1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Σύστασης και Λειτουργίας Μονάδας Διαχείρισης της Συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ιδιοκτησιακή Δομή Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος του 2013.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών∙
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙
«Διοικητής» σημαίνει το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας∙
«Διοικητικό όργανο» σημαίνει το όργανο ενός ιδρύματος τόσο με διοικητικές όσο και με εποπτικές αρμοδιότητες, το οποίο καθορίζει τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του εν λόγω νομικού προσώπου και επιβλέπει και παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από τα διευθυντικά στελέχη και συμπεριλαμβάνει πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου, όπως -
(α) σε σχέση με τράπεζα, το διοικητικό συμβούλιο∙ και
(β) σε σχέση με Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα, την επιτροπεία
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙
«κινητές αξίες» σημαίνει:
(α) κοινές μετοχές, ή/και
(β) χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία έχουν τη δυνατότητα μετατροπής σε κοινές μετοχές∙
«Μονάδα» σημαίνει τη Μονάδα Διαχείρισης της Συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ιδιοκτησιακή Δομή Πιστωτικών Ιδρυμάτων∙
«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα όπως αυτό ορίζεται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το οποίο έλαβε ή αναμένεται να λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση με βάση τον περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και στην ιδιοκτησιακή δομή του οποίου συμμετέχει η Δημοκρατία, καθώς και πιστωτικό ίδρυμα στου οποίου την ιδιοκτησιακή δομή η Δημοκρατία συμμετέχει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου:
«σχέδιο αναδιάρθρωσης» σημαίνει σχέδιο αναδιάρθρωσης, όπως αυτό ορίζεται και/ή αναφέρεται στους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις∙
«Ταμείο Ανακεφαλαιοποίησης» σημαίνει το Ταμείο Ανακεφαλαιοποίησης που συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του περί της Σύστασης και Λειτουργίας Ανεξάρτητου Ταμείου Ανακεφαλαιοποίησης Νόμου του 2015·
«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Οικονομικών∙
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών.
3.-(1) Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η σύσταση και λειτουργία της Μονάδας Διαχείρισης της Συμμετοχής της Δημοκρατίας στην Ιδιοκτησιακή Δομή Πιστωτικών Ιδρυμάτων και του Ταμείου Ανακεφαλαιοποίησης.
(2) Η λειτουργία της Μονάδας υπόκειται και στις διατάξεις του περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμου.
(3) Η λειτουργία της Μονάδας δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες και εξουσίες της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες της παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, και οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ νόμου.
(4) Σε περίπτωση που η Δημοκρατία συμμετέχει στην ιδιοκτησιακή δομή πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι διατάξεις των παραγράφων (β), (ε) και (στ) του άρθρου 6 και των παραγράφων (β) και (γ) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται.
4.-(1) Συστήνεται εντός του Υπουργείου, Μονάδα, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση της συμμετοχής της Δημοκρατίας στην ιδιοκτησιακή δομή πιστωτικών ιδρυμάτων και για την διαχείριση του Ταμείου Ανακεφαλαιοποίησης.
(2) Ο Υπουργός, με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή, ορίζει δύο υπαλλήλους του Υπουργείου, ως προϊστάμενο και αναπληρωτή προϊστάμενο της Μονάδας:
Νοείται ότι, ο Υπουργός δύναται να ορίσει ως προϊστάμενο και αναπληρωτή προϊστάμενο, υπαλλήλους οι οποίοι υπηρετούν στην υπόλοιπη δημόσια υπηρεσία, στην Κεντρική Τράπεζα ή και σε άλλους φορείς ή οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, oι οποίοι αποσπώνται ή τοποθετούνται, ανάλογα με την περίπτωση, για τον σκοπό αυτό στη Μονάδα:
Νοείται περαιτέρω ότι, ο ορισμός υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητή.
