4.-(1) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε ΚΕΠΕΥ που δεν αποτελούν μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα Άρθρα 36 και 37 της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14.
(2) Έκαστη ΚΕΠΕΥ που προβλέπεται στο εδάφιο (1) οφείλει -
(α) Να καταρτίζει και να διατηρεί σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο να προβλέπει τα μέτρα που λαμβάνει η ΚΕΠΕΥ για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής της θέσης έπειτα από σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής της κατάστασης∙ το εν λόγω σχέδιο ανάκαμψης θεωρείται ρύθμιση διακυβέρνησης κατά την έννοια της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 18 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε∙ και
(β) να περιλαμβάνει στο σχέδιο ανάκαμψής της -
(i) κατά περίπτωση, μια ανάλυση του τρόπου και του χρόνου που δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και προσδιορισμό των περιουσιακών στοιχείων που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις, και
(ii) τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα Α, και
(iii) τα ενδεχόμενα μέτρα που μπορεί να λάβει όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, και
(iv) κατάλληλες προϋποθέσεις και διαδικασίες για να διασφαλίζει την έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, καθώς και ένα ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης, και
(v) πρόνοιες που λαμβάνουν υπόψη διάφορα σενάρια σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες της ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων που επηρεάζουν ολόκληρο το οικονομικό σύστημα και δυσχερειών που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα αλλά και που επηρεάζουν, όπου αυτό ισχύει, το σύνολο του ομίλου, και
(vi) ένα σχέδιο δεικτών σχετικά με τη λήψη των αρμόδιων δράσεων που αναφέρονται στο σχέδιο ανάκαμψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, και
(vii) οποιαδήποτε πρόσθετη πληροφορία ζητηθεί από την Επιτροπή, και
(viii) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία ζητηθεί δυνάμει οδηγίας που εκδίδει η Επιτροπή.
(3) Απαγορεύεται σε ΚΕΠΕΥ που προβλέπεται στο εδάφιο (1) να περιλαμβάνει στα σχέδια ανάκαμψης της πρόνοιες λήψης, ή πρόσβασης σε έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη.
(4) Το σχέδιο ανάκαμψης εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ πριν την υποβολή του στην Επιτροπή.
(5) Έκαστη ΚΕΠΕΥ που προβλέπεται στο εδάφιο (1) επικαιροποιεί το σχέδιο ανάκαμψής της -
(α) Έπειτα από μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, τις δραστηριότητές ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ΚΕΠΕΥ, όπου η μεταβολή αυτή ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά το σχέδιο ανάκαμψης ή να καθιστά την αλλαγή του σχεδίου ανάκαμψης απαραίτητη· και
(β) σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον ετησίως:
5.-(1) Έχοντας υπόψη τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η κατάσταση αφερεγγυότητας μιας ΚΕΠΕΥ, λόγω της φύσης των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, της μετοχικής της δομής, της νομικής της μορφής, του προφίλ κινδύνου της, του μεγέθους και του νομικού της καθεστώτος, της διασύνδεσής της με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε, και εάν η πτώχευσή της και η επακόλουθη εκκαθάρισή της υπό φυσιολογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, η Επιτροπή προσδιορίζει με οδηγία της απλουστευμένες υποχρεώσεις ως προς -
(α) Το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης, που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 9·
(β) την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων σχεδίων ανάκαμψης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων ανάκαμψης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη εκείνων που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 και στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 6·
(γ) το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τις οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 όπως προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, καθώς και στο Παράρτημα Α.
(2) Η Επιτροπή πραγματοποιεί την αξιολόγηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) έπειτα από διαβούλευση, όποτε ενδείκνυται, με την αρχή μακροληπητικής εποπτείας.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να επιβάλλει στις οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 γενικές, μη απλουστευμένες, υποχρεώσεις ως προς τα όσα αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(4) Η επιβολή απλουστευμένων υποχρεώσεων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της Επιτροπής να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.
(5) Η Επιτροπή ενημερώνει την ΕΑΤ για την επιβολή απλουστευμένων υποχρεώσεων σε ΚΕΠΕΥ δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), καθώς και για την κατάρτιση σχεδίων ανάκαμψης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6).
