ΚΕΦΑΛΑΙΟ I-ΣΤΟΧΟΙ, ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Στόχοι της εξυγίανσης

41.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν πρόκειται να εφαρμόσει τα μέτρα εξυγίανσης και να ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης, λαμβάνει υπόψη τους στόχους εξυγίανσης και επιλέγει τα μέτρα και τις εξουσίες που επιτυγχάνουν καλύτερα τους στόχους που αντιστοιχούν στις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

(2)(α) Οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθοι:

(i) Να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών·

(ii) να αποφευχθούν σημαντικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης, μεταξύ άλλων στις υποδομές της αγοράς και με τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά·

(iii) να προστατευτούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

(iv) να προστατευθούν οι καταθέτες που καλύπτονται από τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2016 και οι επενδυτές που καλύπτονται σε περίπτωση ΚΕΠΕΥ από την Οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη Συνέχιση της Λειτουργίας και τη Λειτουργία του Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών ΕΠΕΥ και σε περίπτωση ΑΠΙ από τους περί της ΄Ιδρυσης και Λειτουργίας Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών Κανονισμούς του 2004 έως 2007·

(v) να προστατευθούν τα κεφάλαια των πελατών και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.

(β) Κατά την επιδίωξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το κόστος της εξυγίανσης και να αποφύγει την καταστροφή αξίας εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης.

(3) Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του παρόντος Νόμου, οι στόχοι εξυγίανσης είναι ίσης σημασίας, και οι αρχές εξυγίανσης τους εξισορροπούν δεόντως ανάλογα με τη φύση και τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

42.-(1) Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση για την εξυγίανση ιδρύματος μόνον εφόσον κρίνει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, έχει διαπιστώσει ότι το ίδρυμα τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας·

(β) λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους, δεν προσδοκάται εύλογα ότι εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας, ή εποπτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 30 που αναλαμβάνεται έναντι του ιδρύματος, θα αποτρέψει την αφερεγγυότητα του ιδρύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

(γ) η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

(2) Η προηγούμενη λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 30Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή το άρθρο 18 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016, κατά περίπτωση, δεν αποτελεί προϋπόθεση για να αναληφθεί δράση εξυγίανσης.

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 41 και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.

Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό φορέα και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα

42Α. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικό φορέα και όλα τα μόνιμα συνδεδεμένα με αυτόν ΑΠΙ που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, όταν ο εν λόγω όμιλος εξυγίανσης, ως σύνολο, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42(1).

Διαδικασίες αφερεγγυότητας για τα ιδρύματα και οντότητες που δεν υπόκεινται σε δράση εξυγίανσης

42Β. Ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο για το οποίο η αρχή εξυγίανσης κρίνει μεν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 42(1)(α) και (β) ή του άρθρου 43, αλλά ότι η ανάληψη δράσης εξυγίανσης δε θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με το άρθρου 42(1)(γ), τίθεται υπό κανονική διαδικασία εκκαθάρισης.

Προϋποθέσεις εξυγίανσης όσον αφορά χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εταιρείες συμμετοχών

43.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης έναντι χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(β) όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 42(1) τόσο ως προς το χρηματοοικονομικό ίδρυμα όσο και ως προς τη μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία.

(2) Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(γ) ή (δ) εφόσον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42(1).

(3)(α) Σε περίπτωση που τα θυγατρικά ιδρύματα μικτής εταιρείας συμμετοχών ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών χαρακτηρίζεται ως οντότητα εξυγίανσης. η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δεν αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της μεικτής εταιρείας συμμετοχών.

(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλάβει δράση εξυγίανσης επί οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(γ) ή (δ) παρά το γεγονός ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42(1), εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η οντότητα είναι οντότητα εξυγίανσης∙

(β) μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές της οντότητας, οι οποίες είναι ιδρύματα αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 42(1)∙

(γ) τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις των θυγατρικών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) είναι τέτοιου είδους, ώστε η κατάσταση αφερεγγυότητας των εν λόγω θυγατρικών να απειλεί τον όμιλο εξυγίανσης στο σύνολό του και είναι αναγκαία η δράση εξυγίανσης έναντι της οντότητας είτε για την εξυγίανση τέτοιου είδους θυγατρικών οι οποίες είναι ιδρύματα είτε για την εξυγίανση του σχετικού ομίλου εξυγίανσης ως συνόλου.

