κριτήρια για τον καθορισμό των ελάχιστων περιόδων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ιι) του εδαφίου (1).

(5) Εφόσον η αρμόδια αρχή είναι ικανοποιημένη ως προς την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) του εδαφίου (1), συντάσσει σχέδιο απόφασης για τη μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης∙ το σχέδιο απόφασης προσδιορίζει τη μέθοδο για το βαθμό εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iv) του εδαφίου (1), καθώς και τυχόν αναπροσαρμοσμένες απαιτήσεις για τη σφράγιση του τόπου αποθήκευσης και την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων έγχυσης.

(6) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι προϋποθέσεις που προνοούνται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) του εδαφίου (1) δεν πληρούνται, ενημερώνει το φορέα εκμετάλλευσης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κλεισίματος του τόπου αποθήκευσης, για τους λόγους της κρίσης αυτής.

(7) Η αρμοδία αρχή:

(α) ετοιμάζει και κοινοποιεί στην Επιτροπή τις εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής τους,

(β) θέτει στη διάθεσή της κάθε άλλο υλικό που θα λάβει υπόψη της, όταν εκπονεί σχέδιο απόφασης για τη μεταβίβαση της ευθύνης,

(γ) ενημερώνει την Επιτροπή για τα πάσης φύσεως σχέδια εγκριτικών αποφάσεων που εκπονεί σύμφωνα με το εδάφιο (3), συμπεριλαμβανομένων τυχόν άλλων στοιχείων που συνεκτιμά για να καταλήξει στο συμπέρασμά της.

(8) Εάν η αρμόδια αρχή είναι ικανοποιημένη ως προς την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), τότε εγκρίνει τελική απόφαση για τη μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης σ’ αυτήν και την κοινοποιεί στο φορέα εκμετάλλευσης.

(9) Μετά τη μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης, οι τακτικές επιθεωρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (4) του άρθρου 19 παύουν και η παρακολούθηση μπορεί να περιορίζεται στο επίπεδο που επιτρέπει την ανίχνευση διαρροών ή σημαντικών ανωμαλιών. Σε περίπτωση ανίχνευσης διαρροών ή σημαντικών ανωμαλιών, η παρακολούθηση εντείνεται όπως απαιτείται για να αξιολογηθούν η κλίμακα του προβλήματος και η αποτελεσματικότητα των διορθωτικών μέτρων.

(10) Σε περίπτωση που συντρέχει υπαιτιότητα του φορέα εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων υποβολής ελλιπών στοιχείων, απόκρυψης συναφών στοιχείων, αμέλειας, απάτης ή μη ασκήσεως της δεούσης επιμελείας, η αρμόδια αρχή ανακτά από τον πρώην φορέα εκμετάλλευσης τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε μετά τη μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης.

(11) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 24, η αρμόδια αρχή δεν ανακτά επιπλέον δαπάνες μετά τη μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης.

(12) Μετά το κλείσιμο ενός τόπου αποθήκευσης σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, η ευθύνη για τον τόπο αποθήκευσης θεωρείται ότι μεταβιβάστηκε στην αρμόδια αρχή, εφόσον από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύεται ότι το αποθηκευμένο CO2 θα παραμείνει σε πλήρη και μόνιμη απομόνωση και αφού σφραγισθεί ο τόπος και απομακρυνθούν οι εγχυτικές εγκαταστάσεις.

Χρηματική εγγύηση

23. -(1) Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε ο υποψήφιος φορέας εκμετάλλευσης, στο πλαίσιο της αίτησης για άδεια αποθήκευσης, να αποδεικνύει ότι είναι δυνατόν να ληφθούν κατάλληλα μέτρα, μέσω χρηματικής εγγύησης ή τυχόν άλλου ισοδύναμου εχεγγύου, με βάση λεπτομέρειες που αποφασίζει η αρμόδια αρχή, ώστε να διασφαλίζεται η εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που προκύπτουν δυνάμει της άδειας που χορηγείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών κλεισίματος και των απαιτήσεων για μετά το κλείσιμο, καθώς και τυχόν υποχρεώσεων που προκύπτουν από την υπαγωγή των τόπων αποθήκευσης δυνάμει των διατάξεων του περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου Νόμου. Η χρηματική αυτή εγγύηση πρέπει να είναι έγκυρη και σε ισχύ είκοσι μία (21) μέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της έγχυσης.

(2) Η χρηματική εγγύηση θα αναπροσαρμόζεται περιοδικά ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές του εκτιμώμενου κινδύνου διαρροής και το κατ’ εκτίμηση κόστος όλων των υποχρεώσεων που προκύπτει από την άδεια, η οποία εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου και των τυχόν υποχρεώσεων που προκύπτουν από την υπαγωγή των τόπων αποθήκευσης δυνάμει του περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων Θερμοκηπίου Νόμου.

(3) Η χρηματική εγγύηση ή τυχόν άλλο ισοδύναμο εχέγγυο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι έγκυρη και σε ισχύ:

(α) μετά το κλείσιμο ενός τόπου αποθήκευσης κατ’ εφαρμογή των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, έως ότου μεταβιβαστεί στην αρμόδια αρχή η ευθύνη για τον τόπο αποθήκευσης κατ’ εφαρμογή των εδαφίων (1) έως (7), του άρθρου 22·

(β) μετά την ανάκληση άδειας αποθήκευσης δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 15

(i) μέχρι να εκδοθεί νέα άδεια αποθήκευσης,

(ii) όταν κλείνει ο τόπος αποθήκευσης σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21, έως ότου θεωρηθεί ότι έχει πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση της ευθύνης βάσει του εδαφίου (12) του άρθρου 22, και εφόσον έχουν τηρηθεί οι οικονομικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24.

Χρηματοδοτικός μηχανισμός

24. -(1) Η αρμόδια αρχή, βάσει των ρυθμίσεων που θα αποφασίσει, μεριμνά ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να καταβάλλει σ’ αυτήν, χρηματική συνεισφορά πριν από τη μεταβίβαση της ευθύνης για τον τόπο αποθήκευσης σύμφωνα με το άρθρο 22. Η συνεισφορά του φορέα εκμετάλλευσης λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι και τα στοιχεία που σχετίζονται με το ιστορικό της αποθήκευσης CO2 ως προς τον καθορισμό των υποχρεώσεων μετά τη μεταφορά και καλύπτει τουλάχιστον τις αναμενόμενες δαπάνες παρακολούθησης των επόμενων τριάντα (30) ετών. Η χρηματική αυτή συνεισφορά, δύναται να χρησιμοποιείται για την κάλυψη των δαπανών που βαρύνουν την αρμόδια αρχή μετά τη μεταβίβαση της ευθύνης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η μόνιμη και ασφαλής απομόνωση του CO2 σε τόπους αποθήκευσης σε γεωλογικούς σχηματισμούς.

(2) Ο Υπουργός δύναται με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να κοινοποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές, που τυχόν εκδίδει η Επιτροπή, για την εκτίμηση των δαπανών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και οι οποίες εκπονούνται κατόπιν διαβούλευσης της με τα κράτη μέλη, με στόχο τη διασφάλιση διαφάνειας και προβλεψιμότητας για τους φορείς εκμετάλλευσης.