(3) Ο προϊστάμενος και ο αναπληρωτής προϊστάμενος απασχολούνται πλήρως και αποκλειστικά με την επίτευξη των σκοπών και την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της Μονάδας κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 6 και 7.
(4) Ο προϊστάμενος της Μονάδας υπάγεται διοικητικά στο Γενικό Διευθυντή, υπό την επίβλεψη του οποίου ασκεί τα καθήκοντά του.
5.-(1) Η Μονάδα, εκτός από τον προϊστάμενο και τον αναπληρωτή προϊστάμενο, στελεχώνεται και από υπαλλήλους του Υπουργείου.
(2) Για τη στελέχωση της Μονάδας είναι δυνατή η απόσπαση ή η τοποθέτηση σ’ αυτήν, ανάλογα με την περίπτωση, προσωπικού που υπηρετεί στην υπόλοιπη δημόσια υπηρεσία, στην Κεντρική Τράπεζα και σε άλλους φορείς ή οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εφόσον το προερχόμενο από το Υπουργείο προσωπικό δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της Μονάδας σε προσωπικό.
(3) Το προσωπικό της Μονάδας απασχολείται πλήρως και αποκλειστικά με την εκπλήρωση των σκοπών και των αρμοδιοτήτων της Μονάδας και με την εκτέλεση των καθηκόντων της.
(4) Το προσωπικό της Μονάδας δεν δύναται να έχει επαγγελματικό ή άλλο κώλυμα που να δυσχεραίνει την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(5) Ο Υπουργός με εγκύκλιο του σε εύθετο χρόνο καθορίζει τα ελάχιστα προσόντα του προσωπικού που απαρτίζει την Μονάδα.
(6)(α) Η Μονάδα δύναται να ορίζει εξωτερικούς συμβούλους ή/και εμπειρογνώμονες και να προβαίνει στην αγορά υπηρεσιών για θέματα, τα οποία άπτονται των εργασιών της, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(β) Οι εξωτερικοί σύμβουλοι ή/και οι εμπειρογνώμονες δεν δύνανται να έχουν επαγγελματικό ή άλλο κώλυμα που να δυσχεραίνει την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
6. Η Μονάδα έχει ως σκοπό:
(α) τη διαχείριση της συμμετοχής της Δημοκρατίας και του Ταμείου Ανακεφαλαιοποίησης ως μετόχων στην ιδιοκτησιακή δομή πιστωτικών ιδρυμάτων.
(β) την παρακολούθηση και εφαρμογή, σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα, των διατάξεων του περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθώς και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Διαταγμάτων του Υπουργού,
(γ) τη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής απόδοσης της συμμετοχής της Δημοκρατίας και του Ταμείου Ανακεφαλαιοποίησης ως μετόχων στην ιδιοκτησιακή δομή πιστωτικών ιδρυμάτων,
(δ) την ενδυνάμωση της δυνατότητας πιστωτικού ιδρύματος να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα,
(ε) τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με οποιουσδήποτε όρους τίθενται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παροχή κρατικής ενίσχυσης, και
(στ) την εκτέλεση κατ’ εξουσιοδότηση του Υπουργού οποιωνδήποτε καθηκόντων ή εξουσιών του που προβλέπονται στον περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εξαιρουμένης της εξουσίας έκδοσης διαταγμάτων, νοουμένου ότι η εξουσιοδότηση γίνεται γραπτώς.