(5) [Διαγράφηκε].

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

43Α.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση και η οποία απαντά έγκαιρα, δύναται να αναστέλλει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α)·

(β) δεν υφίσταται άμεσα διαθέσιμο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(β) που θα απέτρεπε την κατάσταση αφερεγγυότητας του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(γ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(δ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής είναι-

(i) αναγκαία για τη πραγματοποίηση της διαπίστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(γ)· ή

(ii) αναγκαία για την επιλογή των κατάλληλων δράσεων εξυγίανσης ή τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων μέτρων εξυγίανσης.

(2)(α) Η εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

(i) Συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τον περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμο και συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων, ως ορίζονται σύμφωνα με την Οδηγία 98/26/ΕΚ, εγκατεστημένων σε κράτος μέλος·

(ii) των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτων χωρών, οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 25 του εν λόγω Κανονισμού·

(iii)κεντρικών τραπεζών.

(β)Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (1), λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις ως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

(3) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ασκείται εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, διασφαλίζει ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές.

(4) Η περίοδος της αναστολής σύμφωνα με το εδάφιο (1) είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν υπερβαίνει το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο κρίνει αναγκαίο η αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εν λόγω εδαφίου. η περίοδος αναστολής σε κάθε περίπτωση δεν διαρκεί περισσότερο από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που δημοσιεύεται η κοινοποίηση αναστολής σύμφωνα με το εδάφιο (8) έως τα μεσάνυκτα της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση αυτή. κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής, η αναστολή παύει να ισχύει.

(5) Κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και τους ισχύοντες κανόνες δικαίου και τις εποπτικές και δικαστικές εξουσίες, προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει ιδίως υπόψη της την ενδεχόμενη εφαρμογή των κυπριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας στο ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο λόγω της διαπίστωσης του άρθρου 42(1)(γ) και προβαίνει στις ρυθμίσεις που κρίνει κατάλληλες ώστε να εξασφαλίσει τον κατάλληλο συντονισμό με τις κυπριακές διοικητικές ή δικαστικές αρχές.

(6) Όταν οι απορρέουσες από σύμβαση υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης αναστέλλονται δυνάμει του εδαφίου (1), οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης οποιωνδήποτε αντισυμβαλλομένων δυνάμει της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

(7) Μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης, που θα ήταν απαιτητή κατά την περίοδο αναστολής, είναι απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αυτής.

(8)(α) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει αμελλητί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 84(1)(α) έως (ι) όταν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου μετά τη διαπίστωση ότι τελεί ή ενδέχεται να τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α) και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση της πράξης με την οποία αναστέλλονται οι υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου, καθώς και των όρων και της χρονικής διάρκειας της αναστολής, με τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 84(3).

(9) Το παρόν άρθρο ισχύει χωρίς επηρεασμό των δυνάμει του κυπριακού δικαίου εξουσιών αναστολής των περί πληρωμής ή παράδοσης υποχρεώσεων των ιδρυμάτων ή των σχετικών προσώπων πριν από τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα τελούν υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α), και χωρίς επηρεασμό των δυνάμει του κυπριακού δικαίου εξουσιών αναστολής των περί πληρωμής ή παράδοσης υποχρεώσεων των ιδρυμάτων ή των σχετικών προσώπων τα οποία πρόκειται να εκκαθαριστούν στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι οποίες εξουσίες δυνάμει του κυπριακού δικαίου υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια που προβλέπονται στο παρόν άρθρο:

Νοείται ότι, οι εν λόγω εξουσίες δυνάμει του κυπριακού δικαίου ασκούνται σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής, τη διάρκεια και τους όρους που προβλέπονται στο κυπριακό δίκαιο:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι όροι που προβλέπονται στο παρόν άρθρο δεν θίγουν τους όρους που αφορούν τις δυνάμει του κυπριακού δικαίου προαναφερόμενες εξουσίες για την αναστολή των περί πληρωμής ή παράδοσης υποχρεώσεων.

(10) Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία για αναστολή υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης δύναται επίσης, κατά τη διάρκεια της αναστολής-

(α) να απαγορεύει σε εχεγγύους εγγυητές του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 72(2), (3) και (4)· και

(β) να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με το εν λόγω ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 73(2) έως (7).

