8.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 9 και των άρθρων 11, 15 και 19, οποιοδήποτε πρόσωπο υποβάλλει γραπτή αίτηση για παροχή πληροφοριών σε δημόσια αρχή, έχει δικαίωμα -
(α) Να πληροφορηθεί γραπτώς από τη δημόσια αρχή κατά πόσο η εν λόγω αρχή κατέχει ή όχι τις πληροφορίες που ζήτησε με την αίτησή του· και
(β) σε περίπτωση που η δημόσια αρχή κατέχει τις εν λόγω πληροφορίες και αυτές είναι προσβάσιμες, να λάβει τις πληροφορίες αυτές:
(2) Οι πληροφορίες για τις οποίες ο αιτητής δικαιούται πληροφόρηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι οι πληροφορίες που κατέχει η δημόσια αρχή κατά το χρόνο που λαμβάνει την αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε τροποποίηση ή διαγραφή έχει πραγματοποιηθεί κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήψης της αίτησης και της παροχής των πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), εφόσον η τροποποίηση ή η διαγραφή αυτή πραγματοποιήθηκε ανεξάρτητα από τη λήψη της αίτησης.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, λογίζεται ότι δημόσια αρχή έχει πληροφορίες στην κατοχή της, αν οι πληροφορίες αυτές -
(α) Βρίσκονται στην κατοχή της και δεν κατέχονται εκ μέρους τρίτου προσώπου· ή
(β) κατέχονται για λογαριασμό της εν λόγω δημόσιας αρχής από τρίτο πρόσωπο.
9.(1) Αίτηση για παροχή πληροφοριών προς δημόσια αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, υποβάλλεται σε γραπτή μορφή και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Το όνομα του αιτητή,
(β) τη διεύθυνση επικοινωνίας του αιτητή, και
(γ) περιγραφή των πληροφοριών που ζητούνται:
(2) Ο αιτητής δύναται να περιλάβει στην αίτησή του δήλωση προτίμησης για ένα ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους παροχής των ζητούμενων πληροφοριών:
(α) Αντίγραφο των πληροφοριών σε έντυπη μορφή ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή είναι αποδεκτή από τον αιτητή·
(β) παροχή εύλογης δυνατότητας στον αιτητή για πρόσβαση στο αρχείο που περιέχει τις ζητούμενες πληροφορίες· και
(γ) σύνοψη ή περίληψη των πληροφοριών σε έντυπη μορφή ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή είναι αποδεκτή από τον αιτητή.
(3) Αν μια αίτηση είναι καταχρηστική ή έκδηλα παράλογη ή αν η δημόσια αρχή έχει προηγουμένως επιληφθεί και/ή έχει ικανοποιήσει αίτηση που υπέβαλε πρόσωπο, το οποίο ακολούθως υποβάλλει πανομοιότυπη ή ουσιαστικά παρόμοια αίτηση πριν την έλευση εύλογου χρονικού διαστήματος από την προηγούμενη αίτησή του, η δημόσια αρχή δεν έχει υποχρέωση να επιληφθεί της μεταγενέστερης αίτησης.
10. Σε περίπτωση που δημόσια αρχή εύλογα κρίνει ότι χρειάζεται διευκρινήσεις ή πληροφορίες πρόσθετες από αυτές που περιλαμβάνονται στην αίτηση, για την ταυτοποίηση και τον εντοπισμό των ζητούμενων με την αίτηση πληροφοριών και ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, αυτή απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις που της επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 8 μέχρι να λάβει τις διευκρινήσεις ή πληροφορίες που χρειάζεται.
11.(1) Δημόσια αρχή στην οποία υποβάλλεται αίτηση για πληροφόρηση δύναται, εντός της καθοριζόμενης δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 12 προθεσμίας να κοινοποιήσει γραπτώς στον αιτητή το ποσό των καταβλητέων από αυτόν τελών για ικανοποίηση της αίτησής του, τα οποία καθορίζονται σε Κανονισμούς ή σε ειδικό νόμο όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3).
