16.-(1) Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο για άσκηση πειθαρχικής εξουσίας σε εγγεγραμμένους λειτουργούς κηδειών ή εγγεγραμμένους ταριχευτές.
(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Ένα νομικό λειτουργό που ορίζεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας∙
(β) έναν ιδιώτη δικηγόρο που υποδεικνύεται από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο· και
(γ) τρεις (3) εγγεγραμμένους λειτουργούς κηδειών ή εγγεγραμμένους ταριχευτές που ασκούν το επάγγελμα πάνω από δέκα (10) συνεχή χρόνια και εκλέγονται από τη γενική συνέλευση του Συλλόγου.
(3) Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ο νομικός λειτουργός που αναφέρεται στο εδάφιο (2), σε περίπτωση δε απουσίας ή προσωρινού κωλύματός του, καθήκοντα προέδρου ασκεί ο ιδιώτης δικηγόρος.
(4) Η θητεία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής, αρχομένη από την ημερομηνία ανάδειξης και του τελευταίου μέλους.
(5) Ο πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή το μέλος που ασκεί καθήκοντα προέδρου και δύο (2) άλλα παρόντα μέλη του Συμβουλίου, αποτελούν απαρτία σε οποιαδήποτε συνεδρία αυτού.
(6) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων έχει τη νικώσα ψήφο.
17. Πειθαρχική δίωξη ασκείται εναντίον λειτουργού κηδειών ή ταριχευτή, αν αυτός-
(α) καταδικαστεί από αρμόδιο δικαστήριο για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙
(β) κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, παρουσίασε, κατά την άσκηση του επαγγέλματος, διαγωγή επονείδιστη ή ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του ταριχευτή ή λειτουργού κηδειών∙ή
(γ) παραβεί τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή σε κανονισμούς που εκδίδονται με βάση αυτόν ή σε οποιαδήποτε άλλη σχετική με την ταφή ή άλλη διάθεση των νεκρών νομοθεσία.
18.-(1) Κάθε καταγγελία εναντίον εγγεγραμμένου λειτουργού κηδειών ή εγγεγραμμένου ταριχευτή γίνεται στο διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου.
(2) Αν καταγγελθεί στο διοικητικό συμβούλιο ή αν το διοικητικό συμβούλιο έχει βάσιμες πληροφορίες ότι εγγεγραμμένος λειτουργός κηδειών ή εγγεγραμμένος ταριχευτής δυνατό να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου ορίζει ερευνητική επιτροπή, για να διεξάγει έρευνα.
(3) Η ερευνητική επιτροπή αποτελείται από μέλος ή μέλη του διοικητικού συμβουλίου και διεξάγει την έρευνα το γρηγορότερο δυνατόν˙ στα πλαίσια δε της διεξαγωγής της έρευνας, η ερευνητική επιτροπή έχει εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να πάρει εγγράφως καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο.
(4) Εγγεγραμμένος λειτουργός κηδειών ή εγγεγραμμένος ταριχευτής που έχει καταγγελθεί δικαιούται:
(α) Να γνωρίζει την υπόθεση εναντίον του∙
(β) να έχει την ευκαιρία να ακουστεί·
(γ) να λάβει αντίγραφα των σχετικών καταθέσεων και μαρτυριών.
(5)(α)Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, η ερευνητική επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει κατά πόσο μπορεί να διατυπωθεί πειθαρχική κατηγορία κατά του καταγγελλόμενου.
(β) Σε περίπτωση καταφατικής απόφασης, το διοικητικό συμβούλιο προβαίνει στη διατύπωση της κατηγορίας και παραπέμπει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
19.-(1) Μέσα σε δύο (2) εβδομάδες από την ημερομηνία από την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει λάβει την καταγγελία που αναφέρεται στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου, καλεί ενώπιόν του τον καταγγελλόμενο και ορίζει ημέρα και ώρα ακρόασης.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), η εκδίκαση της υπόθεσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ακρόαση πειθαρχικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά.
(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να-
(α) απαιτεί την προσέλευση του προσώπου που έχει καταγγελθεί∙
(β) καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους∙
(γ) απαιτεί την προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία, σύμφωνα με τη διαδικασία που τηρείται στις δίκες που διεξάγονται συνοπτικά.
(4) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπογράφεται από τον πρόεδρο και τα μέλη του.
20. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που κρίνει ένοχο το πρόσωπο που έχει καταγγελθεί, μπορεί να επιβάλει σ' αυτό μια από τις ακόλουθες ποινές:
(α) Προφορική ή γραπτή επίπληξη∙
(β) καταβολή χρηματικού ποσού με τη μορφή διοικητικού προστίμου που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000)∙
(γ) αναστολή της άδειας άσκησης του επαγγέλματος του λειτουργού κηδειών ή του ταριχευτή για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια∙
(δ) διαγραφή του ονόματός του από το οικείο Μητρώο.