(11) Σε περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο τελεί ή ενδέχεται να τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α), η αρχή εξυγίανσης έχει ασκήσει την εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δυνάμει του εδαφίου (1) ή (10) και εφόσον στη συνέχεια αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι αυτού του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του άρθρου 71(1), του άρθρου 72(1) ή του άρθρου 73(1), όσον αφορά το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο.

Γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση

44.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν πρόκειται να εφαρμόσει τα μέτρα εξυγίανσης και να ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης, λαμβάνει κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσει ότι η δράση εξυγίανσης λαμβάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

(α) Οι μέτοχοι του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν πρώτοι τις ζημίες·

(β) οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζει ο παρών Νόμος·

(γ) το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση αντικαθίστανται, εκτός από περιπτώσεις κατά τις οποίες η παραμονή του διοικητικού οργάνου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών, εν όλω ή εν μέρει, όπως ενδείκνυται βάσει των περιστάσεων, κρίνεται αναγκαία για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

(δ) το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση παρέχουν κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

(ε) τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθίστανται υπόλογα, με την επιφύλαξη του κυπριακού αστικού ή ποινικού δικαίου ή για την ευθύνη που φέρουν για την αφερεγγυότητα του ιδρύματος·

(στ) πλην αντιθέτου διάταξης του παρόντος Νόμου, οι πιστωτές της ιδίας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

(ζ) κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις των άρθρων 75 έως 77·

(η) οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται πλήρως·

(θ) η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διασφαλίσεις του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι οντότητα ομίλου, με την επιφύλαξη του άρθρου 41, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης και ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης κατά τρόπο που ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στις λοιπές οντότητες του ομίλου και στο σύνολο του ομίλου, καθώς και τις δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ΕΕ και τα κράτη μέλη, και ιδίως στις χώρες όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(3) Όταν η αρχή εξυγίανσης πρόκειται να εφαρμόσει τα μέτρα εξυγίανσης και να ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης, μεριμνά, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για τη συμμόρφωση με τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

(4) Όταν σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο εφαρμόζεται το μέτρο πώλησης εργασιών, το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχειών, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα ή το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, το εν λόγω ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θεωρείται ως υποκείμενο σε διαδικασία πτώχευσης, εκκαθάρισης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 6 του περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμου.

(5) Κατά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης, όποτε ενδείκνυται, ενημερώνει και ζητά τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων.

(6) Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης και ασκεί εξουσίες εξυγίανσης λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ακολουθούμενη πρακτική σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου.

Οικονομική θέση πιστωτή ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης

44Α. Κανένας πιστωτής ιδρύματος το οποίο υπόκειται σε εξυγίανση δεν περιέρχεται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε σύγκριση με τη θέση που θα είχε περιέλθει, εάν το εν λόγω ίδρυμα ετίθετο υπαλλακτικά σε εκκαθάριση με βάση τις διατάξεις ισχύουσας νομοθεσίας.

Λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης

45.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης σε ιδρύματα και σχετικά πρόσωπα που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις εξυγίανσης.

(2) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εφαρμόσει ένα μέτρο εξυγίανσης σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο και η εν λόγω δράση εξυγίανσης προκαλέσει ζημιές που επιβαρύνουν τους πιστωτές ή οδηγήσει σε μετατροπή των απαιτήσεών τους, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) αμέσως πριν ή παράλληλα με την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης.

(3) Τα μέτρα εξυγίανσης είναι τα εξής:

(α) Το μέτρο πώλησης εργασιών, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙ του παρόντος Μέρους·

(β) το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙΙ του παρόντος Μέρους·

(γ) το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το Κεφάλαιο IV του παρόντος Μέρους·

(δ) το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, σύμφωνα με το Κεφάλαιο V του παρόντος Μέρους.

(4) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (5), η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης είτε μεμονωμένα είτε σε οποιονδήποτε συνδυασμό.

(5) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μόνο σε συνδυασμό με άλλο μέτρο εξυγίανσης.

