4Α. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα εδάφια (3) έως (8) του άρθρου 5, η παράγραφος (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 6, τα άρθρα 11 έως 17, τα εδάφια (5) έως (9) του άρθρου 19, τα άρθρα 20, 21 και 22, τα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 23, το άρθρο 24, τα εδάφια (1) έως (3) του άρθρου 25 και τα άρθρα 27, 28, 29, 30, 31, 32 και 33 του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 5 και το Άρθρο 29, παράγραφος 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366:
5.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) (α) Η Αρμόδια Αρχή μεριμνά ώστε πρόσωπα που έχουν συσταθεί εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν λάβει άδεια έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος από τρίτη χώρα να μην τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σύγκριση με τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος. Σε περίπτωση που συναφθεί συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτης χώρας κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, η Αρμόδια Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος σε νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα, έχουν λάβει άδεια έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος από τις αρμόδιες αρχές της χώρας εκείνης και προτίθενται να διατηρούν υποκατάστημα στη Δημοκρατία.
(β) Για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται μεμονωμένα ή από κοινού να καθορίζουν με οδηγία, καθεμία ως προς τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία η καθεμιά αποτελεί την Αρμόδια Αρχή, τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και επιπρόσθετα δύνανται να επιβάλλουν καθώς και να επιβάλλουν υποχρεώσεις στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο και στα αρμόδια πρόσωπα αυτών των ιδρυμάτων.
(γ) Κατά την έκδοση οδηγίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ενεργούν εντός του πλαισίου που καθορίζει η σχετική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της τρίτης χώρας.
(δ) Τα άρθρα 6 έως 23 δεν εφαρμόζονται επί των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 8, των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 14, του εδαφίου (3) του άρθρου 15 και του άρθρου 21.
(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται μεμονωμένα ή από κοινού να καθορίζουν με οδηγία, καθεμία ως προς τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία η καθεμιά αποτελεί την Αρμόδια Αρχή, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από νομικό πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος Μέρους εφόσον ο μέσος όρος ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που προκύπτει από το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του δεν υπερβαίνει το όριο που ήθελε καθορίσουν τα νομικά αυτά πρόσωπα εγγράφονται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο που προβλέπεται εάν πληρούν τις προϋποθέσεις που ήθελε οριστούν με τη σχετική οδηγία.
(β) Κατά την έκδοση οδηγίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ενεργούν εντός του πλαισίου που καθορίζει το Άρθρο 9 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ.
(4) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή -
(α) σε σχέση με την τυχόν εφαρμογή στη Δημοκρατία συμφωνίας κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, και
(β) όπως απαιτείται σύμφωνα με το Άρθρο 9, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.
6.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(3) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(4) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(5) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(6) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(7) Η Αρμόδια Αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι όλα τα πρόσωπα που πρόκειται να ενεργούν ως σύμβουλοι ή διευθυντές του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος είναι ικανά και κατάλληλα για να κατέχουν τις εν λόγω θέσεις σύμφωνα με κριτήρια που η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της.
(8) Στην άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος αναγράφονται το όνομα του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, ο αριθμός και η ημερομηνία έκδοσης της άδειας, οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες του έχει επιτραπεί παροχή η οποία δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Αρμόδια Αρχή κρίνει απαραίτητο.
(9) Η Αρμόδια Αρχή δε λαμβάνει υπόψη το κριτήριο της οικονομικής ανάγκης για σκοπούς χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(10) Η πολιτική χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος καθορίζεται από την Αρμόδια Αρχή με απόφασή της.
(11) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να καθορίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, να καθορίζει, να εξειδικεύει ή να διευκρινίζει τις υποχρεώσεις του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και των αρμόδιων προσώπων του καθώς και οποιοδήποτε θέμα χρήζει χειρισμού δυνάμει του παρόντος Μέρους.
9.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και των εδαφίων (6) έως (8) του άρθρου 13, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος οφείλει να γνωστοποιεί εκ των προτέρων στην Αρμόδια Αρχή οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή επηρεάζει τα μέτρα που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος λαμβάνει προς συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13. Η Αρμόδια Αρχή δύναται με οδηγία της να εξειδικεύει το παρόν εδάφιο και ιδίως την έννοια της ουσιαστικής μεταβολής.
10. Σε περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας του σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, η παροχή των οποίων δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Αρμόδια Αρχή συνοδευόμενη από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα που η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της. Η Αρμόδια Αρχή αποφασίζει επί της αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
11.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει-
(α) να αποκτήσει ή να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, ή
(β) να αυξήσει περαιτέρω ή να μειώσει, άμεσα ή έμμεσα, τέτοιον έλεγχο ούτως ώστε-
(i) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%), ή
(ii) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειώνεται σε λιγότερο από το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%), ή
(iii) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καθίσταται θυγατρική του, ή
(iv) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να παύει να είναι θυγατρική του,
γνωστοποιεί την πρόθεσή του στην Αρμόδια Αρχή πριν προβεί στην απόκτηση, την παύση της κατοχής, την αύξηση ή τη μείωση, αντίστοιχα.
(2) Ο υποψήφιος αγοραστής παρέχει στην Αρμόδια Αρχή πληροφορίες που προσδιορίζουν το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και, τηρουμένων των αναλογιών, τις πληροφορίες που ορίζονται δυνάμει -
(α) της υποπαραγράφου (4) της παραγράφου 8 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που έχει συσταθεί δυνάμει των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων·
(β) του εδαφίου (4) του άρθρου 17Α των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(3) Σε περίπτωση που η επιρροή προσώπου το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (2) είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή εκφράζει την αντίθεσή της και, επιπρόσθετα, δύναται να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
(α) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο∙
(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών που κατέχει είναι άκυρη∙
(γ) απαγόρευση απόκτησης, περιλαμβανομένης απόκτησης δια δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙ και
(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που απορρέουν από τις μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(4)(α) Σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, η Αρμόδια Αρχή δύναται να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (3), ορίζοντας τη χρονική διάρκεια ισχύος του μέτρου ή ότι το μέτρο ισχύει μέχρι την ανάκλησή του από την Αρμόδια Αρχή.
(β) Το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούται να γνωστοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 9 οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε αυτό
(γ) Η λήψη μέτρων σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν απαλλάσσει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος από τις συνέπειες τυχόν παράβασης του άρθρου 9.
(5) Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής, είτε η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της πριν από την απόκτηση συμμετοχής είτε μετά από αυτή, η Αρμόδια Αρχή αναστέλλει την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο αποκτήσας τη συμμετοχή και δύναται επιπρόσθετα να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (δ) του εδαφίου (3).
(6) Η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με το εδάφιο (5), καθιστά άκυρη τυχόν άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που πραγματοποιήθηκε αφότου η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της.
(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (4) έως και (6), η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 ή 43, επί προσώπου το οποίο παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, καθώς επίσης επί προσώπου το οποίο αποκτά συμμετοχή παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής∙ σε περίπτωση νομικού προσώπου, το εδάφιο (2) του άρθρου 42 και το εδάφιο (2) του άρθρου 43 εφαρμόζονται επί των συμβούλων, διευθυντών, γραμματέων, μελών επιτροπείας, αξιωματούχων και υπαλλήλων, αντίστοιχα, αυτού του προσώπου.
(8) Η Αρμόδια Αρχή δύναται με οδηγίες της να ορίζει ότι το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται, εν όλω ή εν μέρει, στην περίπτωση ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που ασκεί μια ή περισσότερες δραστηριότητες που εμπίπτουν στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15.