(2) Σε περίπτωση που δημόσια αρχή κοινοποιεί στον αιτητή τα τέλη που απαιτείται να καταβάλει, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), αυτή απαλλάσσεται από την υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 8, εκτός αν τα εν λόγω τέλη καταβληθούν εντός τριών (3) μηνών από την ημέρα που η δημόσια αρχή προέβηκε στην πιο πάνω κοινοποίηση.
(3) Η δημόσια αρχή υπολογίζει το ύψος οποιουδήποτε τέλους με βάση Κανονισμούς οι οποίοι δύναται ειδικότερα να προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι -
(α) Κανένα τέλος δεν επιβάλλεται σε ειδικές περιπτώσεις οι οποίες καθορίζονται ρητά στους Κανονισμούς·
(β) οποιοδήποτε τέλος που καθορίζεται από δημόσια αρχή δεν υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται στους Κανονισμούς ή που υπολογίζεται με βάση τους Κανονισμούς· και
(γ) οποιοδήποτε τέλος υπολογίζεται κατά τον τρόπο που καθορίζεται στους Κανονισμούς:
12.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), δημόσια αρχή που έλαβε αίτηση για παροχή πληροφοριών επιλαμβάνεται και διεκπεραιώνει την αίτηση αυτή εντός χρονικής περιόδου τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της, εκτός αν προβλέπεται μεγαλύτερη περίοδος σε Κανονισμούς:
(2) Σε περίπτωση που για τη διαπίστωση εφαρμογής εξαίρεσης που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο χρειάζεται να αποφασιστεί κατά πόσο το δημόσιο συμφέρον απαιτεί την αποκάλυψη ή όχι των ζητούμενων πληροφοριών, η δημόσια αρχή παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδώσει Κανονισμούς στους οποίους -
(α) Προβλέπεται ότι η χρονική περίοδος που καθορίζεται στο εδάφιο (1) επεκτείνεται σε περίοδο μέχρι και πενήντα (50) ημερών από την ημέρα παραλαβής της αίτησης παροχής πληροφοριών·
(β) προβλέπεται διαφορετική προθεσμία ανταπόκρισης σε αίτηση παροχής πληροφοριών σε ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στους Κανονισμούς·
(γ) παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Επίτροπο να καθορίσει προθεσμία ανταπόκρισης σε αίτηση σε καθορισμένες περιπτώσεις.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «ημερομηνία παραλαβής» σημαίνει την ημερομηνία κατά την οποία η δημόσια αρχή παρέλαβε την αίτηση για πληροφόρηση ή, σε περίπτωση που ζητήθηκαν διευκρινήσεις ή περαιτέρω πληροφορίες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10, την ημερομηνία κατά την οποία η δημόσια αρχή παρέλαβε τις εν λόγω διευκρινίσεις ή πληροφορίες.
13. (1) Σε περίπτωση που ο αιτητής καθορίσει στην αίτησή του τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί να λάβει τις ζητούμενες πληροφορίες, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9, η δημόσια αρχή παρέχει τις πληροφορίες με τον τρόπο αυτό, αν είναι εύλογα πρακτικό υπό τις περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος παροχής των πληροφοριών με τον εν λόγω τρόπο.
(2) Σε περίπτωση που η δημόσια αρχή αποφασίσει ότι η παροχή των ζητούμενων πληροφοριών με τον τρόπο που καθόρισε ο αιτητής στην αίτησή του δεν είναι εύλογα πρακτική, ειδοποιεί τον αιτητή για την απόφασή της και για τους λόγους για τους οποίους έλαβε την απόφαση αυτή και παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες με τρόπο ο οποίος είναι εύλογος υπό τις περιστάσεις.