(6)(α) Όταν χρησιμοποιούνται μόνο τα μέτρα εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ή (β) του εδαφίου (3), και χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση μόνο μέρους των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, το εναπομένον ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο από το οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις, εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Η εκκαθάριση δυνάμει της παραγράφου (α) πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του εν λόγω ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 67, προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης, και λαμβανομένου επίσης υπόψη κάθε άλλου λόγου ο οποίος επιτάσσει τη συνέχιση της λειτουργίας του εναπομένοντος ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης ή να τηρούνται οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 44.

(7)(α) Η αρχή εξυγίανσης και το Ταμείο Εξυγίανσης παρακρατούν από το τυχόν αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον αποκτώντα προς το υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, κατά περίπτωση, προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, το ισόποσο κάθε εύλογης δαπάνης που κατέβαλλαν για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης.

(β) Για το τυχόν υπόλοιπο του ποσού της δαπάνης κατόπιν αυτής της παρακράτησης, η αρχή εξυγίανσης και το Ταμείο Εξυγίανσης έχουν αξίωση κατά του υπό εξυγίανση ιδρύματος, καθώς και κατά του μεταβατικού ιδρύματος ή της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ασκούμενη στην περίπτωση του μεταβατικού ιδρύματος ή της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μόνον επί των τυχόν εσόδων που προκύπτουν από την πώλησή τους σε τρίτα μέρη ή την εκκαθάρισή τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(γ) Σε περίπτωση πώλησης μεταβατικού ιδρύματος ή εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε τρίτα μέρη, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρακρατεί από το τυχόν αντάλλαγμα το ισόποσο της αξίωσης η οποία προβλέπεται στην παράγραφο (β).

(δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η αξίωση της αρχής εξυγίανσης και του Ταμείου Εξυγίανσης, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο (β), κατατάσσεται προ πάσης άλλης αξίωσης, σε περίπτωση που το ίδρυμα υπό εξυγίανση, μεταβατικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης τίθεται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(ε) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την καταβολή των δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) απευθείας από το υπό εξυγίανση ίδρυμα.

(8) Οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων από ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα προς άλλη οντότητα δυνάμει της εφαρμογής μέτρου εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσίας εξυγίανσης δεν υπόκεινται σε πτωχευτική ανάκληση.

(9)(α) Στην περίπτωση εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών κατά τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο ΙΙ του παρόντος Μέρους, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναστείλει την απόφαση για την εφαρμογή του μέτρου αυτού, σε περίπτωση όπου οι προσφορές που έχουν ληφθεί κρίνονται από την αρχή εξυγίανσης ως μη συμφέρουσες.

(β) Στην περίπτωση που ισχύουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει την εφαρμογή άλλων μέτρων εξυγίανσης ή να εισηγηθεί στην αρμόδια αρχή την ανάκληση της άδειας του ιδρύματος υπό εξυγίανση και τη προσφυγή σε διαδικασία εκκαθάρισης, ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Διορισμός ειδικού διαχειριστή

46.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να διορίσει ειδικό διαχειριστή, ο οποίος αναλαμβάνει τη διοίκηση του υπό εξυγίανση ιδρύματος, σύμφωνα με τους όρους της πράξης διορισμού του και με την επιφύλαξη του σκοπού διορισμού του κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) και των εξουσιών του κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3):

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά την κρίση της, να διορίσει ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως ειδικούς διαχειριστές:

Νοείται περαιτέρω ότι, η πράξη διορισμού ειδικού διαχειριστή δύναται να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ρητά τα θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της ίδιας της αρχής εξυγίανσης ή έγκρισή της ή προηγούμενη ενημέρωσή της.

(β) Ο διορισμός του ειδικού διαχειριστή γίνεται με βάση αυστηρά επαγγελματικά κριτήρια, ήτοι επαγγελματικής εμπειρίας και κατάρτισης σε τραπεζικά ή συναφή θέματα, και βάσει κριτηρίων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποφασίζει η αρχή εξυγίανσης, και τα οποία διασφαλίζουν την καταλληλότητα του επιλεγόμενου προσώπου.

(γ) Κατά τη διάρκεια του διορισμού του, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (5) ή/και εκτέλεσης συγκεκριμένων εργασιών, ο ειδικός διαχειριστής δεν έχει άλλη ενασχόληση ή εργασία, εκτός εάν έχει προηγουμένως δοθεί η σχετική έγκριση της αρχής εξυγίανσης.