(6)(α) ΚΕΠΕΥ, που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Δημοκρατίας, οφείλουν να καταρτίζουν δικά τους σχέδια ανάκαμψης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 έως 9.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, οι λειτουργίες μιας ΚΕΠΕΥ θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη Δημοκρατία εάν πληρούν οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Η συνολική αξία του ενεργητικού της υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ (€30.000.000.000)· ή
(ii) το ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού της ως προς το ΑΕΠ του κράτους μέλους εγκατάστασης υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατόν (20%), εκτός εάν η συνολική αξία του ενεργητικού της δεν υπερβαίνει τα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ (€5.000.000.000).
6.-(1) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης που εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση από την Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(2) Οι μητρικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) οφείλουν να εκπονούν και υποβάλλουν στην Επιτροπή σχέδιο ανάκαμψης ομίλου, το οποίο -
(α) Συνίσταται σε σχέδιο ανάκαμψης ολόκληρου του ομίλου του οποίου είναι επικεφαλής η εν λόγω μητρική επιχείρηση· και
(β) προβλέπει μέτρα που ενδέχεται να εφαρμοστούν στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης του ομίλου και σε κάθε θυγατρική του ομίλου· και
(γ) έχει ως στόχο την επίτευξη της σταθεροποίησης του ομίλου ως συνόλου ή οποιασδήποτε ΚΕΠΕΥ του ομίλου, όταν βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα αίτια των δυσχερειών και να αποκατασταθεί η χρηματοοικονομική θέση του ομίλου ή της συγκεκριμένης ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη χρηματοοικονομική θέση άλλων οντοτήτων του ομίλου.
(3) Οι μητρικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) εξασφαλίζουν ότι -
(α) το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του συντονισμού και της συνέπειας μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο -
(i) της μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, και
(ii) των οντοτήτων που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) ή (δ) του άρθρου 3, και
(iii) των θυγατρικών του ομίλου, και
(iv) των σημαντικών υποκαταστημάτων, όπου αυτό προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 131Β του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε∙ και
(β) τόσο το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που εκπονούν οι μητρικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) όσο και το σχέδιο ανάκαμψης που δύναται να υλοποιηθεί για μια επιμέρους θυγατρική του ομίλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), περιλαμβάνει -
(i) τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 4, και
(ii) κατά περίπτωση, ρυθμίσεις για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, και
(iii) σειρά επιλογών ανάκαμψης, όπου παρουσιάζονται οι ενέργειες για αντιμετώπιση των σεναρίων που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (v) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, και
(iv) ένα σχέδιο δεικτών σχετικά με τη λήψη των αρμόδιων δράσεων που αναφέρονται στο σχέδιο ανάκαμψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, και
(v) οποιαδήποτε πρόσθετη πληροφορία ζητηθεί από την Επιτροπή, και
(vi) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία ζητηθεί δυνάμει οδηγίας που εκδίδει η Επιτροπή∙ και
(γ) για κάθε ένα από τα εν λόγω σενάρια που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (v) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 προσδιορίζεται στο σχέδιο ανάκαμψης κατά πόσο υπάρχουν εμπόδια στην εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης εντός του ομίλου, καθώς και σε επίπεδο επιμέρους οντοτήτων που καλύπτει το σχέδιο, και κατά πόσο υπάρχουν ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου.
(4) Σε περίπτωση που η Επιτροπή είναι η αρμόδια αρχή για θυγατρική εταιρεία ομίλου που εποπτεύεται σε ενοποιημένη βάση από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από την εν λόγω θυγατρική να εκπονήσει και να υποβάλει στην Επιτροπή σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση.
(5) Οι μητρικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) εξασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανό τους αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου πριν την υποβολή του σχεδίου ανάκαμψης στην Επιτροπή.
(6) Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 30, η Επιτροπή διαβιβάζει τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου:
(α) Στις οικείες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 39A και 40 της Οδηγίας 144-2014-14·
(β) στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό στον οποίο τα σχέδια αφορούν το συγκεκριμένο υποκατάστημα·
(γ) στη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· και
(δ) στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.
7.-(1) Οι οντότητες, που υποχρεούνται να εκπονούν σχέδια ανάκαμψης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4 και τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6, οφείλουν να υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ανάκαμψης στην Επιτροπή για εξέταση και αξιολόγηση.