14.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), σε περίπτωση που αρμόδια αρχή δημόσιου αρχείου λάβει αίτηση για παροχή πληροφοριών, η οποία σχετίζεται με πληροφορίες οι οποίες περιέχονται, ή αν υπήρχαν θα περιέχονταν, σε μεταφερθέν δημόσιο αρχείο, η αρμόδια αρχή δημόσιου αρχείου, εντός της προθεσμίας τήρησης των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 12, αποστέλλει αντίγραφο της αίτησης στην υπεύθυνη αρχή για τη λήψη απόφασης.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που -
(α) Η υποχρέωση επιβεβαίωσης ή άρνησης κατοχής πληροφοριών αποκλείεται δυνάμει διάταξης που περιλαμβάνεται στο Μέρος ΙΙΙ η οποία δεν είναι απόλυτη εξαίρεση, ή
(β) οι ζητούμενες πληροφορίες είναι εξαιρούμενες δυνάμει διάταξης του Μέρους ΙΙΙ η οποία δεν είναι απόλυτη εξαίρεση.
(3) Η υπεύθυνη αρχή, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη λήψη του αντίγραφου της αίτησης παροχής πληροφοριών, πληροφορεί την αρμόδια αρχή δημόσιου αρχείου για την απόφασή της, που λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (3) ή (4) του άρθρου 51.
15. (1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 8 και τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, δημόσια αρχή δεν υποχρεούται να παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες στον αιτητή αν, κατά την κρίση της, το κόστος παροχής των εν λόγω πληροφοριών υπερβαίνει το εύλογο κόστος:
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδώσει Κανονισμούς στους οποίους να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α) Στις περιπτώσεις όπου, δημόσια αρχή λάβει περισσότερες της μίας αίτησης -
(i) Από το ίδιο πρόσωπο· ή
(ii) από διαφορετικά πρόσωπα τα οποία φαίνεται στη δημόσια αρχή ότι ενεργούν σε συνεννόηση ή για σκοπούς εκστρατείας,
το υπολογιζόμενο κόστος για οποιαδήποτε αίτηση παροχής πληροφοριών είναι το συνολικό κόστος παροχής των πληροφοριών που ζητούνται με όλες τις πιο πάνω αιτήσεις·
(β) τα έξοδα που υπολογίζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού τους· και
(γ) το ύψος του κόστους που λογίζεται ως εύλογο, το οποίο δύναται να είναι διαφορετικό για κάθε δημόσια αρχή.
16. Σε περίπτωση που η κοινοποίηση των ζητούμενων πληροφοριών στον αιτητή δεν είναι υποχρεωτική δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15 και η παροχή των ζητούμενων πληροφοριών δεν επιβάλλεται από οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία, η δημόσια αρχή δύναται να παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες επιβάλλοντας τέλος παροχής των ζητούμενων πληροφοριών, το ύψος και η μέθοδος υπολογισμού του οποίου καθορίζεται σε Κανονισμούς:
17.(1) Κάθε δημόσια αρχή έχει καθήκον να παρέχει βοήθεια και συμβουλή στο πλαίσιο του ευλόγως δυνατού, σε πρόσωπο που προτίθεται να υποβάλει ή έχει ήδη υποβάλει σ’ αυτήν αίτηση για παροχή πληροφοριών.
(2) Δημόσια αρχή, η οποία σε σχέση με το καθήκον παροχής βοήθειας ή συμβουλής συμμορφώνεται με τον κώδικα πρακτικής που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 39, λογίζεται ότι τηρεί τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
18. (1) Δημόσια αρχή η οποία, σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση για παροχή πληροφοριών, ισχυρίζεται ότι εφαρμόζεται οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους ΙΙΙ αναφορικά με την υποχρέωση επιβεβαίωσης ή άρνησης κατοχής ή την παροχή πληροφοριών, κοινοποιεί στον αιτητή, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται για την τήρηση των υποχρεώσεών της που προκύπτουν από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 8, ειδοποίηση στην οποία -
(α) Δηλώνει την απόφασή της για απόρριψη της αίτησης·
(β) καταγράφει την εξαίρεση στην οποία στηρίζεται η απόφασή της· και
(γ) καταγράφει τους λόγους για τους οποίους εφαρμόζεται η εξαίρεση.