(δ) Κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ο ειδικός διαχειριστής εφαρμόζει την ισχύουσα σχετική νομοθεσία καθώς και τις οδηγίες της αρχής εξυγίανσης, και διαχειρίζεται τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί, με κάθε επιμέλεια, ήθος, ακεραιότητα, εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα.

(ε) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, ο οποίος προβλέπει το διορισμό προσώπου με τις ίδιες ή παρόμοιες εξουσίες και αρμοδιότητες ως ειδικός διαχειριστής, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο κατόπιν της σύμφωνης γνώμης της αρχής εξυγίανσης, χωρίς δε αυτή τη σύμφωνη γνώμη, η εφαρμογή τους είναι εξ αρχής άνευ εννόμου αποτελέσματος, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο έχει ή πρόκειται να τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(στ) Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται ο διορισμός του ειδικού διαχειριστή και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διορίζεται ή προσλαμβάνεται δυνάμει του παρόντος Μέρους, επιβαρύνουν το υπό εξυγίανση ίδρυμα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση αδυναμίας του υπό εξυγίανση ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος του εν λόγω κόστους, η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την κάλυψη της σχετικής υποχρέωσης από το Ταμείο Εξυγίανσης.

(ζ) Η αρχή εξυγίανσης γνωστοποιεί την πράξη διορισμού του ειδικού διαχειριστή με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.

(2)(α) Ο ειδικός διαχειριστής έχει το νόμιμο καθήκον να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο με σκοπό την προώθηση των στόχων εξυγίανσης που προβλέπονται στο άρθρο 41 και την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης, ήτοι την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας, διευκόλυνσης ή εκτέλεσης εργασίας, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, σε υπό εξυγίανση ίδρυμα ή/και την επίβλεψη της εκκαθάρισης του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Εν ανάγκη, το καθήκον που αναφέρεται στην παράγραφο (α) υπερισχύει κάθε άλλου διοικητικού καθήκοντος σύμφωνα με το καταστατικό του ιδρύματος ή το κυπριακό δίκαιο, όταν προκύπτει θέμα ασυμβίβαστου μεταξύ τους.

(3)(α) Για την επίτευξη του σκοπού διορισμού του, ο ειδικός διαχειριστής έχει άμεση πρόσβαση σε οποιαδήποτε στοιχεία ή πληροφορίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος και διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος τις οποίες ασκεί μόνον υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης.

(β) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), ο ειδικός διαχειριστής δύναται, σύμφωνα με τους όρους εντολής του, να απαιτεί ή να επιβάλλει όρους για οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Την αύξηση κεφαλαίου του ιδρύματος υπό εξυγίανση∙

(ii) την αναδιοργάνωση της ιδιοκτησιακής δομής του ιδρύματος υπό εξυγίανση∙

(iii) τον περιορισμό του πεδίου εργασιών και επιχειρηματικών εργασιών του ιδρύματος υπό εξυγίανση καθ' οποιονδήποτε τρόπο∙

(iv) την αναθεώρηση ή κατάργηση πολιτικών και στρατηγικών αποφάσεων που επηρεάζουν την οργανική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος υπό εξυγίανση∙

(v) την αναθεώρηση επιχειρηματικών υπηρεσιών και πολιτικών, που αφορούν την παροχή χορηγήσεων ή/και αποδοχή και προσέλκυση καταθέσεων∙

(vi) τον περιορισμό ή/και την απαγόρευση μεμονωμένης συναλλαγής, τάξης συναλλαγών ή συγκεκριμένων επενδύσεων∙

(vii) την απομάκρυνση ή αντικατάσταση μελών του διοικητικού οργάνου και ανώτατων διοικητικών στελεχών του υπό εξυγίανση ιδρύματος∙

(viii) τη διατήρηση συγκεκριμένων επιπέδων προληπτικής ρευστότητας και ιδίων κεφαλαίων∙

(ix) εξαγορές από ιδρύματα που είναι υγιή από χρηματοοικονομική και οργανωτική άποψη∙

(x) τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου ή ενέργειας ή την αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών.

(γ) Ο ειδικός διαχειριστής, υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης, δύναται να διενεργήσει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Το διορισμό ή τοποθέτηση προσωπικού σε οποιαδήποτε οργανική ή διοικητική θέση στο ίδρυμα υπό εξυγίανση∙

(ii) την πρόσληψη εξωτερικών νομικών ή οικονομικών ή άλλης επαγγελματικής ιδιότητας ή κατάρτισης συμβούλων.