(2) Οι οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) οφείλουν να ικανοποιήσουν την Επιτροπή ότι-
(α) Η εφαρμογή των προτεινόμενων από το σχέδιο ανάκαμψης ρυθμίσεων είναι ευλόγως πιθανό να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική θέση της ΚΕΠΕΥ ή του ομίλου, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών μέτρων που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει η ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, η ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6· και
(β) το σχέδιο ανάκαμψης και οι συγκεκριμένες πρόνοιες που συμπεριλήφθηκαν σε αυτό είναι ευλόγως πιθανό να εφαρμοστούν ταχέως και αποτελεσματικά σε καταστάσεις οικονομικής πίεσης, αποφεύγοντας στο μέγιστο δυνατόν βαθμό τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και σεναρίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και άλλα ιδρύματα να εφαρμόσουν σχέδια ανάκαμψης εντός της ιδίας χρονικής περιόδου.
(3) Η Επιτροπή, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή του κάθε σχεδίου ανάκαμψης και εφόσον το σχέδιο αφορά συγκεκριμένο υποκατάστημα, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει το εν λόγω σχέδιο και αξιολογεί -
(α) Κατά πόσο το σχέδιο ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4· και
(β) κατά πόσο το σχέδιο ικανοποιεί τα κριτήρια που προβλέπονται στο εδάφιο (2)·και
(γ) την καταλληλότητα του σχεδίου, λαμβάνοντας υπόψη την καταλληλότητα της κεφαλαιακής και χρηματοδοτικής δομής της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6 σε σχέση με τον βαθμό πολυπλοκότητας της οργανωτικής δομής και του προφίλ κινδύνου της:
(4) Σε περίπτωση που, βάσει της αξιολόγησης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3), η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του -
(α) Κοινοποιεί στην οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) την αξιολόγησή της· και
(β) απαιτεί από αυτήν, αφού της παρέχει την ευκαιρία να διατυπώσει τη γνώμη της για την εν λόγω απαίτηση, να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, αναθεωρημένο σχέδιο, παρουσιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι εν λόγω ελλείψεις ή εμπόδια∙
(5) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, μετά την αξιολόγηση του αναθεωρημένου σχεδίου ανάκαμψης, κρίνει ότι οι ελλείψεις και τα εμπόδια δεν αντιμετωπίσθηκαν επαρκώς δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4), δύναται να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη οντότητα να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο ανάκαμψης.
(6) Σε περίπτωση που -
(α) Οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης· ή
(β) η Επιτροπή διαπιστώσει πως το αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις ελλείψεις και τα πιθανά εμπόδια που εντοπίστηκαν κατά την αρχική της αξιολόγηση και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επαρκώς οι ελλείψεις ή τα εμπόδια μέσω σύστασης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5), για συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο ανάκαμψης,
η Επιτροπή απαιτεί από την εν λόγω οντότητα να προσδιορίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, αλλαγές τις οποίες μπορεί να επιφέρει στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης.
(7) Σε περίπτωση που, οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) -
(α) Δεν προσδιορίσει τις απαιτούμενες αλλαγές εντός της ορισθείσας προθεσμίας δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6)·ή
(β) η Επιτροπή εκτιμήσει ότι οι προτεινόμενες από την εν λόγω οντότητα δράσεις δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης,
η Επιτροπή δύναται να προβεί σε υποδείξεις, ώστε η εν λόγω οντότητα να λάβει κάθε μέτρο που κρίνει η Επιτροπή ως απαραίτητο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη της σοβαρότητα των ελλείψεων και των εμποδίων, και την επίπτωση των μέτρων αυτών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6.
(8) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 30 της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14, η Επιτροπή δύναται να συστήσει σε οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) -
(α) Να μειώσει το προφίλ κινδύνου της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου 1 του άρθρου 6 συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ρευστότητας·
(β) να καταστήσει δυνατή την έγκαιρη λήψη μέτρων ανακεφαλαιοποίησης·
(γ) να επανεξετάσει τη στρατηγική και τη δομή της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(δ) να πραγματοποιήσει αλλαγές στη στρατηγική χρηματοδότησης, ώστε να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·
(ε) να πραγματοποιηθούν αλλαγές στη δομή διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (1) του άρθρου 6.