(2) Σε περίπτωση που -
(α) Αναφορικά με αίτηση για παροχή πληροφοριών και σε σχέση με συγκεκριμένες πληροφορίες, δημόσια αρχή προβάλλει τον ισχυρισμό ότι -
(i) Εφαρμόζεται διάταξη του Μέρους ΙΙΙ η οποία συνδέεται με την υποχρέωση επιβεβαίωσης ή άρνησης κατοχής πληροφοριών και η οποία δεν καθορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 19, ή
(ii) οι πληροφορίες είναι εξαιρούμενες πληροφορίες δυνάμει διάταξης του παρόντος Νόμου που δεν περιλαμβάνεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 19, και
(β) κατά το χρόνο που η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) ειδοποίηση κοινοποιείται στον αιτητή, η δημόσια αρχή ή, στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 51, η υπεύθυνη αρχή, δεν έχει λάβει απόφαση για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 19,
στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) ειδοποίηση περιλαμβάνεται δήλωση ότι δεν έχει ακόμα ληφθεί η σχετική απόφαση, καθώς και η προβλεπόμενη ημερομηνία μέχρι την οποία η δημόσια αρχή ή η υπεύθυνη αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, αναμένει να λάβει την απόφαση.
(3) Σε περίπτωση που δημόσια αρχή, σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση για παροχή πληροφοριών, προβάλλει ισχυρισμό ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 19, τότε στην ειδοποίηση που κοινοποιεί στον αιτητή, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ή σε ξεχωριστή ειδοποίηση που κοινοποιείται εντός εύλογου, υπό τις περιστάσεις, χρονικού διαστήματος, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης αίτησης, δηλώνει τους λόγους για τον ισχυρισμό της ότι -
(α) Το δημόσιο συμφέρον ως προς τη διατήρηση της εξαίρεσης της υποχρέωσης επιβεβαίωσης ή άρνησης κατοχής των ζητούμενων πληροφοριών, υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος ως προς την αποκάλυψη κατοχής ή όχι των εν λόγω πληροφοριών· ή
(β) το δημόσιο συμφέρον ως προς τη διατήρηση της εξαίρεσης σε σχέση με τις ζητούμενες πληροφορίες υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος της αποκάλυψής τους.
(4) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3), δημόσια αρχή δεν υποχρεούται να περιλάβει στη σχετική ειδοποίηση δήλωση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (3) αν, ή στην έκταση που, η δήλωση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες που είναι οι ίδιες εξαιρούμενες πληροφορίες.
(5) Σε περίπτωση που δημόσια αρχή, σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση για παροχή πληροφοριών, προβάλλει ισχυρισμό ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15, κοινοποιεί στον αιτητή ειδοποίηση στην οποία δηλώνει το γεγονός αυτό, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται για την τήρηση των υποχρεώσεών της που προκύπτουν από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 8.
(6) Σε περίπτωση που δημόσια αρχή, σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση για παροχή πληροφοριών, προβάλλει ισχυρισμό ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 9, κοινοποιεί στον αιτητή ειδοποίηση στην οποία δηλώνει το γεγονός αυτό εντός των προθεσμιών που προβλέπονται για την τήρηση των υποχρεώσεών της που προκύπτουν από το εδάφιο (1) του άρθρου 8, εκτός εάν -
(α) Η δημόσια αρχή κοινοποίησε στον αιτητή ειδοποίηση σε σχέση με προηγούμενη αίτησή του για πληροφόρηση δηλώνοντας ότι προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό· και
(β)είναι έκδηλα παράλογο, υπό τις περιστάσεις, να επιβληθεί στη δημόσια αρχή υποχρέωση να κοινοποιήσει περαιτέρω ειδοποίηση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε σχέση με την εν λόγω αίτηση.
(7) Ειδοποίηση που κοινοποιείται στον αιτητή δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (3), (5) και (6) περιλαμβάνει λεπτομέρειες αναφορικά με -
(α) Οποιαδήποτε διαδικασία παρέχεται από τη δημόσια αρχή για την αντιμετώπιση παραπόνων αναφορικά με το χειρισμό αιτημάτων για παροχή πληροφοριών ή δήλωση ότι δεν παρέχεται τέτοια διαδικασία, και
(β) τη διαδικασία υποβολής παραπόνου στον Επίτροπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42.