(4)(α) Εντός τριάντα (30) ημερών από το διορισμό του ή εντός χρονικού πλαισίου που αποφασίζει η αρχή εξυγίανσης, ο ειδικός διαχειριστής, τηρουμένων των όρων της πράξης διορισμού του, ετοιμάζει και υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης, έκθεση, στην οποία περιλαμβάνονται κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:

(i) Ενήμερο ισολογισμό, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αποτιμημένων σε εύλογη αξία∙

(ii) προβλεπόμενο ισολογισμό για συγκεκριμένη μελλοντική χρονική περίοδο, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις των μέτρων εξυγίανσης∙

(iii) αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων εξυγίανσης∙

(iv) κατάλογο περιουσιακών στοιχείων σε κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό κινδύνου∙

(v) εάν ενδείκνυται, εισηγήσεις για τυχόν ανάγκες εφαρμογής πρόσθετων μέτρων εξυγίανσης ή αναθεώρησης ή ανάκλησης εφαρμοζόμενων μέτρων εξυγίανσης:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει οποιοδήποτε μέτρο εξυγίανσης, ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση και υποβολή των εκθέσεων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.

(β) Ανεξάρτητα από τις άμεσες ενέργειες που πηγάζουν από τους όρους εντολής του, ο ειδικός διαχειριστής ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης με τακτικές και έκτακτες εκθέσεις προόδου και εισηγήσεων, ενώ, σε περίπτωση που τούτο κρίνεται επιβαλλόμενο από τις τρέχουσες εξελίξεις σχετικά με το υπό εξυγίανση ίδρυμα, προβαίνει σε άμεση ενημέρωση της αρχής εξυγίανσης:

Νοείται ότι, ο ειδικός διαχειριστής παρέχει οποιοδήποτε στοιχείο, πληροφορία ή ετοιμάζει οποιαδήποτε έκθεση του ζητηθεί από την αρχή εξυγίανσης, εντός του χρονικού πλαισίου που αυτή ήθελε αποφασίσει.

(γ) Κατά τη λήξη της θητείας του, ο ειδικός διαχειριστής ετοιμάζει και υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης έκθεση σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(5)(α) Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται για χρονική διάρκεια που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

(β) Η θητεία του δύναται να ανανεωθεί κατ’ εξαίρεση, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αποφανθεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις για το διορισμό ειδικού διαχειριστή.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται ανά πάσα στιγμή να απομακρύνει τον ειδικό διαχειριστή από τα καθήκοντά του.

(6) Σε περίπτωση που μία ή περισσότερες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών σκοπεύουν να διορίσουν και αυτές ειδικό διαχειριστή σε οντότητες ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει από κοινού με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών κατά πόσο είναι ενδεδειγμένο να διοριστεί ένας ειδικός διαχειριστής για όλες τις εμπλεκόμενες οντότητες προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή λύσεων για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των οντοτήτων αυτών.

Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης

47.-(1)(α) Πριν αναλάβει δράση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου από εκτιμητή ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, καθώς και από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο.

(β) Με την επιφύλαξη του άρθρου 86 και του εδαφίου (13) του παρόντος άρθρου, όταν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου η αποτίμηση θεωρείται οριστική.

(γ) Σε περίπτωση που, σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, ασκείται και η εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α), η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια μίας αποτίμησης που να πληρεί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 32.

(2) Σε περίπτωση που η ανεξάρτητη αποτίμηση δυνάμει του εδαφίου (1) δεν είναι δυνατή, η αρχή εξυγίανσης δύναται να προβαίνει σε προσωρινή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, σύμφωνα με το εδάφιο (9).

(3) Στόχος της αποτίμησης είναι η εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στα άρθρα 42 και 43.

(4) Οι σκοποί της αποτίμησης είναι -

(α) Να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα εάν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις εξυγίανσης· και

(β) εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την ανάληψη κατάλληλης δράσης εξυγίανσης για το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο· και

(γ) όταν εφαρμόζεται το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα· και

(δ) όταν εφαρμόζεται το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα ή το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία περιουσιακών στοιχείων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση, καθώς και σχετικά με την αξία κάθε αντιτίμου που πρέπει να καταβληθεί στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας· και

(ε) όταν εφαρμόζεται το μέτρο πώλησης εργασιών, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση περί περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή μετοχών ή λοιπών μέσων ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 48· και

(στ) σε κάθε περίπτωση, να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε ζημία επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου αναγνωρίζεται πλήρως κατά τη στιγμή της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης.