(9) Η Επιτροπή δύναται με οδηγία της να εξειδικεύει τη λήψη μέτρων επιπλέον από αυτά που αναφέρονται στο εδάφιο (8).
(10) Η απόφαση της Επιτροπής για μέτρα σύμφωνα με το παρόν άρθρο-
(α) Είναι αιτιολογημένη και αναλογική·
(β) κοινοποιείται γραπτώς στην οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(11) Η Επιτροπή υποβάλλει το σχέδιο ανάκαμψης στην αρχή εξυγίανσης.
8.-(1)Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας: -
(α) Εξετάζει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου:
(i) από κοινού με τις αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές,
(ii) μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 και τις αρμόδιες αρχές των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό αφορά το σημαντικό υποκατάστημα, και
(β) αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου στις απαιτήσεις και τα κριτήρια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7.
(2) Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές σχετικά με τα εξής:
(α) Την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου· και
(β) κατά πόσο θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου· και
(γ) την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στα εδάφια (4) έως (9) του άρθρου 7.
(3)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη μέρα διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης σχετικά με –
(i) Την εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου, ή
(ii) οποιαδήποτε άλλα μέτρα που απαιτείται να λάβει η μητρική επιχείρηση της Ένωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (9) του άρθρου 7,
(β) Εάν, εντός της τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που προβλέπονται στο εδάφιο (2) έχει παραπέμψει θέμα που προβλέπεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19(3) του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το χρονικό διάστημα των τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Κανένα ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από λήψη μιας κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
(4)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη μέρα διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης σχετικά με -
(i) το κατά πόσο θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας αρμόδιας αρχής· και
(ii) την εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (9) του άρθρου 7,
κάθε αρμόδια αρχή αποφασίζει η ίδια για το εν λόγω ζήτημα.
(β) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει θέμα που προβλέπεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή για θυγατρική αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19(3) του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.
(γ) Κανένα ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από λήψη μιας κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.
(5) Σε περίπτωση που η Επιτροπή και άλλες αρμόδιες αρχές δεν έχουν διαφωνήσει στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (4), δύναται να λάβουν κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου η οποία καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.
(6) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στα εδάφια (2) ή (5) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ελλείψει κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4), αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα οικεία κράτη μέλη.
(7) Μετά από αίτημα αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (3) ή (4), η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας βάσει του άρθρου 19(3) Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010 σε ό,τι αφορά:
(α) Την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης· και
(β) την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (δ) του εδαφίου 8 του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.
9.-(1) Για σκοπούς των διατάξεων των άρθρων 4, 6, 7 και 8, οι οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 6, οφείλουν -
(α) Να καταρτίζουν και να συμπεριλαμβάνουν στο σχέδιο ανάκαμψής τους ένα πλαίσιο δεικτών που να προσδιορίζει τα σημεία στα οποία δύναται να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ως αυτές αναφέρονται στο σχέδιο ανάκαμψης∙
(β) να εξασφαλίζουν πως είναι δυνατή η εύκολη παρακολούθηση των εν λόγω δεικτών∙
(γ) να εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση των εν λόγω δεικτών.
(2) Οι δείκτες μπορεί να είναι ποιοτικής ή ποσοτικής φύσης, σχετιζόμενης με τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6.
(3) Οι δείκτες αυτοί συμφωνούνται από τις αρμόδιες αρχές όταν προβαίνουν σε αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8.
(4) Η Επιτροπή εξετάζει και εγκρίνει τους εν λόγω δείκτες κατά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης δυνάμει των άρθρων 7 και 8.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι ΚΕΠΕΥ που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 και οι μητρικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 δύναται -
(α) Να λάβουν κάποιο από τα μέτρα που αναφέρονται στο σχέδιο ανάκαμψής τους, στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι όροι του σχετικού δείκτη, εφόσον το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6, το κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις· ή
(β) να μην λάβουν κάποιο τα εν λόγω μέτρα, εφόσον το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ ή, κατά περίπτωση, της ΚΕΠΕΥ η οποία έχει μητρική επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6, δεν το κρίνει σκόπιμο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
(6) Οι ΚΕΠΕΥ που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 και οι μητρικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 οφείλουν να κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση οποιαδήποτε απόφαση λήψης ή μη λήψης μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) στην Επιτροπή.