7. Η Μονάδα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) την εκτέλεση των σκοπών που αναφέρεται στο άρθρο 6,
(β) τη σύναψη γραπτών συμφωνιών με τα πιστωτικά ιδρύματα, στις οποίες περιέχονται όλες οι λεπτομέρειες και οι όροι παροχής της παρεχόμενης κεφαλαιακής ενίσχυσης καθώς και τη σύναψη γραπτών συμφωνιών με τα πιστωτικά ιδρύματα, στις οποίες καθορίζεται το πλαίσιο που διέπει τη σχέση μεταξύ της Δημοκρατίας και του πιστωτικού ιδρύματος,
(γ) την παρακολούθηση και αξιολόγηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων:
(δ) την υποβολή εισηγήσεων προς τον Υπουργό για τα κριτήρια και την υπόδειξη κατάλληλων προς διορισμό προσώπων ως μελών του Διοικητικού Οργάνου του πιστωτικού ιδρύματος:
(ε) τη συμμετοχή του Προϊστάμενου της Μονάδας, ως παρατηρητή χωρίς δικαίωμα ψήφου, στις συνεδρίες του Διοικητικού Οργάνου του πιστωτικού ιδρύματος:
(στ) την εκπροσώπηση της Δημοκρατίας και του Ταμείου Ανακεφαλαιοποίησης, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στη γενική συνέλευση πιστωτικού ιδρύματος,
(ζ) την αξιολόγηση και παρακολούθηση της οικονομικής αξίας της συμμετοχής της Δημοκρατίας σε πιστωτικό ίδρυμα:
(η) τη διαχείριση της επένδυσης της Δημοκρατίας σε κινητές αξίες πιστωτικών ιδρυμάτων.
8.-(1) To Διοικητικό Όργανο πιστωτικού ιδρύματος υποβάλλει στη Μονάδα, σε τριμηνιαία βάση, έκθεση προόδου σχετικά με την πρόοδο του σχεδίου αναδιάρθρωσής του.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στη Μονάδα οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία σε σχέση με την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης του πιστωτικού ιδρύματος και/ή σε σχέση με ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στην οικονομική κατάσταση αυτού.
9. Η Μονάδα, για σκοπούς άσκησης των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων της, δύναται να ζητήσει την υποβολή προς αυτήν, απευθείας ή μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, οποιουδήποτε στοιχείου και πληροφορίας αναφορικά με πιστωτικό ίδρυμα, που έχει άμεση συνάφεια με την άσκηση των καθηκόντων της.
10. Οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού της Μονάδας, σύμβουλος ή εμπειρογνώμονας, ο οποίος κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου λαμβάνει γνώση πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως, έχει υποχρέωση εχεμύθειας και οφείλει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και να μην τις κοινοποιεί, παρά μόνο στην έκταση που η κοινοποίησή τους κρίνεται αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
11.-(1) Ο Υπουργός, ο Γενικός Διευθυντής και οποιοσδήποτε υπάλληλος της Μονάδας, σε περίπτωση έγερσης αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για διεκδίκηση αποζημιώσεων ή άλλης θεραπείας ή για επιβολή κύρωσης εναντίον του σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψή του κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οποιωνδήποτε κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.
(2) Ανεξάρτητα και χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), η Δημοκρατία αποζημιώνει και καλύπτει κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο για οποιαδήποτε δαπάνη ή ζημιά που τυχόν υφίσταται σε σχέση με οποιαδήποτε αγωγή, αίτηση ή άλλη νομική διαδικασία εναντίον του που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.
12.-(1) Η Μονάδα, μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους, συντάσσει και αποστέλλει στον Υπουργό και στο Γενικό Διευθυντή, ετήσια έκθεση πεπραγμένων αναφορικά με τη διαχείριση της συμμετοχής της Δημοκρατίας στην ιδιοκτησιακή δομή πιστωτικών ιδρυμάτων για το περασμένο έτος.
(2) Ο Υπουργός εγκρίνει την έκθεση και, αφού ενημερώσει το Υπουργικό Συμβούλιο, υποβάλλει την ετήσια έκθεση στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου κάθε έτους.
(3) Μετά τη συζήτηση της έκθεσης στη Βουλή, η έκθεση δημοσιοποιείται.
(4) Η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ή/και η Ολομέλεια δύνανται να καλέσουν τον προϊστάμενο ή τον αναπληρωτή προϊστάμενο της Μονάδας για να τύχουν ενημέρωσης σχετικά με τα θέματα της αρμοδιότητάς τους.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 141(Ι)/2019] τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.