(5)(α) Με την επιφύλαξη των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές, μεταξύ άλλων ως προς τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και το μέγεθος των ζημιών.

(β) Η αποτίμηση δεν θεωρεί δεδομένη την ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, ή οποιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, από τη στιγμή που αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.

(γ) Η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση που εφαρμοστεί μέτρο εξυγίανσης -

(i) Η αρχή εξυγίανσης και το Ταμείο Εξυγίανσης μπορεί να ανακτήσει κάθε εύλογη δαπάνη που δεόντως προέκυψε από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 45(7)·

(ii) το Ταμείο Εξυγίανσης δύναται να χρεώνει τόκους ή προμήθειες για κάθε δάνειο ή εγγύηση που παρέχεται προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 103.

(6) Η αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία και αρχεία του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου:

(α) Επικαιροποιημένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(β) ανάλυση και εκτίμηση της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων·

(γ) κατάλογο των εκκρεμουσών εντός και εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων που εμφανίζονται στα βιβλία και στα αρχεία του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και των βαθμών προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

(7) Κατά περίπτωση και προκειμένου να λαμβάνονται με εμπεριστατωμένο τρόπο οι αποφάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (4), οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (6) μπορούν να συνοδεύονται από ανάλυση και εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου βάσει αγοραίας αξίας.

(8)(α) Στην αποτίμηση αναφέρεται η κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις, σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου, και εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών, εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο υφίστατο εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Η εκτίμηση της παραγράφου (α) δεν επηρεάζει την τήρηση της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, που εφαρμόζεται κατά την έννοια του άρθρου 76.

(9)(α) Σε περίπτωση που, λόγω έκτακτων περιστάσεων, δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των εδαφίων (6) και (8) ή όταν εφαρμόζεται το εδάφιο (2), πραγματοποιείται προσωρινή αποτίμηση.

(β) Η προσωρινή αποτίμηση συνάδει με τις απαιτήσεις του εδαφίου (3) και, στον βαθμό που ευλόγως το επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τις απαιτήσεις των εδαφίων (1), (6) και (8).

(γ) Η προσωρινή αποτίμηση που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνει απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες, δεόντως αιτιολογημένο.

(10)(α) Αποτίμηση που δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου θεωρείται προσωρινή, έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο εκτιμητή αποτίμηση η οποία να είναι απολύτως συμβατή με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(β) Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της παραγράφου (α) διενεργείται το συντομότερο δυνατόν, δύναται δε να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 76, ή ταυτόχρονα με εκείνη και από τον ίδιο ανεξάρτητο εκτιμητή, αλλά είναι διακριτή από την τελευταία.

(γ) Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι -

(i) Να διασφαλιστεί ότι οποιεσδήποτε ζημιές επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου καταγράφονται πλήρως στα λογιστικά βιβλία του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου· και

(ii) να ληφθεί εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξηση της αξίας του καταβληθέντος αντιτίμου, σύμφωνα με το εδάφιο (11).

(11) Σε περίπτωση που από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση προκύψει διαφορά αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου μεγαλύτερη από αυτήν της προσωρινής αποτίμησης της διαφοράς αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(α) Να ασκήσει τις εξουσίες της και να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των πιστωτών ή των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα·

(β) να δώσει οδηγίες σε μεταβατικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για την καταβολή προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση επιπλέον αντιτίμου για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, ή, κατά περίπτωση, για τις μετοχές ή τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

(12) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), η προσωρινή αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με τα εδάφια (9) και (10) αποτελεί έγκυρη βάση προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να προβεί σε ενέργειες εξυγίανσης, μεταξύ άλλων της ανάληψης του ελέγχου ενός ιδρύματος που τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, ή ενός σχετικού προσώπου.

(13) Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης ή για την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης και υπόκειται σε δικαίωμα αγωγής ενώπιον επαρχιακού δικαστηρίου, όχι ως αυτόνομη πράξη, αλλά μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αγωγής μαζί με την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 86.